Η φράση «προδοσία» περιέχει από μόνη της τόσο ρομαντισμό που για ένα χώρο όπως ο επαγγελματικός αθλητισμός καταντάει να είναι οξύμωρο σχήμα. Όλοι για κάποιο λόγο έφυγαν από τις ομάδες που υποτίθεται ότι «πρόδωσαν» – ακόμα και μια καλύτερη οικονομική προσφορά είθισται να απηχεί στην ψυχοσύνθεση του παίκτη με τη μορφή του «εκεί με θέλουν περισσότερο».
Έτσι κι αλλιώς όμως το συνθετικό «επαγγελματικός» θα έπρεπε να αρκεί για να… απενοχοποιήσει τον κάθε αθλητή / προπονητή που σταθμίζει επαγγελματικές συνθήκες και κρίνει ότι με την τάδε ή δείνα επιλογή ανοίγεται μια πιο ευνοϊκή προοπτική είτε για την καριέρα του, είτε για την εξασφάλιση των… δισέγγονων του.
Ο αντίλογος των… προδομένων είναι ότι εφόσον προορίζεται να συμβεί κάτι τέτοιο, καλό – ή μάλλον απαραίτητο – είναι να αποφεύγονται τα «μεγάλα» λόγια. Που η αλήθεια είναι ότι στην περίπτωση της πιο πολύκροτης μεταγραφής του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν αποφεύχθησαν.
Ο Μιχάλης Κωνσταντίνου αγαπήθηκε όσο πολύ λίγοι παίκτες από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο… μισήθηκε όσο πολύ λίγοι, όταν το καλοκαίρι του 2005 αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει backstage στον κόσμο και τη διοίκηση του συλλόγου: «Εγώ στον Ολυμπιακό ποτέ…»
Στις 27 Ιουνίου του 2001 πάνω από 15.000 οπαδοί του Παναθηναϊκού κατέκλυσαν τη Λεωφόρο για την πρώτη προπόνηση – παρουσίαση του Κωνσταντίνου λανσάροντας το «Μιχαλάκη είσαι τρέλα με την πράσινη φανέλα». Ο Ηρακλής είχε εισπράξει 1,2 δισ. δρχ. και είχε πάρει ως έμψυχα ανταλλάγματα τους Χαλκιά, Κουτσουρέ, Νασιόπουλο. Το συμβόλαιο του 23χρονου επιθετικού ήταν τετραετές, με ετήσιες απολαβές 700 εκατ. δρχ.
Μια σχέση λατρείας, που θα κατέληγε στις γνωστές ποδοσφαιρικές… κατάρες, είχε μόλις ξεκινήσει.
Τα πρώτα τρία χρόνια ο Κύπριος φορ ήταν το αδιαφιλονίκητο Νο. 1 στην επίθεση του Παναθηναϊκού, ο οποίος με συνδρομή του κατέκτησε το νταμπλ του 2004. Τον τέταρτο όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο Κωνσταντίνου έμοιαζε πιο βαρύς και κατά συνέπεια η εκτελεστική ικανότητα του είχε περιοριστεί. Ο υγιέστατος τότε Εμάνουελ Ολιζαντέμπε είχε πάρει τη θέση του στην ενδεκάδα και προς το τέλος του φθινοπώρου μπορούσε να διακρίνει κανείς τις πρώτες αναφορές για το «τανκ που έγινε παλτό» στον αντίπαλο οπαδικό Τύπο.
Το Νοέμβριο του 2004 ο Γιάννης Βαρδινογιάννης κάλεσε στο γραφείο του τον παίκτη, με τον οποίο είχε εξαιρετική σχέση. Η ελπίδα ότι θα του γίνει πρόταση για επέκταση της συνεργασίας τους διαψεύστηκε. Η αναφορά ήταν αόριστη και θα έμενε έτσι έως τέλους.
«Το καλοκαίρι τελειώνει το συμβόλαιο σου, αν θες να πας να αγωνιστείς στο εξωτερικό δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το μόνο που θέλω όμως είναι να μην πας στον Ολυμπιακό. Να ξέρεις ότι η πόρτα του Παναθηναϊκού είναι ανοιχτή για σένα».
