Ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ακτοπλοΐας, ο Περικλής Παναγόπουλος έφυγε σήμερα στις έξι το πρωί από την ζωή σε ηλικία 84 ετών. Η οικογένεια του Περικλή Παναγόπουλου και η αγαπημένη του σύζυγος Κατερίνα, σε ανακοίνωση που αναρτήθηκε στα social media αναφέρουν:
Ποιος ήταν ο Περικλής Παναγόπουλος
Ο Περικλής Παναγόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκεμβρίου 1935. Πατέρας του ήταν ο Μεσσήνιος Σταύρος Παναγόπουλος, ο οποίος στις αρχές του περασμένου αιώνα είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Η μητέρα του προερχόταν από την ομογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ο Περικλής Παναγόπουλος έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία.
Η γνωριμία και η συγγένεια της μητέρας του με τον εφοπλιστή και εθνικό ευεργέτη Ευγένιο Ευγενίδη (οποίος καταγόταν και αυτός από την Κωνσταντινούπολη), ο οποίος ίδρυσε την παγκοσμίως γνωστή ναυτιλιακή εταιρεία Home Lines Inc. στιγμάτισε την υπόλοιπη ζωή του.
Ο Περικλής Παναγόπουλος, σπούδασε στην Ελβετία, φοίτησε στην Ecole Superiense de Commerce, από όπου πήρε το πτυχίο του. Αμέσως μετά εργάσθηκε στην εταιρεία του Ευγένιου Ευγενίδη. Όταν πέθανε ο Ευγένιος Ευγενίδης το 1954, ο Παναγόπουλος εργαζόταν ως εκπαιδευόμενος σε θυγατρική εταιρεία του συγκροτήματος στο Λονδίνο. Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στα γραφεία της εταιρείας στη Γένοβα.
Εκεί εργάσθηκε σε όλα τα τμήματα της εταιρείας και απόκτησε εμπειρία και ειδίκευση για τον τρόπο διαχείρισης ναυτιλιακής εταιρείας. Στη Γένοβα ασχολήθηκε με το σχεδιασμό του κρουαζιερόπλοιου Oceanic, το οποίο κατασκευάσθηκε τη διετία 1964-65. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εργάσθηκε στα γραφεία της Home Lines στη Γαλλική πρωτεύουσα, το Παρίσι. Το 1962 ορίσθηκε passenger manager της εταιρείας στο γραφείο του Λονδίνου. Το 1965 επέστρεψε στον Πειραιά και ανέλαβε director και general manager της Sun Line του εφοπλιστή Μπάμπου Κιοσέογλου. Στη θέση αυτή παρέμεινε για έξι χρόνια. Το 1971, αποχώρησε από την Sun Line και ίδρυσε τη δική του εταιρεία, τη Royal Cruise Line. Η Royal Cruise Line ανεκηρύχθη επανειλημμένα η καλύτερη εταιρεία κρουαζιερόπλοιων στον κόσμο. Η εταιρεία του ναυπήγησε δύο κρουαζιερόπλοια με υψηλές προδιαγραφές. To Golden Odyssey και το Crown Odyssey. Επίσης η εταιρεία διέθετε και τρίτο κρουαζιερόπλοιο, το Royal Odyssey. To 1989 πώλησε την εταιρεία του, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο καλύτερο σημείο της ιστορίας της και τα πλοία της είχαν μεγάλη πληρότητα. Οι αγοραστές της Royal Cruise Line ήταν Νορβηγοί. Η εταιρεία Kloster, λέγεται ότι κατέβαλε στον Περικλή Παναγόπουλο το ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Η πώληση αυτή χαρακτηρίσθηκε από πολλούς ως «η πώληση του αιώνα».
Το 1992 συμμετέχοντας μαζί με τον Γεώργιο Βερνίκο, τον Κωνσταντίνο Ματαράγκα και τον Διονύσιο Μελισσηνό, αγοράζουν την πλειοψηφία των μετοχών του Ελληνικού Νηογνώμονα. Αμέσως ανέλαβε πρόεδρος του Ελληνικού Νηογνώμονα. Μετά από ένα χρόνο αποχώρησε, πουλώντας στους συνεργάτες του το πακέτο των μετοχών του στον Ελληνικό Νηογνώμονα.
