Το καλοκαίρι του 1979 ο Παναθηναϊκός είχε μόλις ολοκληρώσει μία από τις χειρότερες σεζόν έως τότε στην ιστορία του, τερματίζοντας στην 5η θέση (με μόλις 14 νίκες σε 34 ματς) και στο -18 από την πρωταθλήτρια ΑΕΚ.
Ένα χρόνο πριν Δομάζος και Αντωνιάδης είχαν φύγει για ΑΕΚ και Ολυμπιακό αντίστοιχα και ο σύλλογος αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα. Οι παίκτες ήταν απλήρωτοι, ενώ σύμφωνα με τα δημοσιεύματα το νερό στις εγκαταστάσεις της Λεωφόρου είχε κοπεί και δικαστικοί κλητήρες είχαν παρουσιαστεί για να προβούν σε κατασχέσεις!
Από τον Ιανουάριο του ’79 είχε ψηφιστεί το νομοσχέδιο που απαιτούσε τα ποδοσφαιρικά τμήματα των συλλόγων που συμμετείχαν στην Α’ Εθνική κατηγορία να μετατραπούν σε επαγγελματικές Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες.
Ο Παναθηναϊκός αναζητούσε έναν διοικητικό «Μεσσία» να τον βγάλει από το αδιέξοδο. Παρά τις προσπάθειες του Παύλου Γιαννακόπουλου, ήδη ιδιοκτήτη του ερασιτέχνη, αυτός που πλειοδότησε ήταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, εξαγοράζοντας για λογαριασμό της οικογένειας το 54% των μετοχών.
Τη σεζόν 1979-80, πρώτη επί εποχής Βαρδινογιάννη, ο Παναθηναϊκός έκανε μουδιασμένο ξεκίνημα στο πρωτάθλημα και με το 0-0 με την Κόρινθο στην 10η αγωνιστική έπεσε στην 5η θέση. Μετά από την παρένθεση του υπηρεσιακού Γαβρήλου Γάζη, επιλέχθηκε για τη διαδοχή του ο Ιταλο-αργεντίνος Μπρούνο Πεζάολα, που ενέπνευσε το come back, χωρίς όμως να το ολοκληρώσει.
Δύο αγωνιστικές πριν από το τέλος οι πράσινοι είχαν πιάσει στην κορυφή της βαθμολογίας τους Ολυμπιακό και Άρη και θα διεκδικούσαν το πρωτάθλημα στο ντέρμπι του Φαλήρο με τους ερυθρόλευκους. Η ήττα με 1-0 άφησε στην τρίτη θέση την ομάδα, οδηγώντας στο διαζύγιο και με τον Πεζάολα.
Η αγωνιστική περίοδος 1980-’81 ξεκίνησε με τον Άγγλο Ρόνι Άλεν στον πάγκο, «πουλέν» του σερ Αλφ Ράμσεϊ, που από τον Οκτώβριο του ’79 είχε αναλάβει χρέη τεχνικού συμβούλου και υπεύθυνου Ακαδημιών στο τριφύλλι. Το χαρτί του Άλεν όμως «κάηκε» πολύ νωρίς, με τη βαριά ήττα (4-0) από τη Γιουβέντους στο Τορίνο, στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Ύστερα από 50 ημέρες και μόλις δύο ματς πρωταθλήματος (με απολογισμό μια ήττα από τα Γιάννενα και μία νίκη επί της Δόξας Δράμας), ο Βαρδινογιάννης έπρεπε να ψάξει νέο προπονητή. Το αγγλικό μοντέλο, που εκπροσωπούσε ο πανάκριβος για τα ελληνικά δεδομένα Ράμσεϊ, είχε καταρρεύσει και το αφεντικό της ΠΑΕ δεν είχε πια διάθεση για πειράματα.
Ήθελε να φέρει στην ομάδα ένα μεγάλο όνομα για τον πάγκο που θα την οδηγούσε από την πρώτη σεζόν στην κατάκτηση του τίτλου. Και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πληρώσει όσο-όσο…
«Εκλεκτός» ήταν ο Αυστριακός Χέλμουτ Σενέκοβιτς, που το καλοκαίρι του 1980 είχε μεταπηδήσει από την Αθλέτικ Μπιλμπάο στην Μπέτις. Ο 47χρονος τότε προπονητής είχε «χτίσει» το όνομα του με την πρόκριση της Εθνικής Αυστρίας στο Μουντιάλ του 1978 και την παρουσία – έκπληξη της ομάδας στα γήπεδα της Αργεντινής.
Ήταν η πρώτη των Αυστριακών σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου ύστερα από 20 χρόνια και θα έμενε εσαεί εμβληματική, καθώς συνδυάστηκε με το πιο φημισμένο κάζο στην ιστορία της (Δυτικής) Γερμανίας.
