Επετειακό: 80 χρόνια πριν… Όταν η Τουρκία υπέγραφε συμφωνία φιλίας με τη Γερμανία του Χίτλερ

Κοινοποίηση:
German-Turkish_Treaty_of_Friendship_and_Non-Aggression

Το παρόν κείμενο είναι αφιερωμένο στην επέτειο των ογδόντα (80) ετών από την υπογραφή της Γερμανo-Τουρκικής Συνθήκης Φιλίας, ένα σύμφωνο μη-επίθεσης,  που υπογράφηκε μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της δημοκρατίας της Τουρκίας στις 18 Ιουνίου 1941, στην Άγκυρα. Οι συγγραφείς επιδιώκουν, εκτός της υπενθύμισης αυτής της επετείου, της παρουσίασης ορισμένων πτυχών της τουρκικής στάσης στο γενικότερο πλαίσιο της διεξαγωγής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε να εξαχθούν χρήσιμα πορίσματα για το μέλλον στην περιοχή.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ[4]

Όταν ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Τουρκία δεν είναι ισχυρή. Αρχικά ο αποκλειστικός της στόχος είναι η προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας. Το 1939 στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των Αγγλο-Γάλλων με τους Γερμανούς για επιρροή στην Τουρκία, οι πρώτοι της χορηγούν δάνειο και της υπόσχονται γενικότερη βοήθεια.  Στις 25 Αυγούστου 1939 υπογράφεται «σύμφωνο μη επίθεσης»,  μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, προκαλώντας έκπληξη και σύγχυση στην Τουρκία.

Για τη στάση της Άγκυρας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει παγιωθεί η άποψη ότι η γειτονική χώρα κράτησε μία πολιτική ίσων αποστάσεων από τους αντιπάλους, μία πολιτική ουδετερότητας. Ωστόσο τα βρετανικά και γερμανικά αρχεία καταρρίπτουν τον μύθο της ουδετερότητας της γειτονικής μας χώρας.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Η Γερμανo-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας, (τουρκικά: Türk-Alman Dostluk Paktı, γερμανικά: Türkisch-Deutscher Freundschaftsvertrag), αποτέλεσε ένα «σύμφωνο μη-επίθεσης»,[5] το οποίο υπογράφηκε μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της δημοκρατίας της Τουρκίας στις 18 Ιουνίου 1941, στην Άγκυρα. Την συμφωνία υπέγραψαν ο Γερμανός πρέσβης στην Τουρκία Φραντς φον Πάπεν [Franz von Papen][6] και  ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Σουκρού Σαράτσογλου [Şükrü Saracoğlu][7] και ίσχυσε την ίδια ημέρα. Το σύμφωνο όριζε δεκαετή διάρκεια, αλλά η Τουρκία διέκοψε τις διπλωματικές και εμπορικές της σχέσεις με την Γερμανία τον Αύγουστο του 1944[8], καθώς ο Σοβιετικός Στρατός εισέβαλε στην Βουλγαρία και στις 23 Φεβρουαρίου 1945 η Τουρκία κήρυξε πόλεμο εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας. Το σύμφωνο διαλύθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1945, μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ, όταν η Τουρκία προσχώρησε στα Ηνωμένα Έθνη.

Η-γεωπολιτική-κατάσταση-της-Ευρώπης-το-1941-αμέσως-πριν-από-την-έναρξη-της-επιχείρησης-Barbarossa.

Χάρτης 1: Η γεωπολιτική κατάσταση της Ευρώπης το 1941, αμέσως πριν από την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα

Σημείωση: Η γκρίζα περιοχή αντιπροσωπεύει τη ναζιστική Γερμανία, τους συμμάχους της και τα εδάφη υπό γερμανικό έλεγχο

