Από την Πρώτη Σερρών στη δημοσιογραφία, «σκιά» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από τις εκπομπές στην τηλεόραση στις πρώτες στήλες παραπολιτικών της «Βραδυνής» και μετά διευθυντής και εκδότης – Πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του πριν καταλήξει στις φυλακές για χρέη 22.500 ευρώ στο Δημόσιο
Αποφυλακίστηκε ο πρώην εκδότης Δημήτρης Ρίζος μετά από φυλάκιση μερικών ημερών στο σωφρονιστικό κατάστημα της Κώ. Ο 82χρονος που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας συνελήφθη στις 14 Ιουνίου στο Α.Τ Ελληνικού όπου είχε πάει να δώσει το “παρών” για κάποιες παλιές του υποθέσεις. Οι αστυνομικοί αφού τον ενημέρωσαν ότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης για καταδικαστικές αποφάσεις με συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών και 6 μηνών και χρηματική ποινή 22.500 ευρώ για παραβάσεις σχετικές με τη Νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης, μη καταβολή δεδουλευμένων, τον οδήγησαν στη συνέχεια στον Εισαγγελέα εκτελέσεως ποινών όπου διέταξε τη φυλάκιση του στην Κω. Ο 82χρονος οδηγήθηκε την περασμένη Τρίτη και μετά από παραμονή μερικών ημερών στο σωφρονιστικό κατάστημα της Κω τελικά αποφυλακίστηκε.
Ο πρώην εκδότης της εφημερίδας «Αδέσμευτος Τύπος» είχε δηλώσει πτώχευση πριν από πέντε χρόνια και είχε αναστείλει την έκδοση του φύλλου. Στη συνέχεια δούλεψε για ένα διάστημα στον «Ελεύθερο Τύπο». Κατόπιν, αποσύρθηκε.
Δημήτρης Ρίζος: Από ελεύθερος και αδέσμευτος Τύπος, στις φυλακές της Κω
Το λιπόσαρκο παιδάκι που βάδιζε γρήγορα, θαρρείς τρέχοντας για να φτάσει σπίτι του, δεν νοιαζόταν για το κρύο που είχε, εκείνο το απόγευμα στην πόλη της Δράμας. Σε ηλικία 14 ετών ο Δημήτρης Ρίζος είχε υπογράψει το πρώτο του ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος της Δράμας», όντας μαθητής Γυμνασίου ακόμη. Ηθελε να το πει στον πατέρα του Χρήστο, αυτόν που τον αγκάλιαζε όταν ήταν πολύ μικρός στο πατρικό τους σπίτι, στην Πρώτη Σερρών, τα κρύα βράδια του χειμώνα. Τότε που το χιόνι σκέπαζε το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ο Δημήτρης Ρίζος, το μακρινό 1936, λίγο προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που έφτασε τέσσερα χρόνια μετά στην Ελλάδα.
Η μετακόμιση της οικογένειας στη Δράμα έδωσε την ευκαιρία στον μικρό να δείξει από πολύ νωρίς την κλίση του στη δημοσιογραφία, το λειτούργημα στο οποίο έμελλε να μεγαλουργήσει αργότερα. Πιθανότατα να μη φανταζόταν ούτε ο ίδιος ότι κάποιες δεκαετίες μετά από εκείνο το κρύο απόγευμα θα έγραφε μια ξεχωριστή ιστορία με τις παραπολιτικές του στήλες στον ελληνικό Τύπο, τις διευθυντικές θέσεις σε κορυφαίες εφημερίδες, αλλά και τις εκδοτικές του προσπάθειες. Μια ιστορία που έκλεισε απότομα με το κλείσιμο του «Αδέσμευτου Τύπου» τον Δεκέμβριο του 2012 και τη σύντομη επιστροφή του ως δημοσιογράφου στον «Ελεύθερο Τύπο» όπου είχε μεγαλουργήσει για μια δεκαπενταετία. Εκτοτε άφησε πίσω του χρέη τα οποία τον κυνηγούν ακόμη και σήμερα, όπως αποδείχθηκε από την προφυλάκισή του στις Φυλακές της Κω την περασμένη Τετάρτη το πρωί. Το χαρτί της αποφυλάκισής του εστάλη τελικά από την Εισαγγελία Αθηνών στις φυλακές της Κω την Παρασκευή, όμως η γραμματεία ήταν κλειστή, ενώ απουσίαζε και ο διευθυντής, οπότε ο πρώην εκδότης θα αποφυλακιστεί αύριο.