Αυτή η ανοιχτή πόρτα ουσιαστικά δεν… άνοιξε ποτέ. Οι δύο πλευρές δεν τα είπαν ξανά, τουλάχιστον δεν γνωστοποιήθηκε κάτι τέτοιο από τη διοίκηση των «πρασίνων» ή τον μάνατζερ του παίκτη, Πασχάλη Παπαδόπουλο. Αρχές άνοιξης το γυαλί είχε ραγίσει. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής ο Κωνσταντίνου νόμιζε (εσφαλμένα) ότι τα δημοσιευμάτα που αφορούσαν την προσωπική ζωή του εκπορευόταν από το περιβάλλον του Τζίγγερ. Περιμένοντας (εις μάτην) τον Παναθηναϊκό, ο παίκτης διέρρεε στο δικό του περιβάλλον ότι είχε αποφασίσει να συνεχίσει την καριέρα του στο εξωτερικό. Και ναι, στις αγωνιώδεις ερωτήσεις των οπαδών του Παναθηναϊκού, απαντούσε «ποτέ στον Ολυμπιακό».
«Δεν το είχα ποτέ ποτέ δημόσια, αλλά σε φιλάθλους του Παναθηναϊκού όταν με ρωτούσαν μετά τους αγώνες και όταν ήταν εν εξελίξει το πρωτάθλημα. Τότε δεν είχα καμία προσφορά από τον Ολυμπιακό, ούτε καν επαφή. Δεν είχα καν στο μυαλό μου ότι υπάρχει πιθανότητα να πάω στον Ολυμπιακό. Έπαιζα 4 χρόνια στον Παναθηναϊκό. Όποιος και να με ρωτούσε τότε αν θα πάω, θα του έδινα την ίδια απάντηση. Και να υπήρχε όμως πρόταση από τον Ολυμπιακό, την ίδια απάντηση θα έδινα στον κόσμο του Παναθηναϊκού. Φαντάσου να παλεύεις έως την τελευταία αγωνιστική για το πρωτάθλημα και ο μεγάλος αντίπαλος σου να είναι ο Ολυμπιακός. Τι θα πεις εκείνη τη στιγμή όταν σε ρωτάει αυτό ο κόσμος;», έχει αναρωτηθεί με… αφοπλιστική ειλικρίνεια σε συνέντευξη του στο SDNA ο Μιχάλης Κωνσταντίνου.
Εν τέλει ο παίκτης που είχε αφίσα στο παιδικό δωμάτιο του τον Δημήτρη Σαραβάκο και χρησιμοποιούσε πολλάκις εκφράσεις της «θύρας 13» για να αναφερθεί στον Ολυμπιακό, αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Ομάδα που θα κάλυπτε και τις αγωνιστικές και τις οικονομικές απαιτήσεις του Κύπριου δεν είχε βρεθεί στο εξωτερικό και είχε φτάσει πια Ιούλιος. Το «ψηστήρι» στον Σωκράτη Κόκκαλη έκανε ο Γιώργος Λούβαρης και η στάση του προέδρου του Ολυμπιακού ήταν ό,τι ακριβώς έπρεπε για να νιώσει και πάλι ο παίκτης σημαντικός και επιθυμητός. Οι εξελίξεις «έτρεξαν» ραγδαία.
Ο Βαρδινογιάννης είχε μείνει με τη βεβαιότητα ότι ο Κωνσταντίνου θα έφυγε για το εξωτερικό και όταν πληροφορήθηκε για το δίαυλο Πασχάλη Παπαδόπουλου – Ολυμπιακού ήταν πια αργά. Ένιωσε σαν τον προδομένο σύζυγο που από πείσμα και ανωτερότητα δεν θα έκανε απολύτως τίποτα για να διεκδικήσει τα «κεκτημένα».
Καλύτερη προσφορά από το κλειστό τριετές αντί 2,1 εκατ. ευρώ που πρότειναν οι ερυθρόλευκοι δεν είχε φτάσει στον Παπαδόπουλο κι έτσι ο Κωνσταντίνου ακολούθησε τα χνάρια του Αντώνη Νικοπολίδη, που ένα χρόνο πριν είχε διχάσει ξανά τους «αιωνίους».
«Αν κάποιος οπαδός του Παναθηναϊκού με ρωτούσε γιατί πήγα στον Ολυμπιακό θα του έλεγα ότι “άρχιζε σε λίγο καιρό το πρωτάθλημα, αυτή την πρόταση είχα στα χέρια μου και αυτή δέχτηκα”», ανέδειξε χρόνια αργότερα τη μία από τις δύο όψεις του νομίσματος ο Κωνσταντίνου.
Η άλλη τέτοια είναι βέβαια αυτή που μαζί με τον «Μιχαλάκη» οφείλει να αναδείξει σε «προδότες» τον Μαϊκ Γαλάκο, τον Νίκο Σαργκάνη, τον Νίκο Βαμβακούλα, τον Στράτο Αποστολάκη, τον Γιώργο Δεληκάρη και πάει λέγοντας…