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Tο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, (Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας, Βαλκανικό Σύμφωνο Συνεννόησης) ήταν μια συνθήκη που υπογράφηκε από Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία, στις 9 Φεβρουαρίου 1934, στην Αθήνα, με στόχο την διατήρηση του γεωπολιτικού «στάτους κβο» στην περιοχή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να αναστείλουν όλες τις τοπικές διαφορές και εδαφικές αξιώσεις μεταξύ τους και εναντίον των γειτόνων τους.[9] Άλλα έθνη στην περιοχή που είχαν εμπλακεί στην διεργασία αρνήθηκαν τελικά να υπογράψουν το σύμφωνο, περιλαμβανομένων της Ιταλίας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Το Σύμφωνο τέθηκε σε ισχύ από την ημέρα υπογραφής του και είχε διετή διάρκεια, με δυνατότητα ανανέωσης. Το Βαλκανικό Σύμφωνο βοήθησε να εξασφαλιστεί η ειρήνη μεταξύ της Τουρκίας και των ανεξάρτητων χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που ήταν προγενέστερα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά απέτυχε να ανακόψει τις περιφερειακές «μηχανορραφίες». Πρέπει να σημειωθεί πως η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στις δραστηριότητες αυτές κυμαινόταν από απόλυτα θετική (Γαλλία), έως αρνητική (Σοβιετική Ένωση). Στις  24  Ιανουαρίου  του 1937 υπογράφηκε στο  Βελιγράδι το Βουλγαρο-Γιουγκοσλαβικό σύμφωνο, το οποίο επικυρώθηκε και  από τα δυο κράτη την επομένη, προφανώς  για  να  αποφευχθεί  οποιαδήποτε  πιθανότητα  ματαίωσής  του.  Το  σύμφωνο ήταν ασυνήθιστο ως προς τη μορφή του, καθώς απαρτιζόταν από ένα και  μόνο άρθρο: «Στο εξής θα υπάρχει αδιάρρηκτη ειρήνη και ειλικρινής και αιώνια φιλία μεταξύ του Βασιλείου της  Γιουγκοσλαβίας και του  Βασιλείου της  Βουλγαρίας». Στις 27 Απριλίου 1938 στην Αθήνα, ακολούθησε η υπογραφή νέας Ελληνο-Τουρκικής συνθήκης, η οποία ήταν συμπληρωματική των Ελληνο-Τουρκικών συμφωνιών που είχαν υπογραφεί το 1930 και το 1933 περί φιλίας, ουδετερότητας και αμοιβαίας εγγύησης των κοινών συνόρων των δύο χωρών και φέρεται να προστάτευε την Ελλάδα από την βουλγαρική απειλή[10]. Οι χώρες του Βαλκανικού Συμφώνου «περικύκλωναν» την Βουλγαρία, αλλά, στις 31 Ιουλίου 1938, υπέγραψαν συμφωνία στην Θεσσαλονίκη, καταργώντας τις ρήτρες των Συνθηκών Νεϊγύ και Λωζάννης, που όριζαν αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας-Τουρκίας, επιτρέποντας στην Βουλγαρία να επανεξοπλιστεί.

Ήδη στις 7 Μαρτίου 1936 ο γερμανικός στρατός είχε ανακαταλάβει την Ρηνανία. Η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε την περίσταση και ο Υπουργός Εξωτερικών της Τεφίκ Ρουστού Αράς [Tevfik Rüştü Aras, 1883 – 1972][11], δήλωσε στον Γερμανό πρέσβη στην Τουρκία (1935-1938), Βίλχελμ φον Κέλερ [August Friedrich Wilhelm Keller]: «τώρα πλέον οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν ν’ αρνηθούν τίποτα στους Τούρκους, αφού οι ίδιες αυτές Δυνάμεις ανέχονταν τις παραβιάσεις των Συνθηκών Ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τον Χίτλερ» τήρησε (Weber 1985, σελ. 30). Έτσι λίγους μήνες αργότερα, με τη Συνθήκη του Μοντρέ (υπογράφηκε στις 20 Ιουλίου 1936, με ισχύ στις 5 Νοεμβρίου 1936), οι Τούρκοι ανέκτησαν τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου (Δαρδανελλίων), χωρίς καμία υποχρέωση απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η επιτυχία αυτή συνεχίστηκε, καθώς η Άγκυρα το 1937 συμφώνησε με την Γαλλία[12] και το επόμενο έτος (ηγεμόνευε ακόμη ο Κεμάλ), κατέλαβε την Αλεξανδρέττα της Συρίας, τη μετονόμασε σε Χατάι (Hatay) και το 1939 με δημοψήφισμα-παρωδία την ενσωμάτωσε. [Αναλυτικότερα βλ. Alobeid Aref, (2018). «ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»].