Στην πρώτη φάση, η Αυστρία τερμάτισε στην κορυφή του γκρουπ, παρά την ήττα από τη Βραζιλία, καθώς νίκησε Ισπανία και Σουηδία. Το σύστημα διεξαγωγής προέβλεπε δύο ομίλους των τεσσάρων ομάδων στη β’ φάση. Οι δύο πρώτες του κάθε γκρουπ θα έπαιζαν στον τελικό και οι δύο δεύτερες στον μικρό τελικό.
Η Αυστρία ηττήθηκε με 5-1 από την Ολλανδία και με 1-0 από την Ιταλία στα δύο πρώτα παιχνίδια, χάνοντας κάθε ελπίδα πρόκρισης ενόψει του τελευταίου αγώνα, απέναντι στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Δυτική Γερμανία. Η ομάδα του Χέλμουτ Σεν θα ήταν δεδομένα στον μικρό τελικό αν νικούσε την θεωρητικά «ομόσταυλη» Αυστρία, ενώ θα έπαιρνε το εισιτήριο για το μεγάλο αν επικρατούσε με διαφορά πέντε τερμάτων και το Ιταλία – Ολλανδία δεν έβγαζε νικητή.
Αν υπήρχαν στοιχηματικές αποδόσεις τότε, η νίκη της Δυτικής Γερμανίας δεν θα πλήρωνε πάνω από 1,10. Όταν προηγήθηκε στο 19’ με τον Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε, οι πιο… καχύποπτοι υποψιάστηκαν ότι έγινε το πρώτο από τα πέντε βήματα που έψαχναν οι παγκόσμοι πρωταθλητές. Η συνέχεια ήταν όμως βγαλμένη από τη βίβλο του Fair Play.
Αν και βαθμολογικά αδιάφοροι, οι Αυστριακοί ανέτρεψαν την κατάσταση και νίκησαν (3-2) ύστερα από 47 χρόνια τους Δυτικογερμανούς, αφήνοντας τους εκτός τετράδας.
Το επονομαζόμενο έως και σήμερα «θαύμα της Κόρδοβα» ήρθε να προστεθεί ως ως μεγαλύτερος έπαινος στο βιογραφικό του Σενέκοβιτς, ο οποίος τέσσερα χρόνια πριν είχε οδηγήσει από το… πουθενά την άσημη Βόεστ Λιντς στην κατάκτηση του αυστριακού πρωταθλήματος.
Το πρόβλημα για τον Παναθηναϊκό ήταν ότι ο Σενέκοβιτς δεν ήθελε να αφήσει το ισπανικό πρωτάθλημα και να εργαστεί στην Ελλάδα, αντί οποιασδήποτε αμοιβής. Για να αρνηθεί… ευγενικά την πρόταση του Γιώργου Βαραδινογιάννη ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό για τα δεδομένα της εποχής, που σύμφωνα με όσα υποστήριζαν οι ελληνικές αθλητικές εφημερίδες θα τον καθιστούσε τον πιο ακριβοπληρωμένο προπονητή του κόσμου! Προς μεγάλη έκπληξη του όμως, τα 8 εκατομμύρια δραχμές που ζήτησε, για ισάριθμους μήνες συμβολαίου,
Ο «καπετάνιος» τον ήθελε όμως τόσο πολύ στον Παναθηναϊκό που προς μεγάλη έκπληξη του είπε το «ναι» στην αξίωση για συμβόλαιο 8 μηνών αντί ενός εκατομμυρίου δραχμών μηνιαίως!
«Με έβγαλαν νοκ άουτ με τα λεφτά τους. Μόνο τρελός θα έλεγε όχι σε τέτοια προσφορά», δήλωνε τον Οκτώβριο του 1980 ο Σενέκοβιτς σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Kronen Zeitung.
Η υπέρογκη αμοιβή που έλαβε συνοδευόταν μάλιστα με ένα σπίτι, αυτοκίνητο, προσωπικό οδηγό και δέκα εισιτήρια από Αθήνα προς Βιέννη μετ’ επιστροφής.
Το συμβόλαιο που έδωσε ο Βαρδινογιάννης στον Αυστριακό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη χώρα, καθώς στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν εξωφρενικό, φτάνοντας στα επίπεδα των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών συλλόγων. Ο Κάζιμιρ Γκόρσκι για παράδειγμα, που είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό το ’80, αμειβόταν με 200.000 δρχ. το μήνα.
«Ξεσηκώθηκε το πανελλήνιο», έγραφε ο Τύπος της εποχής για τον πρωτοφανή μισθό, που προκάλεσε την αγανάκτηση των Ελλήνων εργαζομένων και την έκτακτη σύγκληση του συμβουλίου των Ελλήνων προπονητών ποδοσφαίρου. «Δεν έχει κανένα δικαίωμα αυτός που διαθέτει μερικά λεφτά να προκαλεί το φίλαθλο αίσθημα και τη νοημοσύνη του ελληνικού λαού», σημείωναν στην απόφαση τους, ζητώντας την επέμβαση του εισαγγελέα και την απαγόρευση άδειας χορήγησης εργασίας σε ξένους προπονητές!
Εκείνη την περίοδο, ο Νόμος 75/75 όριζε το μισθό προπονητή σε 124.800 δραχμές. Το θέμα έφτασε ακόμα και στη Βουλή, με ερώτηση του τότε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Χρήστου Φύσσα: «Μήπως η όλη υπόθεση είναι αντίθετη με το νόμο 75/75; Σε εποχή λιτότητας είναι δυνατόν να δίνονται τέτοιοι μισθοί σε προπονητές ποδοσφαίρου;
Τελικά παρενέβη ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, Κώστας Παπαναστασίου, εξηγώντας ότι δεν γίνεται να τεθεί κανένα όριο στο ύψος του συμβολαίου εφόσον για το επιπλέον του επιτρεπόμενου μισθού δε χρεώνεται η ΠΑΕ και εφόσον δεν υπάρχουν συναλλαγματικά εμπόδια.
Η συνεργασία του Σενέκοβιτς με το τριφύλλι εξελίχθηκε πάντως στο μεγαλύτερο ίσως φιάσκο του ελληνικού ποδοσφαίρου, βάσει του ντόρου που είχε προκληθεί.
Ο Παναθηναϊκός πραγματοποίησε κακή σεζόν, τερματίζοντας στην 5η θέση και στο -10 από τον πρωταθλητή Ολυμπιακό. Τα χνώτα του Αυστριακού δεν ταίριαξαν με τους παίκτες και το νοσηρό κλίμα στα αποδυτήρια αποτυπώθηκε στις αθλητικές εφημερίδες παραμονές του ντέρμπι της 28ης Μαρτίου με τον Ολυμπιακό, που αποκάλυπταν έντονη λογομαχία του προπονητή με τον Άνθιμο Καψή.
Περίπου 40 ημέρες αργότερα, το ποτήρι της υπομονής στη διοίκηση του ΠΑΟ ξεχείλισε. Ο Παναθηναικός αντιμετώπιζε την ΑΕΚ στη Λεωφόρο και ο Βαρδινογιάννης, που ήταν δυσαρεστημένος με την εικόνα της ομάδας, κατέβηκε στο ημίχρονο στα αποδυτήρια για να κάνει παρατηρήσεις στους παίκτες. Το περιστατικό έβγαλε τον Σενέκοβιτς έξω από τα ρούχα του. «Κύριε πρόεδρε η θέση σας είναι έξω από αυτή την πόρτα, η δική μου είναι από μέσα. Περάστε έξω, παρακαλώ!».
Ο Σενέκοβιτς «άντεξε» τελικά 29 αγωνιστικές στον πάγκο, ούτε καν ολοκλήρωσε το οχτάμηνο. Παρότι απέτυχε παταγωδώς στους πράσινους, ο Σταύρος Νταϊφάς τον προσέλαβε το καλοκαίρι του ’81 για τον πάγκο του Ολυμπιακού, αντί του αποχωρήσαντα Γκόρσκι.
Στους ερυθρόλευκους ο «Σέκι» έκανε ένα ακόμα πισωγύρισμα στην καριέρα του, καθώς αντικαταστάθηκε μόλις στη 12η αγωνιστική από τον Αλκέτα Παναγούλια! Ο μοναδικός τίτλος που κατέκτησε στην Ελλάδα ήταν το κύπελλο με του 1983 με την ΑΕΚ, στην οποία έκανε δύο σύντομες θητείες, με μόλις 10 νίκες σε 24 ματς πρωταθλήματος (απολύθηκε τον Ιανουάριο του ’84).
Μετά την Ελλάδα η καριέρα του πήρε την κατιούσα. Το 1989 επέστρεψε στην Αθήνα για λογαριασμό του Πανιωνίου, ενώ ένα χρόνο αργότερα πήγε στην Κύπρο για να αναλάβει την Ομόνοια. Αν είχε μείνει στην Ισπανία, ίσως η εξέλιξη του να ήταν τελείως διαφορετική. Αλλά όπως είπε και ο ίδιος, «μόνο τρελός θα έλεγε όχι σε μια τέτοια προσφορά…»
Έκτοτε και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, δεν υπήρξε, όπως γνωρίζουμε, ποτέ ξανά τόσο… τρελαμένα χουβαρντάς.