Αυξημένος κίνδυνος μετάδοσης δάγκειου πυρετού στην Ευρώπη και ειδικότερα την ανατολική και νότια, εκτιμά ότι υπάρχει στο άμεσο μέλλον λόγω κλιματικής αλλαγής, ο καθηγητής Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ και μέλος στο ΔΣ του ΕΟΔΥ Δημήτρης Παρασκευής, ο οποίος όμως διευκρινίζει ότι προς το παρόν δεν ελλοχεύει τέτοιος κίνδυνος για την περιοχή μας.
Όπως εξηγεί σε συνέντευξη του στο Πρακτορείο FM και στην Τάνια Μαντουβάλου, έναν αιώνα μετά την τελευταία επιδημία δάγκειου πυρετού στη χώρα μας, αυτή τη στιγμή με τις κλιματικές συνθήκες που ήδη επικρατούν τα τελευταία χρόνια, έχει εγκατασταθεί το κουνούπι aedes albopictus (κουνούπι ασιατικός τίγρης) με το οποίο είναι δυνατόν να μεταδοθεί ο δάγκειος πυρετός, αλλά όχι τόσο εύκολα, καθώς δεν είναι ο κύριος διαβιβαστής.
«Υπάρχει όμως αυξημένος κίνδυνος για ένα δεύτερο είδος κουνουπιού, το οποίο αποτελεί το βασικό φορέα που σχετίζεται με τη μετάδοση της νόσου, το aedes aegypti (κουνούπι τίγρης), το οποίο προς το παρόν έχει εγκατασταθεί στην Κύπρο. Επίσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως στην Ιταλία και τη Γαλλία, είχε συμβεί τοπική μετάδοση μέσα στο 2023».
Στο ερώτημα αν υπάρχουν περιστατικά δάγκειου πυρετού στην Κύπρο, εφόσον έχει εγκατασταθεί εκεί το ένοχο κουνούπι, ο κ. Παρασκευής απαντά: «Από όσο γνωρίζουμε δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα, ωστόσο είμαστε επιφυλακτικοί, γιατί στην Κύπρο δεν γίνεται τόσο αποτελεσματική επιτήρηση».
Τι πρέπει να κάνουμε κατά τη διάρκεια και μετά την επιστροφή από τροπικά ταξίδια
Για τους ανθρώπους που ταξιδεύουν, ή διαμένουν σε τροπικές περιοχές που ενδημούν τα νοσήματα που μεταδίδονται με κουνούπια όπως o δάγκειος, ο κ. Παρασκευής αναφέρει ότι θα πρέπει να λαμβάνουν σχολαστικά μέτρα ατομικής προστασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους και τουλάχιστον για τρεις εβδομάδες μετά από την επιστροφή τους στην Ελλάδα (ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη συμπτωμάτων, δηλαδή ακόμη και εάν δεν έχουν αρρωστήσει, γιατί μπορεί να έχουν ασυμπτωματική λοίμωξη αλλά όμως να είναι «μεταδοτικοί» και να μολύνουν τα κουνούπια που θα τα τσιμπήσουν).
«Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη χρήση εγκεκριμένων εντομοαπωθητικών σώματος (στο δέρμα και πάνω από τα ρούχα) και περιβάλλοντος, πάντοτε σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης. Αυτά μπορεί να είναι οι σήτες, οι κουνουπιέρες, τα κλιματιστικά και οι ανεμιστήρες. Συνιστάται επίσης η χρήση μακριών ρούχων που καλύπτουν όσο το δυνατόν περισσότερο το σώμα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, καθώς τα συγκεκριμένα κουνούπια τσιμπούν κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας, με μεγαλύτερη δραστηριότητα το πρωί και αργά το μεσημέρι/απόγευμα έως το σούρουπο».
Για το κλινικό φάσμα της νόσου, ο καθηγητής αναφέρει ότι ποικίλλει από ήπιο, μη ειδικό εμπύρετο σύνδρομο (με πιθανά συνοδά συμπτώματα: κεφαλαλγία, μυαλγίες, αρθραλγίες, εξάνθημα, ναυτία, εμέτους) έως σοβαρή νόσο σε ποσοστό περίπου 5% των ασθενών (με αιμορραγικές εκδηλώσεις ή και κυκλοφορική καταπληξία), η οποία μπορεί να έχει έως και θανατηφόρο κατάληξη. «Σε περίπτωση που τα άτομα αυτά παρουσιάσουν ύποπτα συμπτώματα (π.χ. πυρετό, πονοκέφαλο, μυαλγίες, αρθραλγίες, εξάνθημα) κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ή μετά από την επιστροφή τους, πρέπει άμεσα να αναζητήσουν ιατρική εκτίμηση».