Την ίδια περίοδο η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία ανταγωνίζονταν για την εύνοια της Τουρκίας. Η Γαλλία είχε υπογράψει με την Άγκυρα σύμφωνο φιλίας και η Βρετανία της παραχώρησε πίστωση 16 εκατ. στερλινών. Ο Βάλτερ Φουνκ, Υπουργός Οικονομικών του Ράιχ[13] μετέβηκε στην Άγκυρα για να συνάψει μια εμπορική συμφωνία, με την οποία η Γερμανία δάνεισε στην Τουρκία 150 εκατ. μάρκα εξοφλητέα σε είδος, για μία περίοδο 10 ετών. Οι Γερμανοί επιχειρηματίες δεν ζητούσαν τουρκικά προϊόντα, ωστόσο το Βερολίνο τους επιχορηγούσε για να τα εμπορεύονται. Οι Τούρκοι μονογράφησαν αυτήν τη συμφωνία στο Βερολίνο μία εβδομάδα ακριβώς πριν τον θάνατο του Αττατούρκ.

Σημειώνεται ότι στην Τουρκία μέχρι τα τέλη του 1938 κυριαρχούσε ο Μουσταφά Κεμάλ Αττατούρκ (Μπάλτος και Βιδάκης 2020), Πρόεδρος της χώρας έως τον ξαφνικό του θάνατο (10 Νοεμβρίου 1938). Σημαντικό ρόλο κατείχε ο Ισμέτ Ινονού [İsmet İnönü], πρωθυπουργός της χώρας έως το 1937 και Πρόεδρος μετά τον θάνατο του Αττατούρκ, (διάδοχος της «κεμαλικής Τουρκίας»). Ο Ινονού[14], με την ανάληψη των καθηκόντων του αρχηγού του κράτους, αντικατέστησε τον Υπουργό Εξωτερικών Τεφίκ Ρουστού Αράς με τον Σουκρού Σαράτσογλου, ενώ μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών ήταν ο Νουμάν Μενεμεντζίογλου [Numan Menemencioglu][15]. Η Τουρκία με το σοκ στο εσωτερικό της χώρας από τον απροσδόκητο θάνατο του ηγέτη της Κεμάλ, βίωνε τις καταιγιστικές εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο. Ο Αράς απομακρύνθηκε από την θέση  του καθώς είχε διαφορετικές απόψεις στις εξωτερικές υποθέσεις, ιδίως στις σοβιετικές σχέσεις, με τον Ινονού, ο οποίος πίστευε ότι ο Αράς ήταν πιο πιστός στον Κεμάλ παρά στην κυβέρνηση και διεξήγαγε τις εξωτερικές υποθέσεις απευθείας μαζί του. Αυτή η σύγκρουση ώθησε τον Αράς στην αντιπολίτευση.

Ο Χίτλερ θριάμβευσε στην Διάσκεψη του Μονάχου της 30ής Σεπτεμβρίου 1938. Η γερμανική στρατιωτική ηγεσία ενδιαφερόταν περισσότερο από την διπλωματική, να συμπεριλάβει την Άγκυρα στον Άξονα: αυξήθηκαν από 12 σε 24, οι Γερμανοί αξιωματικοί που υπηρετούσαν ως τεχνικοί σύμβουλοι στον τουρκικό στρατό, προσκλήθηκαν ο Γενικός Επιθεωρητής του τουρκικού στρατού και ο διοικητής της Τουρκικής Σχολής Πολέμου να παρακολουθήσουν τις στρατιωτικές φθινοπωρινές ασκήσεις του 1938 στην Γερμανία, ο στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας στην Άγκυρα πραγματοποίησε εκτεταμένη αναγνωριστική περιοδεία στη Μέση Ανατολή και στο πόρισμά του συνιστούσε την αναβίωση της παλαιάς τουρκο-γερμανικής συμμαχίας. Ωστόσο η γερμανική διπλωματία δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον Μουσολίνι, τους Άραβες, την Βουλγαρία, ίσως ακόμη και πρόωρα τον Στάλιν.

