Εκλογές στις ΗΠΑ: Γιατί οι Αμερικανοί προτιμούν τον Τραμπ στην οικονομία

Κοινοποίηση:

Νέα δημοσκόπηση του Reuters δείχνει ότι οι ψηφοφόροι προτιμούν την προσέγγιση του Τραμπ στο θέμα της οικονομίας (46%), έναντι της Χάρις (38%). Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στις ΗΠΑ είναι η ακρίβεια. Ο λόγος είναι ότι οι τιμές των τροφίμων, των ενοικίων, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι υψηλότερες από το 2019.

Πολλοί Αμερικανοί ζουν σε μόνιμη κατάσταση σοκ λόγω των τιμών. Αυτό ενδέχεται να εξηγεί για ποιο λόγο οι ψηφοφόροι στις επτά αμφίρροπες πολιτείες που θα κρίνουν τον νικητή των προεδρικών εκλογών έχουν αρνητική άποψη για την οικονομία, με το 61% να δηλώνει ότι βρίσκεται σε λάθος δρόμο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters/ Ipsos που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο.

Εξάλλου το 68% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το κόστος ζωής βρίσκεται σε λάθος δρόμο.

Τι δείχνει η δημοσκόπηση

Η υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις και ο Τραμπ έχουν προτείνει διαφορετικές λύσεις για το πρόβλημα. Η Χάρις έχει υποσχεθεί φοροελαφρύνσεις για κάθε νέα γέννηση, ευνοϊκά δάνεια για την απόκτηση κατοικίας και οικονομική στήριξη για τη ίδρυση επιχείρησης.

Ο Ρεπουμπλικάνος δισεκατομμυριούχος δεσμεύθηκε να επιβάλει δασμούς «άνω του 10%» σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, κάτι που θα του επιτρέψει να χρηματοδοτήσει μεγάλη μείωση φόρων. Ωστόσο οι ψηφοφόροι επιμένουν να προτιμούν την προσέγγιση του Τραμπ στο θέμα της οικονομίας (46%), έναντι της Χάρις (38%), όπως έδειξε η δημοσκόπηση του Reuters.

Τι λένε οι πολίτες για την ακρίβεια

Η Τίσα Μπλάκγουελ, 24 ετών, ψήφισε τον Τζο Μπάιντεν το 2020, αλλά τώρα λέει ότι θα ψηφίσει τον Ρεπουμπλικάνο πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και βασικός λόγος για την αλλαγή αυτή είναι οι υψηλές τιμές των τροφίμων και της στέγασης.

Η Μπλάκγουελ, που ζει στο Ντιτρόιτ στην αμφίρροπη πολιτεία Μίσιγκαν, εξήγησε ότι τώρα έχει καλύτερη δουλειά, αλλά το ενοίκιό της έχει διπλασιαστεί από τότε που αναγκάστηκε να μετακομίσει και τα έξοδά της για τρόφιμα και λογαριασμούς έχουν εκτοξευθεί.

«Είμαι σε χειρότερη κατάσταση σε σχέση με τέσσερα χρόνια νωρίτερα», είπε στο περιθώριο προεκλογικής συγκέντρωσης του υποψήφιου αντιπροέδρου των Ρεπουμπλικάνων, του Τζ. Ντ. Βανς, στο Ντιτρόιτ νωρίτερα αυτόν τον μήνα. «Σε σχέση με τότε τα πράγματα είναι πάρα πολύ ακριβότερα εδώ. Πλήρωνα 575 δολάρια ενοίκιο και τώρα 1.100 (…) τα πάντα είναι πιο ακριβά», πρόσθεσε.

Διχασμένοι ψηφοφόροι

Η Αμίσια Κρος, μια σύμβουλος στρατηγικής των Δημοκρατικών, εκτίμησε ότι η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να λάβει τα εύσημα επειδή δημιούργησε εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στο Μίσιγκαν και σε όλη τη χώρα, όμως πρόσθεσε ότι το υψηλό κόστος ζωής εξακολουθεί να επηρεάζει πολύ τους ψηφοφόρους.

«Οι άνθρωποι έχουν διάφορα αισθήματα σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση, η οποία δεν αντικατοπτρίζεται στους αριθμούς των θέσεων εργασίας», σημείωσε η Κρος. Οι Αμερικάνοι «δεν κοιτούν τον δείκτη Dow Jones. Οι άνθρωποι βλέπουν αν έχουν χρήματα για να κάνουν τα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν πριν από λίγα χρόνια και οι περισσότεροι θα σου πουν ότι δεν έχουν», εκτίμησε η ίδια.

«Η πολιτική είναι προσωπική. Το πρίσμα (των ψηφοφόρων) καθορίζεται από τα όσα ζουν σε καθημερινή βάση», κατέληξε.

Ο Ντέβιντ Τζόουνς, ένας 20χρονος φοιτητής που ζει στο Φλιντ, δήλωσε ότι οι γονείς του – και οι δύο βετεράνοι του στρατού—αναγκάστηκαν να μετακομίσουν και να αγοράσουν ένα λιγότερο ακριβό σπίτι στο Γκόσεν της Ιντιάνα, μετά την άνοδο του πληθωρισμού. Επίσης ανέβαλαν ένα ταξίδι στη Γερμανία, όπου γεννήθηκε ο Τζόουνς, το οποίο είχαν προγραμματίσει για τα 18α γενέθλιά του.

Δεν είναι όλοι απογοητευμένοι

Ο Στου Μπίλεϊ, ένας 43χρονος εργαζόμενος στην αυτοκινητοβιομηχανία μέλος του συνδικάτου United Auto Workers ο οποίος ζει επίσης στο Φλιντ, δήλωσε ότι πλέον χάρη στο συνδικάτο κερδίζει 40 δολάρια την ώρα. Πρόκειται για μεγάλη αύξηση σε σχέση με τα 16 δολάρια που ήταν το ωρομίσθιό του πριν από λίγα χρόνια.

Ο Μπίλεϊ δήλωσε ότι ψήφισε τον Μπάιντεν το 2020 και στις φετινές εκλογές θα ψηφίσει την Χάρις, αλλά σχολίασε ότι υπάρχει πολύ λιγότερος ενθουσιασμός για την τωρινή υποψήφια των Δημοκρατικών σε σχέση με τον ενθουσιασμό που επικρατούσε για τον Μπάιντεν ή τον Μπαράκ Ομπάμα.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: