Ο τακτικός στρατός της επαναστατημένης Ελλάδας αποτελεί εν πολλοίς μια άγνωστη παράμετρο του αγώνα της εθνικής μας παλληγενεσίας, αφού τα άτακτα τμήματα των φουστανελοφόρων έχουν μονοπωλήσει την προσοχή των ερευνητών. Και όμως η μικρή Ελλάδα είχε ακόμα και τότε τακτικό στρατό και μάλιστα ιδιαίτερα αξιόλογο και πάνω από όλα αξιόμαχο, όσο επέτρεπαν οι κυβερνώντες, τουλάχιστον.
Οι απαρχές συγκροτήσεως των ελληνικών τακτικών δυνάμεων μπορούν να αναζητηθούν εντός της πυράς των Ναπολεοντείων Πολέμων. Χιλιάδες Έλληνες υπηρέτησαν υπό τις σημαίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων και δοξάστηκαν στα πεδία των μαχών.
Με την έκρηξη της επανάστασης στην Μολδοβλαχία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αξιωματικός του Ρωσικού Στρατού και ο ίδιος, ήρωας της μάχης της Λειψίας το 1813, διείδε την ανάγκη συγροτήσεως τακτικού στρατού. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η συγκρότηση του Ιερού Λόχου. Μετά την καταστροφική μάχη στο Δραγατσάνι, ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα μικρό τακτικό τμήμα στον επαναστατημένο Μωριά στο οποίο εντάχθηκαν και αρκετοί επιζώντες του Ιερού Λόχου.
Ακολούθως ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση τακτικού τμήματος, το οποίο όμως σχεδόν αφανίστηκε στη μάχη του Πέτα. Μετά την συμφορά το τακτικό επανιδρύθηκε. Όμως οι κυβερνητικές δολοπλοκίες και οι εμφύλιες συγκρούσεις που δυστυχώς ακολούθησαν δεν του επέτρεψαν να ανδρωθεί.
Η κατάσταση μετεβλήθη μετά τον Φεβρουάριο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ πάτησε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ισχυροτάτων τακτικών αιγυπτιακών δυνάμεων. Τα άτακτα ελληνικά τμήματα δεν είχαν καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους Αιγυπτίους σε αναπτεταμένο πεδίο.
Έπρεπε να συγκροτηθούν τακτικά τμήματα. Πραγματικά τον Ιούλιο του 1825 ανατέθηκε στον Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο η εντολή συγκρότησης τακτικού στρατού. Ο Φαβιέρος, ένδοξος βετεράνος της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντος, κατόρθωσε να αναπτύξει εντυπωσιακά τον ελληνικό τακτικό στρατό.
Στο μέγιστο σημείο ακμής του το Τακτικόν διέθετε τέσσερα τάγματα πεζικού γραμμής, τρείς ίλες ιππικού – η μια πεζομάχος – μια ελαφρά πυροβολαρχία, μια διλοχία ακροβολιστών και στρατιωτική μουσική. Η δύναμη αυτή αριθμούσε περισσότερους από 4.000 άνδρες. Δυστυχώς η αδιαφορία των κρατούντων οδήγησε σε διάλυση το υπέροχο αυτό τμήμα. Όταν το 1828 αφίχθη στην Ελλάδα ο Ι.Καποδίστριας το τακτικό δεν υφίστατο ουσιαστικά.
Ο κυβερνήτης από την πρώτη στιγμή της ελεύσεως του επιχείρησε και κατόρθωσε να ανασυστήσει το Τακτικόν, αλλά και να «τακτικοποιήσει» τα άτακτα σώματα. Το έργο του ανατράπηκε με την δολοφονία του. Γιατί όμως το Τακτικόν ήταν τόσο πολυτιμο για την Ελλάδα στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις; Τα άτακτα τμήματα δεν αρκούσαν για την αντιμετώπιση των Τούρκων και κατόπιν και των Αιγυπτίων;
Δυνατότητες των τακτικών τμημάτων της εποχής
Σε όλα τα κράτη της «πεπολιτισμένης» δύσης εκείνη την εποχή οι στρατοί συγκροτούντο αποκλειστικά πλέον από τακτικά τμήματα πεζικού, ιππικού και πυροβολικού. Τα τμήματα και των τριών αυτών όπλων πολεμούσαν με συγκεκριμένο τρόπο, βάσει των στρατιωτικών κανονισμών. Το πεζικό, το πολυπληθέστερο τμήμα κάθε στρατού, ακολουθούσε αρχικά τη λεγομένη γραμμική τακτική.