Τον Οκτώβριο του 1938 ο βρετανός πρέσβης έλαβε μια εκπληκτική απάντηση όταν ρώτησε τον Αράς για την θέση της Τουρκίας στην περίπτωση έκρηξης ενός ευρωπαϊκού πολέμου: αν και απόφυγε να μιλήσει με σαφήνεια ο Τούρκος ΥΠΕΞ δήλωσε με έμφαση ότι η Άγκυρα θα πολεμούσε ως σύμμαχος με οποιαδήποτε δύναμη θα της πρόσφερε τα μεγαλύτερα ανταλλάγματα και πρότεινε ουσιαστικά την τουρκική κατοχή της Αιγύπτου. Η Τουρκία είχε βλέψεις επίσης στο Ιράκ, στο Αιγαίο και στην Βουλγαρία. Αξίζει πρόσθετα να σημειωθεί ότι ο Κεμάλ δεν επέτρεψε την είσοδο Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης στην χώρα, πολιτική την οποία συνέχισε ο Ινονού, παρά την υπόσχεση του ηγέτη των Σιωνιστών Χάϊμ Βάϊσμαν, ότι κάθε μετανάστης θα εισέφερε στην Άγκυρα ένα κεφάλαιο τριών χιλιάδων λιρών στερλινών (Weber 1985, σελ. 48,51). Στις 15 Μαρτίου 1939 γερμανικές δυνάμεις εισήλθαν στην Πράγα, παραβιάζοντας τα συμφωνηθέντα στο Μόναχο. Η Γαλλία συγκέντρωσε τις δυνάμεις της στο Ρήνο και η Τουρκία δεν δίστασε να της προτείνει να αναλάβει την γαλλική εντολή στη Συρία. Η Βρετανία στις 31 Μαρτίου παρείχε εγγυήσεις για την ανεξαρτησία, της Πολωνίας και στις 13 Απριλίου της Ρουμανίας και της Ελλάδας. Ήδη στις 7 Απριλίου 1939 η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, προκαλώντας την ανησυχία της Τουρκίας[16]. Τον ίδιο μήνα κατέφθασε ως νέος Γερμανός πρέσβης στην Άγκυρα ένας διακριμένος διπλωμάτης για να αναλάβει τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ο Φραντς φον Πάπεν. Η Άγκυρα αρνήθηκε το άσυλο που της ζήτησε ο μουσουλμάνος βασιλιάς της Αλβανίας Ζώγου Α΄, ο οποίος τελικά κατέφυγε στην Αθήνα.

Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ), στις 25 Αυγούστου υπέγραψαν σύμφωνο μη-επιθέσεως, (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ). Λίγο αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία και δυο μέρες αργότερα η Βρετανία, η οποία είχε εγγυηθεί την ανεξαρτησία της κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Ακολούθησαν την ίδια μέρα η Γαλλία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, στις 6 Σεπτεμβρίου η Νοτιοαφρικανική Ένωση και στις 10 Σεπτεμβρίου ο Καναδάς. Η ΕΣΣΔ επιτέθηκε στην Πολωνία στις 12 Σεπτεμβρίου και από κοινού με την Γερμανία υπέγραψαν στην Βαρσοβία λίγο αργότερα, μια συμφωνία με βάση την οποία οι δύο χώρες μοιράζονταν μεταξύ τους τα εδάφη της Πολωνίας.

Η Τουρκία αντιλαμβανόμενη την ιταλική, φοβούμενη κατ΄ αρχήν τη σοβιετική (πρώην ρωσσική) επιθετικότητα και μετά την απρόσμενη γερμανο-σοβιετική προσέγγιση, έσπευσε να υπογράψει στις 19 Οκτωβρίου 1939, σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας με την Βρετανία και την Γαλλία, τους όρους του οποίου όμως δεν τήρησε (Weber 1985, σελ. 21).[17] Όμως οι Τούρκοι αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε πλήρη στρατιωτική συμμαχία, πριν το Λονδίνο και το Παρίσι συνδέσουν και τη Μόσχα, πράγμα ανέφικτο, λόγω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Ζητούσαν επίσης και πολλά νέα όπλα, ώστε να έχουν την δικαιολογία για να μην τηρήσουν την προαναφερομένη συμφωνία. Νωρίτερα ο Τούρκος ΥΠΕΞ είχε επισκεφθεί τη Μόσχα για ένα τουρκο-σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης, αλλά ο Μολότοφ ζήτησε την επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση του Καρς και του Αρνταχάν. Οι πρώτοι επτά μήνες του πολέμου, υπήρξαν περίοδος σκόπιμης αδράνειας. Στις 30 Νοεμβρίου 1939 η ΕΣΣΔ εισέβαλε στην Φινλανδία, ενώ λίγους μήνες αργότερα η Γερμανία κατέλαβε Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία και Βέλγιο, ενώ τον Ιούνιο του 1940 υποχρέωσε σε ταπεινωτική ήττα και συνθηκολόγηση το Παρίσι – η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας και η Άγκυρα ισχυρίστηκε στους Βρετανούς ότι δεν μπορούσε να πολεμήσει με μόνο της σύμμαχο το Λονδίνο, προκαλώντας και τη Σοβιετική Ένωση !

Συνοπτικά, μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, ο Τούρκος πρόεδρος Ινονού ακολούθησε πολιτική «επιτήδειας» ουδετερότητας. Προσπάθησε να αποφύγει την εμπλοκή της χώρας του στη σύρραξη και ζήτησε παραδόσεις στρατιωτικού εξοπλισμού, από τις δυνάμεις του Άξονα και από τους Συμμάχους (!) Η Γερμανία προσπάθησε να απομακρύνει την Τουρκία από το Ηνωμένο Βασίλειο, με διπλωματικές προσπάθειες. Ο Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα Λόρεν [Sir Percy Lyham Loraine, 1933-1939], σε μία αναφορά του από τις συναντήσεις του με τον Ινονού, τον χαρακτηρίζει “ψυχρό υπολογιστή”: «είναι αποφασισμένος, να επιβιώσει η χώρα του και μάλιστα να ωφεληθεί από την φασιστική-ναζιστική εισβολή στην Ευρώπη» (Weber 1985, σελ. 61). Πληροφορήθηκε ότι τις τελευταίες εβδομάδες του ισπανικού εμφυλίου, η Τουρκία πούλησε στον δικτάτορα Φράνκο τουρκικά αεροπλάνα! Όταν ζήτησε περισσότερες πληροφορίες από τον Σαράτσογλου, ο Τούρκος ΥΠΕΞ περιορίστηκε να χαμογελάσει αινιγματικά. Η Τουρκία δεν δεχόταν να δώσει εγγυήσεις για την Ελλάδα, σε περίπτωση που η χώρα γινόταν στόχος των Ιταλών, παρά τις πιέσεις του Λονδίνου και του Παρισιού.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Μουσολίνι που αποκαλούσε τη Μεσόγειο «Mare Nostrum» («δική μας θάλασσα»), ανάλογο του τωρινού συνθήματος περί «Γαλάζιας Πατρίδας» των Τούρκων, επιτίθεται στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι και πάλι παραβιάζοντας τους όρους του συμφώνου τους με Αγγλία και Γαλλία, παρέμειναν ουδέτεροι και έφεραν πάλι στο προσκήνιο προς τους Βρετανούς, τις απαιτήσεις τους για εδαφικές παραχωρήσεις σε Δωδεκάνησα, Βουλγαρική Θράκη και Αλβανία, ζητώντας ακόμη και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τον Ιανουάριο του 1941, ο φον Πάπεν τηλεγράφησε στο Βερολίνο ότι οι Βρετανοί είχαν παραχωρήσει την γαλλική εντολή της Συρίας στην Άγκυρα και αναμενόταν και η προσφορά της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου. Η αποτυχία του Μουσολίνι, ανάγκασε την Γερμανία να σχεδιάσει εισβολή στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Την 1η Μαρτίου 1941, η Βουλγαρία, επιθυμώντας να επεκταθεί σε ελληνικές, (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) και γιουγκοσλαβικές περιοχές, (Βαρντάσκα, Vardar), υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) και προσχώρησε επίσημα στις δυνάμεις του Άξονα. Την ακολούθησε στις 25 Μαρτίου 1941 η Γιουγκοσλαβία, υπογράφοντας το Τριμερές Σύμφωνο, έχοντας σταθερά στραφεί στην τροχιά του Άξονα κατά την διάρκεια του 1940[18]. Στρατιωτικοί ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας αντιτάχθηκαν, πραγματοποίησαν πραξικόπημα και ανέλαβαν την εξουσία στην χώρα τις επόμενες ημέρες. Τα γεγονότα αντιμετωπίστηκαν με ανησυχία στο Βερολίνο, καθώς προετοιμαζόταν να συνδράμει τον Ιταλό του σύμμαχο, στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Τα σχέδια τροποποιήθηκαν για να συμπεριλάβουν και την Γιουγκοσλαβία. Τον Απρίλιο του 1941, γερμανικά στρατεύματα έφθασαν στα βουλγαρικά σύνορα και ζήτησαν άδεια από την Βουλγαρία να διέλθουν από την επικράτειά της. Στις 6 Απριλίου 1941 η Γιουγκοσλαβία δέχθηκε εισβολή από όλες τις πλευρές από δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της συμμάχου Ουγγαρίας. Η εισβολή διήρκεσε λίγο περισσότερο από δέκα ημέρες, τελειώνοντας με την άνευ όρων παράδοση της χώρας στις 17 Απριλίου[19].

Η Γερμανία την ίδια ημέρα επιτέθηκε στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας. Ο βουλγαρικός στρατός κινήθηκε τον ίδιο μήνα, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την Βαρντάσκα (περιοχή Σκοπίων) και ορισμένα τμήματα της ανατολικής Σερβίας, οι οποίες, με την ελληνική δυτική Θράκη και την ανατολική Μακεδονία (επαρχία Αιγαίου),  προσαρτήθηκαν από την Βουλγαρία στις 14 Μαΐου. Για να καθησυχάσει την Τουρκία, στις 4 Μαρτίου 1941, ο φον Πάπεν διαβίβασε μια επιστολή από τον Χίτλερ στον Ινονού, στην οποία ο Χίτλερ έγραφε ότι δεν είχε ξεκινήσει αυτός τον πόλεμο και δεν σκόπευε να επιτεθεί στην Τουρκία. Τόνιζε ότι διέταξε τα στρατεύματά του στην Βουλγαρία να μείνουν μακριά από τα τουρκικά σύνορα και πρότεινε την υπογραφή ενός συμφώνου μη-επίθεσης. Η εισβολή στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε την 1η Ιουνίου 1941, (νωρίς τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου άρχισε η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης, η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς και ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν και κάτοικοι του νησιού, συνεχίστηκε με σφοδρότητα μέχρι την  29η  Μαΐου).

Στο μεταξύ στα νότια της Τουρκίας στο Ιράκ, στις 3 Απριλίου 1941, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα ο (κατά τους Άγγλους) φιλο-ναζιστής Ράσιντ Αλί Αλ-Γκαϊλάνι, ανατρέποντας το φιλο-βρετανικό καθεστώς και απευθύνοντας εκκλήσεις στην Γερμανία για βοήθεια, αφού όμως δεν ευδοκίμησαν επαφές του με τους Βρετανούς (Weber 1985, σελ. 125-132). Ο Χίτλερ ζήτησε άδεια από την Τουρκία για να χορηγήσει στρατιωτική βοήθεια στο Ιράκ, μέσω του εδάφους της. Σε αντάλλαγμα, η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε παραμεθόριες παραχωρήσεις από το Ιράκ. Καθώς διεξάγονταν σχετικές διαπραγματεύσεις, βρετανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Ιράκ: μεταξύ 18 Απριλίου και 3 Ιουνίου, η Βρετανία αποκατέστησε το καθεστώς του Emir Abdul-Illah, αντιβασιλέα του τετράχρονου βασιλιά Faisal II. Η γειτονική Συρία βρέθηκε επίσης υπό τον έλεγχο της γαλλικής φιλο-γερμανικής κυβέρνησης του Βισί. Η κατάσταση αυτή ανάγκασε τελικά τους Συμμάχους να στείλουν εκεί μια μικτή αγγλο-γαλλική δύναμη που κατέλαβε την χώρα – μάχη της Δαμασκού (18-21 Ιουνίου 1941). Μέχρι τις 21 Ιουνίου, η γαλλική φρουρά στην Δαμασκό παραδόθηκε στις Συμμαχικές Δυνάμεις.

