Σκληρή κριτική στο μοντέλο της ιδιωτικής εκπαίδευσης ασκεί ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Εκπαίδευσης (ΟΙΕΛΕ), Μιχάλης Κουρουτός, σε άρθρο-απάντηση στην πρώην υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου.
Σημειώνεται ότι η κ. Διαμαντοπούλου, σε δήλωσή της αναφορικά με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της αναθεώρησης του άρθρου 16, έκανε λόγο για «οπισθοδρόμηση» και «εμμονή σε ένα ξεπερασμένο παρελθόν».
Αναλυτικά η επιστολή του προέδρου της ΟΙΕΛΕ:
“Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διάβασα τη δημόσια ανακοίνωση της πρώην Υπουργού Παιδείας κ. Α. Διαμαντοπούλου σχετικά με την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την αναγκαιότητα, κατά την εκτίμησή της, της ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων στη χώρα.
Όπως σε κάθε περίπτωση δυσμενούς αλλαγής για την κοινωνία από την οποία ευνοείται μια ολιγάριθμη ελίτ, έτσι και με αυτή την πρόταση έξυπνα επενδύεται η δυσμενής αλλαγή αυτή με το μανδύα του φιλολαϊκού και του δήθεν εκσυγχρονιστικού. Ο μέσος πολίτης που δεν γνωρίζει τα της Παιδείας ίσως πειστεί ότι πράγματι αυτή η πρόταση ιδιωτικοποίησης (άραγε, δεν είναι αυτό αντιφατικό;) της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατατίθεται για το δημόσιο και το κοινωνικό συμφέρον,.
Είναι, όμως, έτσι; Ας ακούσουν οι πολίτες και μια άλλη άποψη (αν και ενδεχομένως δεν θα βρει τόσες «πρόθυμες» διόδους παρουσίασης) από κάποιον που γνωρίζει καλά το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης και το πώς ορισμένοι (μεταξύ των οποίων και η κ. Διαμαντοπούλου) έδρασαν σε αυτόν.
Η πρώην Υπουργός Παιδείας μιλά, λοιπόν, για μια οραματική συνύπαρξη ιδιωτικών και δημόσιων πανεπιστημίων προς όφελος της κοινωνίας. Σε αυτήν ακριβώς τη συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού η κ. Διαμαντοπούλου δοκιμάστηκε. Και δυστυχώς οι πρακτικές της κατέδειξαν πως μόνο το δημόσιο συμφέρον δεν υπερασπίστηκε.
Αναφέρω μόνο τρία (από τα πολλά) σημεία:
Εισήγαγε την έννοια της σταδιακής απόσυρσης της κρατικής εποπτείας από την ιδιωτική εκπαίδευση με το δικό της Ν. 3848/2010, παρά το γεγονός ότι δύο μόλις εβδομάδες πριν την ψήφισή του είχε εκδοθεί μια άκρως σημαντική απόφαση του ΣτΕ, η 622/2010, που όριζε την τήρηση της συνταγματικής εντολής για αυστηρό δημόσιο έλεγχο στα ιδιωτικά σχολεία! Το ποιοι ευνοήθηκαν είναι απλό να το αντιληφθεί κάποιος. Ακόμη και η ίδια ένα χρόνο μετά σε συνάντηση με την ΟΙΕΛΕ παραδέχτηκε δημόσια την έκρηξη του αριθμού των εικοσαριών σε Γ’ Λυκείου ιδιωτικών σχολείων. Ο μόνος πάντως που ζημιώθηκε ήταν το δημόσιο συμφέρον και, κυρίως, η δημόσια εκπαίδευση που αφέθηκε έρμαιο της υποχρηματοδότησης και, εν τέλει, των βίαιων συγχωνεύσεων των δημόσιων σχολικών μονάδων που η ίδια επέβαλε.
Αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις μας, να εφαρμόσει το Νόμο Γιαννάκου (3577/2007) για την αντιμετώπιση των χιλιάδων παράνομων τίτλων σπουδών από τα 18 παράνομα ιδιωτικά ΤΕΕστα οποία η πρωτοπόρος στην καταπολέμηση της εκπαιδευτικής διαφθοράς Υπουργός Μαριέττα Γιαννάκου είχε βάλει ήδη λουκέτο.
Συμμετείχε στα περιβόητα Education Leaders Awards, και μάλιστα ως Πρόεδρος της επιτροπής, όπου, μεταξύ άλλων, βραβεύονται ιδιωτικοί φορείς καταδικασμένοι για σοβαρότατες παραβιάσεις της νομοθεσίας.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι απλό. Η κ. Διαμαντοπούλου ως Υπουργός εμφάνισε τελικά στην ελληνική κοινωνία δύο σχολεία. Ένα ιδιωτικό, απογυμνωμένο από την κρατική εποπτεία, που «παράγει» δήθεν άριστους τίτλους σπουδών για τους απόφοιτούς του, οι οποίοι θα έχουν σαφές πλεονέκτημα σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, ή στην είσοδο στο Πανεπιστήμιο και στην αγορά εργασίας, από τους μαθητές του δεύτερου σχολείου. Του εξαθλιωμένου δημόσιου σχολείου, εγκαταλελειμμένου στην τύχη του από την πολιτεία.
Άρα, η πρόταση για ιδιωτικά Πανεπιστήμια στη χώρα ευνοεί πραγματικά για τους φτωχούς; Αναρωτιέται κανείς, αν θα υπάρχει η δυνατότητα για τη μεσαία (πόσο μάλλον για τη μη προνομιούχο) ελληνική οικογένεια να δαπανήσει χιλιάδες ευρώ για δίδακτρα στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. (Αναφέρω απλώς ότι η εγγραφή σε ένα μέσο ιδιωτικό Κολλέγιο στοιχίζει γύρω στις 6-7.000 ευρώ, ενώ οι μεταπτυχιακές σπουδές σ’ αυτά στοιχίζουν πάνω από 9.000 ευρώ ετησίως, οπότε αντιλαμβάνεται κάποιος πού θα εκτιναχθούν τα δίδακτρα των ιδιωτικών πανεπιστημίων).
Η άποψη, επομένως, για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος δεν έχει στον πυρήνα της ούτε τους φτωχούς ούτε την προετοιμασία γιατην 4η βιομηχανική επανάσταση. Αντιθέτως, αποτελεί τμήμα του πλάνου για τη βίαιη ιδιωτικοποίηση της Παιδείας σε όλα της τα επίπεδα, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Πανεπιστήμιο, και τη μετατροπή του κοινωνικού αγαθού της Παιδείας σε εμπόρευμα για λίγους. Διότι η απολύτως εξαθλιωμένη δημόσια Παιδεία θα αποτελεί τον αναγκαστικό προορισμό των πολλών, την ώρα που οι λίγοι θα εξαγοράζουν με την οικονομική ισχύ των γονέων τους τίτλους σπουδών στα χωρίς καμιά εποπτεία του κράτους ιδιωτικά ιδρύματα κάθε μορφής, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζουν το μέλλον τους. Το όραμα των εμπνευστών της πρότασης για τους φτωχούς είναι δυστοπικό. Είναι η αναπαραγωγή και όξυνση των εκπαιδευτικών, των οικονομικών και των κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι η καταδίκη των παιδιών των μη προνομιούχων σε μια ζοφερή πραγματικότητα κακής εκπαίδευσης, ανεργίας, ή κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Αυτό, δηλαδή, που διαχρονικά επιδιώκει η ελληνική, παρασιτική άρχουσα ελίτ.
Αυτή είναι, λοιπόν, η αριστεία που οραματίζονται κάποιοι; Τα εξαγορασμένα εικοσάρια και οι τίτλοι σπουδών κι όχι ο μόχθος του μαθητή σε ένα σχολείο, σε ένα Πανεπιστήμιο που εποπτεύονται από την Πολιτεία με όρους διασφάλισης της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και νομιμότητας των τίτλων σπουδών; Μάλλον στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε. (με εξαίρεση τις πρώην σοβιετικές που εφαρμόζουν αμιγώς νεοφιλελεύθερα μοντέλα), στον Καναδά και στις ΗΠΑ όπου η τυπική εκπαίδευση είναι απολύτως υπό τον έλεγχο του κράτους και η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σχεδόν αμιγώς δημόσια τρώνε κουτόχορτο…
Αναρωτιέται κανείς, εάν τελικά το επίδικο είναι να γίνει η ζωή ευκολότερη για ολίγους, συγκεκριμένους μαθητές (και απείρως δυσκολότερη για όλους τους υπόλοιπους)…
Στόχος κάθε προοδευτικού πολιτικού, αλλά και πολίτη δεν θα πρέπει να είναι η με κάθε τρόπο ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, αλλά ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας εκπαίδευσης, η θεμελίωση αυστηρών κανόνων ελέγχου και ποιότητας, όπως ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως απαίτησε πρόσφατα, το 2015, το Συμβούλιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, ώστε να καταπολεμηθεί η εμπορευματοποίηση της Παιδείας. Θα πρέπει να είναι επίσης στόχος του ένα σύγχρονο, δυναμικό, εξωστρεφές δημόσιο Πανεπιστήμιο που αποτελεί μοχλό ανάπτυξης για την κοινωνία και για τη χώρα. Αυτό θα πρέπει να χτίσουμε και εδώ έγκειται η διαχρονική ευθύνη της Πολιτείας που δεν το έχει κατορθώσει. Κάθε άλλη πρόταση δήθεν στο όνομα της άμιλλας και της προόδου είναι εκ του πονηρού.”