Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών καθορίζεται μετά από συμφωνία ανάμεσα στον μισθωτό και τον εργοδότη.
Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα.
Επίσης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν του την ζήτησε ο μισθωτός.
Η κατάτμηση της ετήσιας άδειας, ιδιαίτερα σε χρονικά διαστήματα κάτω των 6 ημερών, απαγορεύεται ρητά από το νόμο. Συνεπώς οι εργαζόμενοι οι οποίοι αναγκάζονται από τον εργοδότη σε τέτοιου τύπου «άδειες» μπορούν να απαιτήσουν τις ημέρες αυτές σε άδεια και σε περίπτωση άρνησης του, να γνωρίζουν ότι, τον αμέσως επόμενο χρόνο θα πρέπει οι συγκεκριμένες ημέρες να καταβληθούν ως αποζημίωση στον εργαζόμενο με προσαύξηση 100%.
Πόσες μέρες άδειας δικαιούστε; Ο κάθε εργαζόμενος με απλά βήματα μπορεί να το μάθει.
Αυτό μπορεί να γίνει και online. Το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων, της ΓΣΕΕ, διαθέτει μια διαδικτυακή πλατφόρμα, στην οποία μπορεί να υπολογίσει κανείς τις ημέρες της καλοκαιρινής του άδειας με απλά βήματα.
Στη συγκεκριμένη φόρμα συμπληρώνει απλά τις ημέρες εργασίας (πενθήμερη ή εξαήμερη), τα έτη εργασιακού βίου (σε οποιοδήποτε εργοδότη) και την ημερομηνία πρόσληψης στην εργασία του.
Υπολογίστε ΕΔΩ online την καλοκαιρινή άδεια που σας αναλογεί.
Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί τμηματικά
Η άδεια για μεν το πρώτο ημερολογιακό έτος χορηγείται σε τμήματα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσλήφθηκε ο μισθωτός, να χορηγήσει σε αυτόν την αναλογία της κανονικής του άδειας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό. Η αναλογία υπολογίζεται και πάλι με βάση της 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασία, η άδεια αυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φθάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο, και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδεια του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φθάσει τις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος.
Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές (ΕΓΣΣΕ 2000-2001, άρθρο 6).
Επίσης οι μισθωτοί, από 01/01/2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία (1) εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλ. 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο (ΕΓΣΣΕ 2008-2009, άρθρο 3).
Επιτρέπεται η κατάτμηση της αδείας κατ’ εξαίρεση υπό προϋποθέσεις. Σε περίπτωση ιδιαίτερης σοβαρής ή επειγούσης ανάγκης της επιχειρήσεως ή κατ’ αίτηση του μισθωτού λόγω δικαιολογημένης αιτίας και πάντοτε μετά από έγκριση της αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπ. Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο τμήμα της αδείας πρέπει να περιλαμβάνει 6 τουλάχιστον ημέρες. Για δε τους ανηλίκους, κάτω των 18 ετών 12 τουλάχιστον εργάσιμες μέρες.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για τη διάρκεια της άδειας (όχι λιγότερο από 6 ημέρες) και το χρόνο χορήγησής της αποφασίζει τριμελής επιτροπή της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων.
Αποδοχές
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα και οι προσαυξήσεις.
Δικαιούται επίσης επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας, με ανώτατο όριο το ½ του μισθού, για τους αμειβόμενους με μισθό ή τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας στον εργαζόμενο στην αρχή της άδειας.