Η εμπειρία των Ναπολεοντείων Πολέμων όμως ανάγκασε όλους τους ευρωπαϊκούς, πλην του Βρετανικού, στρατούς να μεταβάλουν άρδην την τακτική του. Ο γαλλικός κανονισμός εκστρατείας του 1791 απετέλεσε το υπόδειγμα επί του οποίου βασίστηκαν και οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί, πλήν του βρετανικού. Επί του αναθεωρημένου, το 1818, γαλλικού κανονισμού βασίστηκε και η εκπαίδευση του ελληνικού τακτικού στρατού.
Το τακτικό πεζικό της εποχής είχε «ανακαταλάβει» τον ρόλο του βασιλιά της μάχης. Ήταν αυτό που διεκδικούσε, αλλά και κρατούσε τον κατακτηθέν έδαφος. Ήταν αυτό που μπορούσε να αντιμετωπίσει ευχερώς το αντίπαλο ιππικό, αρκεί να είχε την κατάλληλη εκπαίδευση και πειθαρχία. Οπλισμένο με το κλασικό εμπροσθογεμές μουσκέτο, με σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο, όφειλε να συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό ανδρών σε περιορισμένο χώρο, ώστε να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό καταστροφικό, για τον αντίπαλο, αποτέλεσμα. Το μουσκέτο ήταν ένα όπλο με λίαν περιορισμένες δυνατότητες.
Πρώτα από όλα το αποτελεσματικό του βεληνεκές δεν ξεπερνούσε τα 100 μέτρα. Δεύτερον η ταχυβολία του δεν ξεπερνούσε τις τέσσερις βολές ανά λεπτό, από καλά εκπαιδευμένα τμήματα. Ο συνήθης ρυθμός βολής μάχης ήταν της τάξης των δύο βολών ανά λεπτό. Για την εκ του συστάδην άμυνα του ο πεζός διέθετε ένα άλλο φονικό όπλο, την ξιφολόγχη, το μήκος της οποίας πλησίαζε τα 50 εκ.
Ένα μουσκέτο με προσαρμοσμένη στην κάννη του της ξιφολόγχη πλησίαζε σε μήκος τα 2 μέτρα –όσο και το μέσο μήκος των αρχαίων ελληνικών δοράτων. Η ξιφολόγη πάντως ήταν ένα όπλο περισσότερο ψυχολογικό παρά πρακτικό. Η απειλή χρήσης της είναι που προκαλεί στον αντίπαλο την διάθεση να στρέψει τα νώτα και να τραπεί σε φυγή. Την πραγματικότητα αυτή κατανόησαν πλήρως οι Έλληνες τακτικοί πεζοί, από το 1825 έως το 1940-41.
Οι τρεις σχηματισμοί μάχης
Τρείς ήσαν οι κύριοι σχηματισμοί μάχης του πεζικού, η γραμμή, η φάλαγγα και το τετράγωνο. Ο σχηματισμός γραμμής ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος σε περιπτώσεις αμύνης έναντι αντιπάλου πεζικού.
Την περίοδο της δεκαετίας του 1820 το βάθος της γραμμής έφτανε τους τρείς, ή συνήθως τους δύο ζυγούς. Το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου σχηματισμού ήταν ότι επέτρεπε σε ένα τμήμα πεζικού να χρησιμοποιήσει το σύνολο της ισχύς πυρός του έναντι του αντιπάλου του.
Οι άνδρες τάσσονταν σε πολύ πυκνό διάταξη, με τον αγκώνα του ενός να ακουμπά στον ώμο του διπλανού του. Οι άνδρες του δευτέρου ζυγού τάσσοντο μισό περίπου μέτρο πίσω από αυτούς του πρώτου και με τα μουσκέτα τους να ξεπροβάλουν ανάμεσα στα κεφάλια των ανδρών του πρώτου ζυγού. Ο αντίπαλος αφηνόταν να πλησιάσει σε απόσταση 50 περίπου μέτρων. Τότε το τμήμα έβαλε είτε συγκεντρωτικά, είτε κατά διλοχίες, εναντίον του με καταστροφικά αποτελέσματα.
Τα μουσκέτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι είχαν μεγάλο διαμέτρημα – 17 ως 18,1 χλστ.- και σε τόσο μικρή απόσταση μπορούσαν κυριολεκτικά να κομματιάσουν τους αντιπάλους στρατιώτες. Σε περίπτωση που το τμήμα αναπτυσσόταν σε γραμμή βάθους τριών ζυγών, ο τρίτος ζυγός δεν έβαλε και είτε χρησιμοποιείτο για την επαναγέμιση των όπλων των ανδρών των δύο πρώτων ζυγών, είτε τηρείτο ως εφεδρεία του τμήματος, είτε στην αχή της μάχης αναπτυσσόταν εμπρός από το μέτωπο του τμήματος σε διάταξη ακροβολισμού.