«Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε, κι΄ όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει. Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι». – Άγγελος Σικελιανός
Λασπολογία και συκοφαντίες (Νοέμβρης 1944)
Πρωτομηνιά… 1 Δεκεμβρίου 1944. Η Ελένη και η Αιμιλία (Καραβία) στέκονται μπροστά στην μπαλκονόπορτα που άνοιγε στην μεγάλη βεράντα στο διαμέρισμα της Ελένης στην οδό Ιακωβίδου, απ’ όπου φαινόταν ο κάμπος ώς την Πάρνηθα και το Αιγάλεω. Με τα αιώνια μελαγχολικά της μάτια, η Ελένη κοίταζε σιωπηλή πρός τα βουνά. Η Αιμιλία, παρακολουθώντας το βλέμμα της, είπε: -Σήμερα πρωτομηνιά, σαν τα ψηλά βουνά να’ ναι η τύχη σου και η ζωή σου… -Η ζωή μου; ρώτησε εκείνη και σκύβοντας στην παλάμη του αριστερού χεριού της ακολούθησε με τον δείκτη του δεξιού, την γραμμή της ζωής της. Κοίταξε τι μικρή είναι η ζωή μου! Με όλες τις ευχές που με βάζετε να κάμω κάθε πρωτομηνιά στα ψηλά βουνά και στο καινούριο φεγγάρι, η ζωή για μένα είναι
21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με την συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι ότι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της, φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό. Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην οικογένεια Παπαδάκη ότι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν ενδιαφέρονταν ν’αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη. Η Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά: -Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο). Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί. Γενικά όλη η γειτονιά παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η κα Παπαληγούρα ότι φεύγοντας η Ελένη της είπε ότι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ, συμπληρώνοντας ότι είχε το προαίσθημα πως θα την συλλάβουν. Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ’ το δωμάτιο της, χάιδεψε τα βιβλία της στην βιβλιοθήκη: -Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην πάθουν τίποτα τα βιβλία μου…
-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.
-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;
-Δεν ξέρω που είναι, μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.
-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.
-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν ξεύρω, σας είπα. Βγήκε απ’ το σπίτι. Τι συμβαίνει; Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε τον Μιχαλακόπουλο.
-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!
-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια. Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο, κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους ”πολιτοφύλακες”’ ότι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος του ΕΑΜ, και ήλπισε ότι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία, κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε στην οικία Μυράτ. Οι άντρες, που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους, μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή.
Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη, υποδεικνύοντας της να πηδήσει απ’ το παράθυρο και να βγεί στον κήπο. Η Παπαδάκη, διατηρώντας την γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση: -Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δώ τι με θέλουν… Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με την σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του.
-Εδώ είμαι,κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη…
-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση…
Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που είχε σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη, παίρνει το λόγο:
-Μήν κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν, όλοι… Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ώς συλληφθέντες την Ελένη, τον Σάμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει απ’ το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι αυτή θα
-Καλό είναι να μην πάς και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θές, τι τα γυρεύεις!..
-Απορώ πώς μπορείς να διανοηθείς ότι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη! απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη.
Φτάνοντας στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα συνοδευόμενες απ’ τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν, και φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο. Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος, προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για την συμπεριφορά του στο ζώο… Μόλις περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη… Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σάμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά κρατούμενος, την προειδοποιεί να μην γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των καταζητούμενων της πολιτοφυλακής. Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι άνω κάτω, αναζητώντας… όπλα, γιατί οι ”πληροφορίες” τους, θέλουν την οικία μιας ηθοποιού …άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος! Δεν βρίσκουν τίποτα από οπλισμό, και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο στην ”ερωμένη” του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά… Φιάσκο η υπόθεση… Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά:
-Μα… οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν!
Η Αιμιλία σχολιάζει, οτι όντως υπήρξαν ορισμένοι που την συκοφαντούσαν από τους συναδέλφους της.
-Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξί, ο Μπιλιράκης. Ο Σάμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να συμπληρώνει:
-Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνίας σύστησε στις φυλακισμένες την καινούρια κρατούμενη:
-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη. Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελιού, διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πρίν τη δολοφονία της. Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρρυνση από τις κυρίες που φιλοξενούσε το κελί. Έτσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι ίδιες από τα λόγια και την μαγική ομιλία της Παπαδάκη. Η Ελένη ήταν πεπεισμένη ότι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης, όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της πρόσωπο με πρόσωπο. Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια… και για την Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος μεγάλος ρόλος της… Ωστόσο κάθε τόσο, εξέφραζε την αγωνία της,
-Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!