Ο Καραμανλής τού άνοιξε τον δρόμο
Αν ο Δημήτρης Ρίζος είχε ταλέντο και πάθος για τη δημοσιογραφία, ο αριστερών φρονημάτων πατέρας του είχε κάτι άλλο, που αποδείχθηκε πολύ σημαντικό. Μια πολύ ξεχωριστή γνωριμία και στενότατη φιλία με έναν συγχωριανό του, τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον εκτιμούσε απεριόριστα και τον είχε στενό συνεργάτη του. Αυτή η γνωριμία έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για τον νεαρό τότε Ρίζο, που εκτός από το ταλέντο του στο γράψιμο ήταν και ένας εξαιρετικός αθλητής μεγάλων αποστάσεων.
«Είχα εκπληκτικές επιδόσεις στα 5.000 μέτρα και αυτό με ώθησε να δώσω εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία», έλεγε πριν από λίγα χρόνια σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. Μόνο που η αγάπη του για τον στίβο -το κοντό και αδύνατο κορμί του τον βοηθούσε πολύ- δεν ήταν παντοτινή, αφού η εισαγωγή του στο Πάντειο έδωσε τέλος στο τρέξιμο. Οταν κατέβηκε στην Αθήνα το 1953, ο πατέρας του είχε φροντίσει να πάρει τηλέφωνο τον Καραμανλή λέγοντάς του μόνο τέσσερις λέξεις: «Σου στέλνω τον μικρό».
Ο Σερραίος πολιτικός είναι υπουργός Δημοσίων Εργων και ο νεαρός Δημήτρης γίνεται αρχικά το παιδί για όλες τις δουλειές στο ιδιαίτερο γραφείο του. Είναι έξυπνος και γρήγορος, γεγονός που εκτιμάται σύντομα, και μετά από έξι μήνες αναλαμβάνει να χειρίζεται τα ρουσφέτια που ζητούσαν φίλοι και ψηφοφόροι του Καραμανλή. Οταν ο τελευταίος θα γίνει πρωθυπουργός, ο νεαρός φοιτητής θα εξακολουθήσει να δουλεύει στο ιδιαίτερο γραφείο του, υπό την εποπτεία του Αχιλλέα Καραμανλή. Δεν θα χάσει την επαφή μαζί του ούτε κατά τη διάρκεια της Χούντας, όπου, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τη γυναίκα του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, Δέσποινα. Τότε είναι που θα κάνει και τηλεόραση -το 1968- αρχικά με τη χιουμοριστική εκπομπή «Τα παραλειπόμενα» και μετά με την εκπομπή «Οι Ρίζοι», όπου εκτός από αυτόν και τον αδελφό του συμμετέχει λόγω επιθέτου και ο ηθοποιός Νίκος Ρίζος.
Με τον Νίκο Μαστοράκη θα γίνουν φίλοι στο τέλος της δεκαετίας, όταν θα αγοράσει από τον γνωστό σκηνοθέτη διάφορα μηχανήματα τηλεοπτικών παραγωγών για μια εταιρεία που έστησε και η οποία ανέλαβε τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ. Το βράδυ που επιστρέφει ο Καραμανλής από το Παρίσι, ο Ρίζος είναι στον Εβρο ως επιστρατευμένος, αλλά την επομένη καλείται να επιστρέψει στην Αθήνα για να είναι δίπλα στον πρώτο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης. Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει να δουλεύει ως δημοσιογράφος στην ιστορική «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη, χωρίς να εγκαταλείψει μέχρι το 1980 το πρωθυπουργικό γραφείο.
Η πρώτη κόντρα
Στην ουσία, είναι εκείνος που ανέπτυξε αυτά που σήμερα αποκαλούμε «παραπολιτικά σχόλια», μέσα από μια στήλη την οποία ονομάζει «Κεντρί» και η οποία γίνεται πολύ δημοφιλής. Μικρά κείμενα γραμμένα με καυστικό τρόπο, κουίζ και πιπεράτες ειδήσεις από τον χώρο της πολιτικής απλώνονται σε μια ολόκληρη σελίδα της εφημερίδας. Ο ίδιος έλεγε τότε ότι χάρη σε αυτόν η «Βραδυνή» έφτασε να πουλάει 150.000 φύλλα την ημέρα και κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό στάθηκε η αιτία για τις αρχηγικές του τάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο αείμνηστος Τζώρτζης Αθανασιάδης τον εμπιστευόταν ξέροντας ότι ήταν το πρώτο βιολί της εφημερίδας, αφού πολλές φορές τού έφερνε αποκλειστικά θέματα για το πρωτοσέλιδο. Μιλούσε σχεδόν καθημερινά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον εκτιμούσε επειδή ήξερε ότι τίποτε από τα off the record θέματα που συζητούσαν δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Μαζί του ο Ρίζος γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, όταν εργαζόταν στο γραφείο του, ενώ ήταν παρών σε δεκάδες πολιτικές αλλά και προσωπικές του στιγμές. Μία από αυτές ήταν στην πρώτη μεγάλη δεξίωση για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας που έλαβε χώρα στο κτίριο της ΕΡΤ με πάνω από 3.000 καλεσμένους. Ο Ρίζος ήταν δίπλα στον Καραμανλή, που κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι συζητούσε με τον κόσμο που τον χαιρετούσε, όταν ξαφνικά εντοπίζει μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα.
Ο Καραμανλής πηγαίνει κατευθείαν προς το μέρος της, αγκαλιάζονται, φιλιούνται και αρχίζουν να συζητάνε, ενώ όποτε περνάει σερβιτόρος που κρατάει δίσκο με κεφτεδάκια τσιμπάει ένα από αυτά με οδοντογλυφίδα και την ταΐζει στο στόμα. Οι φωτογράφοι απαθανατίζουν τη στιγμή και την επομένη η νεαρή που ακούει στο όνομα Μιμή Ντενίση βλέπει τη φωτογραφία σε όλες τις εφημερίδες.
Οκτώ χρόνια μετά τη βραδιά εκείνη, ο Δημήτρης Ρίζος είναι πανίσχυρο στέλεχος στη «Βραδυνή» μέχρι τη μοιραία νύχτα της 19ης Μαρτίου του 1983. Ηταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς, όταν ο εκδότης της ιστορικής εφημερίδας Τζώρτζης Αθανασιάδης δολοφονήθηκε από άγνωστο άνδρα μέσα στο γραφείο του. Στην κηδεία του ο κόσμος αποθέωσε τον Ρίζο, αλλά οι κόρες του ήταν αρκετά αποστασιοποιημένες απέναντί του και τους επόμενους μήνες η κόντρα μαζί τους θα τον οδηγήσει στην έξοδο. Κατά την προσωπική του άποψη, η Ειρήνη Αθανασιάδη και οι αδελφές της δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι εμφανιζόταν στην εφημερίδα σαν να του ανήκε ενώ ήταν απλώς ένας δημοσιογράφος. Μόλις έγινε γνωστό ότι είναι ελεύθερος, υπέγραψε σχεδόν εν μια νυκτί στην «Ακρόπολη», όπου η σελίδα του ονομάζεται «Ξυπνητήρι». Ωστόσο σε αυτή δεν θα μείνει παρά μόνο έξι μήνες. Το τηλεφώνημα για ραντεβού με τον Αρη και τη Λίλιαν Βουδούρη θα αποδειχθεί καταλυτικό για τη μετέπειτα πορεία του σε μια εφημερίδα που θα σημαδέψει ποικιλοτρόπως τη διαδρομή του.
Η Λιάνη, το «Guadalahara» και ο Κοσκωτάς
Η μεταγραφή του στον «Ελεύθερο Τύπο» δεν θα εκτοξεύσει μόνο τις δικές του μετοχές, αλλά και αυτές της εφημερίδας, αφού το δισέλιδο που υπογράφει με τίτλο «Ανάδελφος Τύπος» γίνεται αμέσως το αγαπημένο των αναγνωστών. Η κυκλοφορία εκτινάσσεται από τις 150.000 στις 250.000 φύλλα και ο Ρίζος γίνεται ο απόλυτος εκφραστής των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας και ατύπως Νο2 στην εφημερίδα.
Εικάζεται ότι ήταν αυτός που έφερε στην εφημερίδα τις περίφημες γυμνές φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη, τις οποίες αγόρασε μεν ο Αρης Βουδούρης, αλλά δεν τις δημοσίευσε ποτέ. Δεν το επέτρεπε, λένε άνθρωποι που έζησαν τον εκδότη ο οποίος ήθελε πάντα κλειστές τις κουρτίνες του γραφείου του, η αισθητική του, αφού θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση για τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο αντιπολιτευόταν σκληρά η εφημερίδα του. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να υποκύψει σε τίτλους όπως «Ο απατεώνας και το τσόκαρο» για τον Ανδρέα και τη Μιμή -ο τότε πρωθυπουργός είχε αποκαλέσει «πατσαβούρα» την εφημερίδα-, η οποία ήταν συνεχώς στο στόχαστρο του Ρίζου.
Τον Ιούλιο του 1988, ο Σωκράτης Κόκκαλης -ο Βουδούρης τον μισούσε και τον θεωρούσε Νο1 εχθρό του παρά το γεγονός ότι κάποτε ήταν συνέταιροι και φίλοι- που έχει πάρει χωρίς διαγωνισμό από τον ΟΤΕ του Θεοφάνη Τόμπρα τις 470.000 ψηφιακές συνδέσεις, παραχώρησε το κότερό του «Guadalahara» στον Ανδρέα Παπανδρέου και τη Δήμητρα Λιάνη για κρουαζιέρα 20 ημερών στο Αιγαίο.
Ο Ρίζος, σύμφωνα με το παρασκήνιο της εποχής, πήρε στα χέρια του από ισχυρό πρόσωπο της δημόσιας ζωής φωτογραφίες του ζεύγους από την κρουαζιέρα, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα και προκάλεσαν τεράστιο θόρυβο. Με το σκάνδαλο Κοσκωτά να είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, η «αμαρτωλή» κρουαζιέρα σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως. Λίγους μήνες αργότερα ο Ρίζος είναι ο μοναδικός Ελληνας δημοσιογράφος που κατάφερε να πάρει συνέντευξη από τον συλληφθέντα πλέον ευτραφή τραπεζίτη. Ηταν πια παντοδύναμος, έβλεπε κάθε βράδυ σχεδόν την πρώτη σελίδα προτού βγει για να διασκεδάσει με φίλους και εντυπωσιακές γυναίκες που έλκονταν από την εξουσία που είχε, χωρίς όμως να προκαλεί ιδιαίτερα.
Σχεδόν όλες οι γυναίκες τον περνάνε ένα κεφάλι, για τον Ρίζο, πάντως, δεν υπήρχε πρόβλημα ύψους, αν και ενίοτε πατούσε στις μύτες των παπουτσιών του, για να μικρύνει τη διαφορά με τη συνοδό του κερδίζοντας κάποιους πόντους.
Η βόμβα και η σύγκρουση με τον Κύρτσο
Παρά τα απειλητικά τηλεφωνήματα και τις ανώνυμες επιστολές το αυτί του δεν ίδρωνε, τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα που η γραμματέας του Ρούλα Καψοκέφαλου τον προλαβαίνει, όπως έχει πει ο ίδιος, όταν μόλις είχε αρχίσει να ανοίγει έναν φάκελο. Η μυρωδιά του εκρηκτικού έγινε αντιληπτή, με τη γραμματέα του να παίρνει τον φάκελο και να τον κατεβάζει στην είσοδο του κτιρίου όπου καλείται η αντιτρομοκρατική. Ούτε αυτό όμως θα έχει την ισχύ της εσωτερικής σύγκρουσης που ξεσπάει λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Αρη Βουδούρη σε φοβερό τροχαίο επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης.
Ο Ρίζος ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας. Με τον Γιώργο Κύρτσο αγαπημένο «παιδί» του Αρη Βουδούρη οι ισορροπίες ήταν εξαρχής πολύ λεπτές και δεν άργησαν να διαταραχθούν ανάμεσα στο λαϊκό παιδί από την Πρώτη Σερρών και τον αστό με τις περγαμηνές από το London School of Economics. Τα συμβούλια των μελών του Ιδρύματος Βουδούρη τού έσπαγαν τα νεύρα, πρωτίστως επειδή τον ενδιέφερε περισσότερο η έκδοση του φύλλου, ενώ υπήρξε και βράδυ που βρήκε το γραφείο του κλειδωμένο, όπως έλεγε, κατ’ εντολή του Κύρτσου, γεγονός που τον έκανε έξαλλο.
Τάχθηκε υπέρ της πώλησης της εφημερίδας καθώς «δεν πήγαινε άλλο με τους “άσχετους” του Ιδρύματος Βουδούρη» που τώρα ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας. Η σύγκρουση ήρθε και τότε διαισθάνθηκε ότι πρέπει να φύγει – και το έπραξε παίρνοντας μαζί του αρκετούς δημοσιογράφους που τον εμπιστεύονταν και τον στήριζαν στην κόντρα του με τον Κύρτσο. Την μια ημέρα ήταν διευθυντής του «Ε.Τ.» και την άλλη η εφημερίδα κυκλοφορούσε με κεντρικό τίτλο «Φίδι κολοβό ο Ρίζος» που υπαινισσόταν την φιλική σχέση του με τον επιχειρηματία που είχε κατηγορηθεί τότε για παράνομες δραστηριότητες. Το σοκ ήταν μεγάλο. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, εισέπραξε μια αποζημίωση ύψους 40 εκατ. δραχμών και χωρίς να ησυχάσει λεπτό έβαλε μπροστά τον «Αδέσμευτο Τύπο» συμπράττοντας με τον επιχειρηματία Κώστα Μήτση.
Το νέο κεφάλαιο που ανοίγει στη δημοσιογραφική του πορεία δεν θα μπορούσε, λένε κάποιοι, να μην περιείχε άλλη μία σύγκρουση, η οποία ήρθε μετά από λίγα χρόνια.
Ο διπλός «Αδέσμευτος» και η Πέγκυ
Αν σιχαινόταν ένα πράγμα ο Δημήτρης Ρίζος, αυτό ήταν τα οικονομικά και η διαχείριση, στα οποία, όπως έχει παραδεχθεί δημόσια, ήταν πάντα κάκιστος. Η μόνη φορά, όπως τόνισε σε συνέντευξή του, που έβγαλε λεφτά ήταν όταν μαζί με τον επιχειρηματία και στενότατο φίλο του Δημήτρη Κοπελούζο αποφάσισαν να αγοράσουν από τον όμιλο Κουλουκουντή τον τηλεοπτικό σταθμό Seven-X αντί 160 εκατ. δραχμών. Τον πούλησαν σε έναν χρόνο στον αλήστου μνήμης Γιώργο Μπατατούδη αντί 1,5 δισ. δραχμών, σύμφωνα με τα όσα είπε χρόνια μετά ο Ρίζος. Ο «Αδέσμευτος Τύπος» κυκλοφόρησε το 1994 με σχετικά ικανοποιητική κυκλοφορία, χωρίς όμως να φέρει κάτι καινούριο σε έναν χώρο όπου η καινοτομία και οι νέες ιδέες είναι απαραίτητες για τη μακροημέρευση ενός Μέσου. Μέχρι τις αρχές του 1998 Ρίζος και Μήτσης πορεύονταν μαζί αλλά κάποια στιγμή υπήρξε κόντρα, με αποτέλεσμα η συμμαχία να σπάσει με πολύ άσχημο τρόπο, αφού ο επιχειρηματίας ήθελε να διώξει τον Ρίζο. Ξαφνικά όμως έγινε κάτι το πρωτοφανές.
Κυκλοφόρησαν δύο εφημερίδες με τίτλο «Αδέσμευτος Τύπος», η μια με εκδότη τον Δημήτρη Ρίζο και η άλλη με εκδότη τον Κώστα Μήτση. Οι αναγνώστες μπερδεύονταν για μεγάλο διάστημα, οι μηνύσεις και τα ασφαλιστικά μέτρα έπεφταν βροχή και όλο αυτό μόνο καλό δεν έκανε στην εφημερίδα τα επόμενα χρόνια. Το 2003 μια ομάδα συνεργατών αποχώρησε από την εφημερίδα του Ρίζου θεωρώντας άστοχες τις επιλογές αλλά και τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων. Την ίδια στιγμή ακούγονταν διάφορα για την επιρροή που ασκούσε στον εκδότη η τρίτη κατά σειρά σύζυγός του Πέγκυ Ρίζου, μια εντυπωσιακή γυναίκα που είχε μπει στη ζωή του το 1995.
Πάθη, γάμοι, διαζύγια και business
Μέχρι εκείνη τη χρονιά ο 65χρονος δημοσιογράφος-εκδότης μετρούσε ήδη δύο γάμους, ισάριθμα διαζύγια και δύο παιδιά. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1956 σε ηλικία μόλις 20 ετών τη Βίλμα, η οποία του χάρισε έναν γιο, τον Χρήστο. Ακολούθησε ο έρωτας με τη Γωγώ Δεμέναγα, που κατέληξε στα σκαλιά της εκκλησίας και σε ένα δεύτερο παιδί, τον Απόστολο, ο οποίος σπούδασε Οικονομικά στο Λονδίνο. Ακολούθως άρχισε να εργάζεται δίπλα στον πατέρα του, ο οποίος τον λατρεύει και ήταν πάντα δίπλα του ενθαρρύνοντάς τον να παίρνει πρωτοβουλίες. Η γνωριμία του με την Πέγκυ έμελλε να αποδειχθεί ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του. Είναι μαζί 23 ολόκληρα χρόνια και έχουν αποκτήσει μια κόρη τη Δήμητρα, η οποία σπουδάζει Μουσική στο Λονδίνο. Η μουσική μπήκε στη ζωή του Δημήτρη Ρίζου όταν αποφάσισε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να αγοράσει έναν ραδιοφωνικό σταθμό για να διαφημίζει τον «Αδέσμευτο Τύπο». Ενα μεσημέρι που συνέτρωγε με τους Γιάννη και Θέμη Αλαφούζο, εκείνοι του παραχώρησαν δωρεάν τον παλιό Top FM του Λαμπράκη, που τον είχαν μετονομάσει σε Pop FM. Μόνο που για να τον μετονομάσει και να τον μεταφέρει χρειαζόταν γύρω στα 100 εκατ. δραχμές, τα οποία δεν είχε, γι’ αυτό άρχισε να τσιγκλάει τον Γιάννη Αλαφούζο να μπει μέτοχος και να βάλει λεφτά. Ο τελευταίος το έκανε, αλλά του είπε να μην τον ενοχλήσει για το παραμικρό σχετικά με τον σταθμό και ενώ όλοι περίμεναν ότι ο Ρίζος θα έστηνε μια ενημερωτική συχνότητα έκανε το εντελώς αντίθετο. Δημιούργησε τον ραδιοφωνικό σταθμό Λάμψη, που παίζει μόνο ελληνική μουσική, μέσα σε λίγους μήνες χτύπησε 30% ακροαματικότητα και έκλεισε τον πρώτο χρόνο με κέρδη 2 δισ. δραχμές!
Εκεί ασχολούνταν ενεργά και η σύζυγός του, η οποία εμφανιζόταν επίσημα ως ιδιοκτήτρια και έδειχνε να παθιάζεται με τη νέα της ενασχόληση, ενώ το ζευγάρι έδινε το «παρών» σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις.
Το λουκέτο και το δράμα με τον Απόστολο
Οταν πουλήθηκε ο Λάμψη, ακούστηκαν πολλά ποσά, από 1,5 έως 3 δισ., αλλά, όπως είπε ο ίδιος πριν από πέντε χρόνια, «πούλησα τον σταθμό πάνω από 7 δισ., ενίσχυσα τον ‘‘Αδέσμευτο Τύπο’’, ενώ ταυτόχρονα πήρα έναν άλλον μικρότερο σταθμό, τον Παρέα FM».
Ωστόσο η ενίσχυση αποδείχθηκε μάταιη τελικά στο πέρασμα των χρόνων και στην εποχή του ευρώ, αφού η κυκλοφορία του φύλλου συρρικνώθηκε και δεν μπορούσε πλέον να είναι ανταγωνιστική. Το καλοκαίρι του 2012 οι εργαζόμενοι δεν έβλεπαν από τον Ιούνιο λεφτά στον λογαριασμό τους και παρά την υπομονή τους διαισθάνονταν ότι το καράβι βούλιαζε. Τα δάνεια ήταν 2,5 εκατ. ευρώ, αλλά δεν εξυπηρετούνταν, ο Ρίζος, όπως έλεγε στους εργαζομένους, δεν είχε τίποτε στο όνομά του, με αποτέλεσμα εκείνοι να προχωρούν σε επίσχεση εργασίας αφού ήταν μισό χρόνο απλήρωτοι. Τελικά, η εφημερίδα κατέβασε ρολά τον Δεκέμβριο του 2012.
Ο πόλεμος μεταξύ των εργαζομένων και του πρώην εκδότη είχε μόλις αρχίσει και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αφού οι πρώτοι κατάφεραν να κηρυχθεί σε πτώχευση η εταιρεία Μακεδονικές Εκδόσεις Α.Ε. που εξέδιδε την εφημερίδα, πέντε χρόνια μετά το λουκέτο. Αυτό που τους εξόργισε περισσότερο ήταν η πρόσληψη του πρώην εκδότη τους στον «Ελεύθερο Τύπο» ως συμβούλου έκδοσης, την οποία κατήγγειλαν προτού γίνει.
Η μοίρα όμως επιφύλασσε ένα πολύ σκληρό χτύπημα στον πρώην κραταιό εκδότη τον Απρίλιο του 2014, όταν ο γιος του Απόστολος τραυματίστηκε πολύ σοβαρά σε τροχαίο, οδηγώντας το μηχανάκι του χωρίς να φοράει το κράνος του.Η σύγκρουση δεν ήταν σφοδρή, αλλά ο νεαρός έπαθε σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και μετά από σοβαρή επέμβαση στο κεφάλι παρέμεινε στην Εντατική για περίπου ενάμιση μήνα. Μέχρι τώρα ο Απόστολος προσπαθεί ακόμη να επανέλθει ολοκληρωτικά μετά την περιπέτειά του που τσάκισε ψυχολογικά την οικογένεια, και δη τον πατέρα του, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ εκείνη την Παρασκευή του Απρίλη.
Τα τελευταία δύο χρόνια βγαίνει από το σπίτι μόνο για να δώσει το «παρών» στο Αστυνομικό Τμήμα του Ελληνικού για τα περιοριστικά μέτρα που του έχουν επιβληθεί.
Από την περασμένη Τρίτη ο άνθρωπος που είχε δεχτεί πάνω από 900 αγωγές και παρ’ όλα αυτά είχε λευκό ποινικό μητρώο, όπως έλεγε, βρισκόταν προφυλακισμένος στις Φυλακές της Κω για χρέη προς το Δημόσιο ύψους 22.500 ευρώ. Ελάχιστα μεν σε σύγκριση με τα χρέη του Σταύρου Ψυχάρη, αρκετά δε για να στείλουν τον 82χρονο πρώην εκδότη κρατούμενο πίσω από τα σίδερα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος.
Διονύσης Θανάσουλας, Δημήτρης Πώποτας, Aρια Καλύβα