Την ίδια περίοδο αγοράζει το 30% των μετοχών της μεγαλύτερης οικογενειακής ακτοπλοϊκής εταιρείας της χώρας, της Strintzis Lines. Μετά από ένα χρόνο αποχώρησε, από την εταιρεία. Το 1993 αγόρασε την πλειοψηφία των μετοχών των «Κυλινδρόμυλων Αττικής», που μετονομάσθηκε σε Επιχειρήσεις Αττικής. Η εταιρεία Vernicos Yachts επέστρεψε το 1994 στον ιδρυτή της Γιώργο Βερνίκο και οι Επιχειρήσεις Αττικής διέθεταν μόνο τα καταστήματα Άκρον- Ίλιον- Κρυστάλ, τα οποία πώλησε και αυτά το ίδιο έτος. Τότε, ο Περικλής Παναγόπουλος παράγγειλε για λογαριασμό των Επιχειρήσεων Αττικής, δύο επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία με σκοπό να τα δρομολογήσει στη γραμμή Πάτρας – Ιταλίας. Τα ονόμασε Superfast Ι και Superfast II. Τα δύο αυτά πλοία κάλυπταν την απόσταση Πάτρα – Αγκόνα, μέσα σε 20 ώρες, δημιουργώντας νέες συνθήκες στην Αδριατική, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ποιοτική αναβάθμιση της γραμμής της Ιταλίας.
Το πρώτο πλοίο, το Superfast Ι ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι από την Πάτρα στις 15 Απριλίου και το δεύτερο Superfast II στις 16 Ιουνίου του 1995 Αμέσως με τα δύο πλοία, κατέκτησε το 20% των μεταφορών από και προς την Ιταλία. Ο Περικλής Παναγόπουλος απέκτησε δύο παιδιά με την πρώτη γυναίκα, Μπρούνα, τον και την Ειρήνη.
Η πρώτη μεγάλη επιχειρηματική κίνηση έγινε το έτος 1989, όταν η Ελλάδα πέρναγε κρίσιμες στιγμές δεδομένου ότι όλοι οι πολίτες και οι πολιτικοί ασχολούνταν με τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις και τις κατηγορίες εναντίον του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, από σύσσωμη την αντιπολίτευση. Ωστόσο, ο Περικλής Παναγόπουλος διαβλέποντας τις εξελίξεις στο χώρο της παγκόσμιας κρουαζιέρας, κατόρθωσε και πώλησε την εταιρεία Royal Cruise Line, που διέθετε τότε τρία πλοία, στους Νορβηγούς της Closter στο αστρονομικό ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Τον Αύγουστο του 1999 εξασφάλισε το 38,8% των Γραμμών Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε. και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησε το 48,8%. Αποκτώντας την απόλυτη κυριαρχία από την οικογένεια Στρίντζη σταδιακά άλλαξε το όνομα της εταιρεία η οποία μετονομάσθηκε σε Blue Star Ferries. Σε λίγο καιρό παρέλαβε και πέντε νεότευκτα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, το Blue Star Ι, το Blue Star II, το Blue Star Paros, το Blue Star Naxos και το Blue Star Ithaki.
Ξάφνιασε και πάλι τους ανταγωνιστές του και απέκτησε μεγάλα μερίδια στην Hellenic Seaways, αρχικά και στις Μινωϊκές Γραμμές σε επόμενη φάση. Ωστόσο, πώλησε τα πακέτα των μετοχών του σε αυτές τις εταιρείες στον κυριότερο ανταγωνιστή του τον κ. Πάνο Λασκαρίδη. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2007 πώλησε έναντι του ποσού – ρεκόρ για την ιστορία της ελληνικής ακτοπλοΐας στην MIG, την Attica Group. Συνολικά εισέπραξε το το εκπληκτικό ποσό των 286,1 εκατομμυρίων ευρώ.
Σήμερα η οικογένεια Παναγόπουλου, που αποτελείται από την γυναίκα του Περικλή, Κατερίνα, τον γιο του Αλέξανδρο.
Η απαγωγή που συγκλόνισε την Ελλάδα
Τον Ιανουάριο του 2009 ο Περικλής Παναγόπουλος είχε πέσει θύμα απαγωγής από σπείρα εγκληματιών με επικεφαλής τον Παναγιώτη Βλαστό και τον Γιάννη Σκαφτούρο. Ο ίδιος ο εφοπλιστής στο βιβλίο του «Περικλής Παναγόπουλος Βίος και Ναυτιλία» είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια στις στιγμές που είχε περάσει στα χέρια των απαγωγέων του.
«Εκείνο το πρωινό ξεκίνησα με το οδηγό μου για το γραφείο μου στη Βούλα όταν ξαφνικά ένα βανάκι μας έκλεισε το δρόμο. Κατέβηκαν τρεις γεροδεμένοι άνδρες, ντυμένοι στα μαύρα και κρατούσαν όπλα. Μας άρπαξαν και μας έβαλαν στο βαν. Μας πήγαν στον σκουπιδότοπο του Υμηττού και στη συνέχεια με έβαλαν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος», έγραφε στο βιβλίο του.
Στη συνέχεια τον αλυσόδεσαν με χειροπέδες και με μια χοντρή αλυσίδα σαν αυτές που χρησιμοποιούν για τις άγκυρες των κότερων.
Του φόρεσαν μαύρα ρούχα και τον έκλεισαν σε ένα μέρος με έναν μόνο καναπέ και μια τηλεόραση. Μόλις είχε ξεκινήσει ένα απίστευτο θρίλερ που έμεινε στην ιστορία των εγκλημάτων στη χώρα μας.
Οι απαγωγείς επικοινώνησαν με τη σύζυγο του εφοπλιστή και της ζήτησαν 30 εκατομμύρια ευρώ ως λύτρα. Οι επικοινωνίες που είχε η κυρία Παναγοπούλου με τους απαγωγείς του συζύγου της ήταν αρκετές μέχρι να αφεθεί ελεύθερος λίγο μετά τη 01:00 το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 2009.
Οι διαπραγματεύσεις τόσο για το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο 74χρονος άνδρας όσο και για τον τρόπο που θα γινόταν η παράδοση των λύτρων ήταν εξαντλητικές.
Στις 13 Ιανουαρίου και στις 17 Ιανουαρίου 2009 η Κατερίνα Παναγοπούλου ταξίδευσε μέχρι το Ξυλόκαστρο, συγκεκριμένα στο 125ο χιλιόμετρο της Εθνικής Αθηνών – Πατρών, όπου οι απαγωγείς είχαν αφήσει μία βιντεοκασέτα και μία κασέτα ήχου που περιείχαν υλικό σχετικά με την απαγωγή.
Στο μεταξύ, όπως περιέγραψε η ίδια στους αστυνομικούς, η αντίστροφη μέτρηση για την παράδοση των 30 εκατομμυρίων ευρώ και την απελευθέρωση του συζύγου της ξεκίνησε το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου.
Τότε μαζί με ένα ακόμα άτομο επιβιβάστηκε σε ένα Toyota Corolla και καθ’ υπόδειξη των απαγωγέων έφθασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα η παράδοση των λύτρων δεν έγινε ποτέ.
Πραγματοποιήθηκε 24 ώρες αργότερα και λίγο μετά ο Περικλής Παναγόπουλος εντοπίστηκε από αστυνομικούς στο Χαϊδάρι.
Οι απαγωγείς του Περικλή Παναγόπουλου συνελήφθησαν μετά από λίγο καιρό, ενώ στον Παναγιώτη Βλαστό επιβλήθηκε ισόβια ποινή κάθειρξης και 36 έτη. Ωστόσο ποτέ δεν βρέθηκαν τα λύτρα που κατέβαλε η οικογένεια Παναγόπουλου για την απελευθέρωση του εφοπλιστή.