Στο αχνό φώς μιας λάμπας, ο ”Μαρά” έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, ότι η Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών. Έπειτα από πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη για επισκεπτήριο. Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ σύντομη. Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε αφήσει στο κρεβάτι της, πρίν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο… Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος. Η Ελένη είχε φροντίσει να μπεί το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ’ την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν έμαθε ότι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και την χαιρέτησε. Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που έφευγε με αυτά τα λόγια:
-Καλά που σε είδα… Είχα αγωνία να βρώ τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια. Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελλί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε νόημα με τα μάτια σ’ έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους. Τελικά την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό- μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη… Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν …καρβουνιάρης στο επάγγελμα, την οδήγησαν στο χώλ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της Αριστεράς!) Η κα Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ’ την κλειστή πόρτα:
-Πού είναι η κυρία Ράλλη;
-Πότε έκανες τους γάμους σου;
Η Ελένη έπρεπε κάτι ν’ απαντήσει σ’ αυτά τα παράλογα…
-Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη.
-Άσ’ τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο!
– Άν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα! Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει ότι δεν παίρνει από ψευτιές την πλησίασε και την χαστούκισε.
-Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέμματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα ότι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις αποδείξεις…
-Δε τ’ αφήνεις αυτά; Δεν μας λές καμμιά αλήθεια καλύτερα;
-Φέρτε φώς να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε οτι λέω την αλήθεια, φέρτε φώς και θα καταλάβετε από μόνοι σας.
– Είναι περιττό το φώς! Υπάρχουν αποδείξεις οτι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα πήγαινε! Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρ’ όλο που την είδαν να κλαίει σιγανά ώς την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το ηθικό της. Θα’ ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ’ ένα καντήλι.
-Εμπρός σηκωθείτε!
-Τι με θέλετε; Πού θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου.
Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της ο Τάκης είπε:
-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της, Μαρίκα, με την κατηγορία ότι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν […] Η Νιόβη γνώριζε καλά ότι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας ότι έρχεται η ώρα του θανάτου της, και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και την δική της μοίρα, την εμψύχωσε: -Μη φοβάσαι, Νιόβη. Ο θάνατος απ’ τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί… Η κα Χριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις παρέδωσε στους ελασίτες. Πρίν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για την μεταφορά της στο στρατόπεδο. Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί;… Στο γκαράζ της
-Πώς είπε αυτή ότι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο ελλήνων ηθοποιών;”
Κι έδωσε την διαταγή του θανάτου.
Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό: Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Όρμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με την βία. Όμως, ποιός ξέρει τι συντελέστηκε εκείνη τη στιγμή μέσα στην ψυχή του δήμιου; Ενοχές; Αναλαμπή ανθρωπιάς; Οίκτος για την άδικη καταδίκη της; Τον συγκίνησε η γυναικεία αδυναμία, η ομορφιά, ή οι θρήνοι της; Όπως και να’ χει, ο δολοφόνος της προτίμησε να της φυτέψει δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ίσως ήταν τυχερή μές στην ατυχία της. Δεν βασανίστηκε περισσότερο. Ο επίλογος του δράματος Για δύο μήνες η Ελένη έμενε αγνοούμενη. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε και η απελπισία συγγενών και φίλων άγγιζε το ζενίθ. Ο αδελφός κι η κουνιάδα της, έβαλαν λυτούς και δεμένους για να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής. Η Αιμιλία Καραβία ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον ελβετό Λαμπέρ, του Ερυθρού Σταυρού, μήπως εκείνος λύσει την υπόθεση. Η Μαρίκα αγωνιούσε κι εκείνη και προσέφερε όποια βοήθεια μπορούσε… Έψαχναν στις εφημερίδες για το όνομά της ανάμεσα στους ομήρους, στις λίστες φυλακών και νοσοκομείων… Αλλά μάταια. Τα κακά προαισθήματα με τον καιρό πλήθαιναν, ώσπου να επιβεβαιωθούν. Η Μαρία Αλκαίου, κόρη της ηθοποιού Σαπφώς Αλκαίου θυμάται την αγωνία για την τύχη της Ελένης Παπαδάκη που είχε εξαπλωθεί και στον καλλιτεχνικό χώρο πιά. Διηγείται:
”Θυμάμαι η μάνα μου, όταν ο Ρίτσος μπήκε στο σπίτι μας, αντί για καλημέρα του είπε:
-Πού είναι η Παπαδάκη; Πού είναι η Παπαδάκη, Ρίτσο;
Κατέβαζε το κεφάλι εκείνος. Δεν είχε ιδέα. Δεν ήξερε τίποτα.
-Πού είναι η Ελένη; Πού είναι η Ελένη! Πού είναι, Ρίτσο; επέμενε η μητέρα μου, αντί για καλημέρα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ…” Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες από τότε που έγινε η απαγωγή της Ελένης από το σπίτι των Μυράτ την 21η Δεκεμβρίου 1944 , όταν στις 26 Ιανουαρίου του Ιανουαρίου 1945 ο προιστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, κάτι τον ενδιέφερε. Ο Σαμ οδηγούμενος από τον Γελαδάκη, πιστοποίησε αυτή του τη ανακάλυψη: Σωστό ράκος αναγνώρισε την Ελένη Παπαδάκη που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρεις- τέσσερις άλλους.
Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η Ελένη. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, με τις ζαρτιέρες ζωσμένη στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της… Η βοηθός του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν… “Έχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω ξαναδή…”.
Ορίστε η Ελένη Παπαδάκη αφού “απελευθερώθηκε” από τους κομμουνιστές. Το “αντιστασιακό” έργο της ΟΠΛΑ (ΚΚΕ) προκαλεί φρίκη.
”Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο. Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ’ υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να σε φθάσουν.”
Και ο Αχιλλέας Μαμάκης: ”Είσαι ειδικότερα θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου. Και έφθασε ώς τη δολοφονία για να γλιτώσει από την συντριπτική σου υπεροχή. Τους έσβηνες απ’ την σκηνή με την εμφάνισή σου, και σε σβήσανε απ’ την ζωή για να μην σ’ έχει το κοινό που σε λάτρευε, μέτρο σύγκρισης και υπεροχής. Επωφελήθηκαν αυτή την τραγική αναστάτωση άνθρωποι που θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες, για να ικανοποιήσουν μονάχα προσωπικά ελατήρια.” Οι φοβεροί σφαγείς των Διυλιστηρίων της Ούλεν, οι φυσικοί αυτουργοί συνελήφθησαν δύο μήνες αργότερα τελείως συμπτωματικά. Μέσα σ’ ένα τράμ ένας επιβάτης αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ένας τροχιοδρομικός υπάλληλος ανήκε σ’ ένα εκτελεσθέντα συγγενή του. Έτσι σιγά-σιγά συνελήφθη όλο το συνεργείο των δημίων. Η αναπαράσταση των εγκλημάτων έγινε στα τέλη Μαρτίου 1945 στον τόπο των εκτελέσεων και έφερε στο φώς τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Ο καπετάν Ορέστης δικάστηκε και εκτελέστηκε, κυρίως γιατί κράτησε τα λάφυρα απ’ τους δολοφονημένους για τον εαυτό του, και μοίραζε τα κοσμήματα στις ερωμένες του, αντί να τα χαρίζει στο ταμείο του Κόμματος! Ο δήμιος της Ελένης, Βλάσσης Μακαρώνας, στην δίκη του έδωσε ρεσιτάλ κτηνώδους ψυχισμού, δηλώνοντας ότι μετάνιωσε, όχι τόσο για την εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, αλλά πρωτίστως γιατί την γούνα της ηθοποιού την πήρε ώς λεία ο Ορέστης κι όχι ο ίδιος! «…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (…). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσε μας…». Αλέξης Σολομός, 28.11.1945
ΚΑΙ Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΣΕ.
ΣΚΕΠΑΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΤΑ ΦΕΡΕΤΡΑ ΟΣΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΗΣΑΝ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ.
Ξεχωρίστε ένα όνομα. Ζαχαριαδης.
…..ΚΚΕ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ : ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ,ΠΡΟΔΟΤΕΣ,ΣΙΧΑΜΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΗ …ΕΚΤΡΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΙΣΟΥΣΑΝΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ….(ΚΟΨΤΕ ΦΑΤΣΕΣ ΣΤΗΝ ΦΩΤΟ)…. ΘΕΛΑΝΕ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗ…..ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥΣ ΕΔΩΣΕ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΘΕΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥΣ….ΒΕΒΑΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΣΗΜΟΦΟΡΙΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ….ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΞΑΝΑΛΕΜΕ….