Ο άνθρωπος γεννιέται με την αναπόφευκτη μοίρα να «πουλήσει» κάποιες στιγμές στη ζωή του… παπατζιλίκι.
Λίγες, πολλές, ή κανονικός τρόπος ζωής είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και καταβολών. Είναι κάτι που το μαθαίνει από μπόμπιρας κιόλας, όταν προσπαθεί να πείσει τους γονείς ή τους δασκάλους του ότι δεν έκανε αυτό για το οποίο κρίθηκε άξιος τιμωρίας. Μεγαλώνοντας υποπίπτει στον πειρασμό για να εντυπωσιάσει το αντίθετο φύλο και αργότερα, αν το έχει αναγάγει σε «επιστήμη», για να διακριθεί στον επαγγελματικό στίβο. Υπάρχουν οι «επαγγελματίες» παπατζήδες, που καταφέρνουν να πείσουν τον περίγυρο ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από την πραγματική τους και πορεύονται έτσι, με τον παρασιτισμό αυτοσκοπό τους. Υπάρχουν και αυτοί που πουλάνε ερασιτεχνικά «παπάτζα» χωρίς να ρισκάρουν πολλά, αφού ακόμα και αν εντοπιστούν θα λάβουν στο τέλος της μέρας συγχωροχάρτι.
Τίποτα όμως απ’ όλα τα παραπάνω δεν θα είχε διατυπωθεί έτσι ακριβώς όπως διατυπώθηκε, αν δεν είχαν διακριθεί στη λαϊκή μας κουλτούρα οι πραγματικοί επαγγελματίες του είδους. Η συνεισφορά τους στην ανθολογία της ελληνικής αργκό είναι πολύτιμη.
Μπορεί να «μάδησαν» σε βάθος πολλών δεκαετιών κόσμο και κοσμάκη, αλλά χάρισαν μια φράση – σύμβολο, που συνοψίζει αυτό που θα χρειαζόμασταν ολόκληρο κατεβατό για να περιγράψουμε!
Πέραν της κεντρικής ιδέας (παπατζής), απλοποίησαν τη σκέψη ποικιλοτρόπως, με παράγωγα της. Και όχι μόνο με αρνητικής σημασίας έννοιες. Διότι η λαϊκή παράδοση «αισθάνθηκε» ότι τους όφειλε έστω μια μικρή… ανταμοιβή, αποδίδοντας φόρο τιμής στην αδιαμφισβήτητη επιδεξιότητά τους.
Και κάπως έτσι, στο περιθώριο αυτού που πουλάει παπά, προέκυψε και αυτός που κάνει παπάδες!
Ίσως, η επίδραση αυτή στην ελληνική αργκό να αντικατοπτρίζεται στο χρόνο δράσης τους. Το «μάδησαν» είναι μάλλον ανακριβές. Διότι ναι, εν έτει 2018, υπάρχον κάποιοι που εξακολουθούν να «μαδούν». Ή μάλλον προσπαθούν να μαδήσουν διότι οι εποχές που «τσίμπαγαν» εν αφθονία οι (αδαείς) περαστικοί έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Σήμερα, για να σταθεί κάποιος και να δοκιμάσει την… τύχη του στο αναποδογυρισμένο χαρτόκουτο με τα τρία τραπουλόχαρτα, θα πρέπει είτε να έχει πλήρη άγνοια για τη ρίζα των προαναφερόμενων εμβληματικών φράσεων, είτε να έχει έρθει από τον… Άρη. Μόνο ένας πληροί και τις δύο προϋποθέσεις: ο τουρίστας.
Υπάρχει ένας βασικός λόγος που οι παπατζήδες «εξυμνήθηκαν» για τη λαμογιά τους και την… τεχνική κατάρτιση τους. Για να φύγει κανείς από την αναμέτρηση μαζί τους κερδισμένος, έπρεπε να ευθυγραμμιστούν εκείνη ακριβώς τη στιγμή όλοι οι πλανήτες από πάνω του. Συνελόντι ειπείν, οι πιθανότητες να κερδίσει διαδοχικά ο παίκτης την «μπάνκα», παίζοντας με μόλις 33% πιθανότητες υπέρ του, είναι απειροελάχιστες.
Τα φύλλα είναι τρία και όπως μπερδεύονται από το περίτεχνο χέρι του επιτήδειου είναι αδύνατο να διακριθεί που έχει «καθίσει» ο παπάς (Ρήγας, Ντάμα ή Βαλές). Στο «μία κι έξω» έχεις πιθανότητες. Αλλά όταν κάποιος γλυκαίνεται, νομίζοντας ότι έκανε την τύχη του, το «μία κι έξω» δεν είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Η ιστορία των παπατζήδων στην ελληνική επικράτεια δεν είναι και τόσο «αθώα». Κάποτε, σε πείσμα της αστυνομίας (που κανονικά θα έπρεπε να τους συλλαμβάνει), υπήρχαν τόσο πολλοί, που οι αντεγκλήσεις για τα καλά «πόστα» κατέληγαν σε «όρκους μίσους». Έχουν αναφερθεί μάλιστα και δύο περιπτώσεις αιματοχυσίας!
Το 1933, ο αρχηγός μιας «συμμορίας» του είδους, έπεφτε νεκρός από μαχαίρι που του έμπηξε στην καρδιά, αρχηγός αντίπαλης ομάδας απατεώνων. Το 1976 ο γνωστός ποινικός κακοποιός με το ψευδώνυμο «Σαλονικιός», μαχαίρωσε και σκότωσε στο κέντρο της πόλης άλλον παπατζή που του είχε πάρει τη θέση.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 1000 παπατζήδες, έστηναν τα υπαίθρια «μαγαζάκια» τους σε μερικά από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας. Στατιστικά, από εκεί θα περνούσαν και περισσότερα «κορόιδα».
Οι καλύτερες μέρες για δουλειά ήταν εκτός τις γιορτές, οι Παρασκευές που συνήθως πληρώνονταν πολλοί και η πρώτη του μηνός. Τότε η Αθήνα γέμιζε με αρτίστες του είδους. Προνομιακό σημείο ήταν για χρόνια, η οδός Κωνσταντίνου, κοντά στην πλατεία Καραΐσκάκη. Προσπαθούσαν να «ξαφρίσουν» ανύποπτους επαρχιώτες που έφταναν στο σταθμό Λαρίσης με το τρένο, έχοντας μαζί τους κομπόδεμα.
Γνωστά σημεία ήταν επίσης η πλατεία Κουμουνδούρου, η Αθηνάς, η πλατεία Κάνιγγος, η Ομόνοια, η Μενάνδρου, η Πειραιώς, η Κλεισθένους, η Ζήνωνος και η περιοχή του δημαρχείου με τα γύρω στενά της. Οι παπατζήδες κατά κανόνα είχαν χωρίσει μεταξύ τους τις περιοχές δράσης τους, ώστε να μην μπλέκεται ο ένας στις δουλειές του άλλου. Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις (καυγάδες) που τον επιβεβαίωναν.
Το κόλπο στήνονταν κάπως έτσι. Ο απατεωνίσκος δεν ήταν μόνος, αλλά είχε μαζί του μια ολόκληρη ομάδα υποστήριξης, τους λεγόμενους αβανταδόρους και τσιλιαδόρους. Οι πρώτοι ήταν υπεύθυνοι για την προσέλκυση «θυμάτων», οι δεύτεροι για να ρίξουν «σύρμα» όταν προέβαλε στον ορίζοντα κάποιος ένστολος.
Μόλις στηνόταν η χαρτόκουτα, οι κράχτες έπιαναν πόστα περιμετρικά της. «Αδερφέ, εδώ δίπλα γίνεται παιχνίδι, ρίχνουν τον παπά», ήταν μία από τις πιο πολυφορεμένες φράσεις για να γίνει το ψηστήρι στους περαστικούς. «Όποιος το είδε, ποντάρει και τα παίρνει. Πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε», διαλαλούσε ο «γκρουπιέρης» του πεζοδρομίου.
Το «ποίημα» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, καθώς ο παπατζής ανακατεύει και απλώνει αριστοτεχνικά τα φύλλα του. Οι αβανταδόροι κάνουν τα πρώτα εικονικά «χτυπήματα» και σχεδόν πάντα κερδίζουν, προκειμένου να δελεαστεί το κορόιδο, που ακόμα δεν έχει αποφασίσει να ρισκάρει. Τα τρικ δεν εξαντλούνται εκεί. Για να τον «βοηθήσουν» οι αβανταδόροι να ποντάρει, προδίδουν τάχα τη θέση του παπά στην τριάδα. «Ε, ρε να μην έχω ένα πενηντάρικο να του τα πάρω».
Ο παπατζής προσποιείται ότι τον πήραν χαμπάρι. «Φίλε, αν θες παίξε, μην λες όμως που είναι τα χαρτιά». Μετά από δύο-τρεις παρτίδες ο περαστικός έχει «τσιμπήσει». Αφού το διακρίνουν και οι υπόλοιποι, δεν έχει πια καμιά αμφιβολία για το που βρίσκεται ο παπάς. Αλλά ακόμα και αν κατά τύχη επιλέξει σωστά, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα εισπράξει.
Οι αβανταδόροι είναι πολλοί και κάποιος (αθόρυβος έως τότε) μπορεί να πεταχτεί από το πουθενά, κάνοντας μεγαλύτερο «χτύπημα» σε «λάθος» φύλλο. «Παιδιά, το μεγαλύτερο ποντάρισμα μετράει», λέει ο παπατζής και το χρήμα απλώς πηγαινόερχεται, μεταξύ κατεργαρέων, στα κρυφά.
Οι καιροί έχουν αλλάξει, ακόμα και αν ένας νέος δεν γνωρίζει τις τεχνικές «αφαίμαξης» ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει «παπατζιλίκι» και το ένστικτο… επιβίωσης τον κρατάει μακριά. Ο αριθμός των επιτήδειων έχει ασφαλώς μειωθεί στο ελάχιστο, όχι όμως και εκλείψει.
Αν είστε… τυχεροί, μπορεί να πετύχετε έναν «θρύλο» της μικροαπάτης σε κάποιο τουριστικό σημείο της Αθήνας, καθώς η στόχευση αφορά σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα πια τουρίστες.
Φυσικά το είδος μόνο… κρίση δεν περνάει. Από το πεζοδρόμιο έχει μεταφερθεί κατά συρροή σε χλιδάτα γραφεία, αυλές παρασιτούντων του κρατικού μηχανισμού, κορνιζαρισμένα χαμόγελα καρεκλοκένταυρων και βουλετικά έδρανα.
Είναι όλοι αυτοί που συνταίριαξαν, με θαυμαστή ικανότητα, τις δύο ερμηνείες: πουλάνε παπατζιλίκι, κάνοντας… παπάδες.
Και που αν είχαμε βέβαια να διαλέξουμε μεταξύ των δύο, θα επιλέγαμε αβλεπεί τους γνήσιους απατεώνες της πιάτσας.
Πηγή: menshouse.gr