Το ζήτημα μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας επιλύθηκε από αυτές τις εξελίξεις και με την επιμονή του φον Πάπεν: η Γερμανο-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας υπογράφηκε στις 18 Ιουνίου 1941. Στις 22 Ιουνίου 1941, τέσσερις μόνο ημέρες μετά την υπογραφή της Γερμανο-Τουρκικής Συνθήκης Φιλίας, γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, παραβιάζοντας το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη-επίθεσης, ενώ στο Ιράν του γερμανόφιλου Ρεζά Σαχ Παχλαβί, (πατέρα του Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, που ανατράπηκε από την επανάσταση του 1979 με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί), εισέβαλαν οι Σοβιετικοί από τον βορρά και οι Βρετανοί από το νότο, καταλαμβάνοντας μεγάλα τμήματα της χώρας. Τα γεγονότα αυτά, θορύβησαν σε μεγάλο βαθμό την Τουρκία, που διακήρυττε σε κάθε τόνο την απόφασή της να ακολουθήσει πολιτική αυστηρής ουδετερότητας και προσπαθούσε να εξασφαλίσει εγγυήσεις από τους αντιπάλους, ότι η θέση της αυτή θα γίνει σεβαστή. Πράγματι, η Βρετανία και η ΕΣΣΔ έδωσαν το φθινόπωρο του 1941 τις σχετικές διαβεβαιώσεις στην τουρκική ηγεσία, η οποία ωστόσο παρέμενε επιφυλακτική.

Μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκέμβριο του 1941, οι ΗΠΑ εισήλθαν στον πόλεμο. Τον Δεκέμβριο του 1941, ο Βρετανός ΥΠΕΞ Άντονι Ίντεν επισκέφθηκε τη Μόσχα. Οι Τούρκοι, σκεπτόμενοι και το προγενέστερο μοτίβο της βρετανο-σοβιετικής εισβολής στο Ιράν, πανικοβλήθηκαν. Στις 8/1/1942, σε λόγο του στην Βουλή των Κοινοτήτων, ο Ίντεν καθησύχασε τις τουρκικές φοβίες, λέγοντας ότι «η καθόλα φιλική» Τουρκία δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από μια συμμαχική νίκη, ότι δεν κινδύνευε η εδαφική της ακεραιότητα και ότι οι διαβεβαιώσεις του φθινοπώρου του 1941, θα τηρούνταν στο ακέραιο. Και πάλι όμως οι ανησυχίες της τουρκικής ηγεσίας δεν έπαψαν. Ο φον Πάπεν, πίστευε ότι η προσπάθεια της Βρετανίας να εγκαθιδρύσει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη με την βοήθεια των Σοβιετικών, ενόχλησε σφοδρά τους Τούρκους, που δεν ήθελαν την καταστροφή της Βρετανίας από την Γερμανία, αλλά ούτε και μια στενή σχέση Βρετανίας και ΕΣΣΔ. Ο Μενεμεντζόγλου, στις 8 Απριλίου 1941, είχε δηλώσει στον φον Πάπεν: «Δεν μας εξυπηρετεί μια ολοκληρωτική βρετανική νίκη, ούτε μια ολοκληρωτική νίκη της Γερμανίας διότι για μας, η ύπαρξη μιας σταθεροποιημένης Κεντρικής Ευρώπης παραμένει μια βασική προϋπόθεση». Πάντως, η πιο πετυχημένη διατύπωση των τουρκικών επιθυμιών, περιγράφεται από τα λόγια του Ιταλού πρέσβη στην Άγκυρα Ντε Πέπο: «Η ιδεώδης λύση για τους Τούρκους, είναι ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης να πέσει πάνω στο πτώμα του τελευταίου Ρώσου».

Ακολουθεί σε μετάφραση το κείμενο της Γερμανο-Τουρκικής Συνθήκης Φιλίας του 1941.

434px-Deutsches_Reichsgesetzblatt_41T2_028_0261

Εικόνα 2: Η Γερμανο-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας του 1941

Συνθήκη φιλίας μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας [18 Ιουνίου 1941]

Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Τουρκική Δημοκρατία, εμπνευσμένες από την επιθυμία να τεθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ειλικρινούς φιλίας, συμφώνησαν με την επιφύλαξη των υφιστάμενων υποχρεώσεων και των δύο χωρών να συνάψουν μια συνθήκη.

Για το σκοπό αυτό, ο Καγκελάριος του Γερμανικού Ράιχ όρισε τον Πρέσβη Franz von Papen και ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας όρισε τον Υπουργό Εξωτερικών Şükrü Saracoğlu ως πληρεξούσιους, οι οποίοι, βάσει των εξουσιών που τους παραχωρήθηκαν, συμφώνησαν στην ακόλουθη διακήρυξη:

Άρθρο Ι

Η Γερμανία και η Τουρκία δεσμεύονται αμοιβαία να σέβονται την ακεραιότητα και το απαραβίαστο των εδαφών τους και δεν θα λάβουν κανένα μέτρο που στοχεύει άμεσα ή έμμεσα εναντίον του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

Άρθρο ΙΙ

Η Γερμανία και η Τουρκία δεσμεύονται στο μέλλον να επικοινωνούν μεταξύ τους με φιλικό τρόπο για όλα τα ζητήματα που επηρεάζουν τα κοινά τους συμφέροντα, προκειμένου να επιτευχθεί κατανόηση σχετικά με την αντιμετώπιση τέτοιων ερωτημάτων.

Άρθρο ΙΙΙ

Η προαναφερθείσα συνθήκη θα επικυρωθεί με κείμενα επικύρωσης, τα οποία θα ανταλλαχθούν άμεσα στο Βερολίνο. Η συνθήκη τίθεται σε ισχύ την ημέρα της υπογραφής της και ισχύει για περίοδο δέκα ετών.

Τα μέρη που συνάπτουν τη συνθήκη θα συμφωνήσουν την κατάλληλη στιγμή σχετικά με το ζήτημα της επέκτασης της συνθήκης.

Συντάχθηκε σε δύο αντίτυπα σε πρωτότυπο, στην γερμανική και την τουρκική γλώσσα, στην Άγκυρα στις 18 Ιουνίου 1941.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Σε σχέση με την ευχάριστη σύναψη της γερμανο-τουρκικής συνθήκης σήμερα, έχω την τιμή να επιστήσω την προσοχή της εξοχότητάς σας στο γεγονός ότι η κυβέρνησή μου είναι έτοιμη, στο μέτρο του δυνατού, για περαιτέρω οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Τουρκίας, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες που παρέχει η οικονομική διάρθρωση των δύο χωρών και λαμβάνοντας ως βάση εμπειρίες που έλαβαν χώρα προς όφελος και των δύο χωρών κατά την διάρκεια του πολέμου. Και οι δύο κυβερνήσεις θα ξεκινήσουν αμέσως διαπραγματεύσεις για να διαμορφώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την βάση της συνθήκης για την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας.

ΔΗΛΩΣΗ ΤΥΠΟΥ-ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ

Σε σχέση με την ευχάριστη σύναψη της συνθήκης, οι πληρεξούσιοι και των δύο πλευρών εκφράζουν την επιθυμία, ο Τύπος και των δύο χωρών, καθώς και το ραδιόφωνο και στις δύο πλευρές, στις δημοσιεύσεις και τις μεταδόσεις τους να λαμβάνουν πάντα υπόψη το πνεύμα της φιλίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας.

Τα παρεπόμενα της συνθήκης

Στο πλαίσιο της προαναφερομένης συνθήκης, τον Οκτώβριο του 1941, η Τουρκία και η Γερμανία υπέγραψαν τη συμφωνία Clodius, (έλαβε τ΄ όνομά της από τον Γερμανό διαπραγματευτή Karl Clodius, 1897-1952).  Η Τουρκία συμφώνησε να εξάγει 45.000 τόνους χρωμίου στην Γερμανία το 1941 και το 1942, και 90.000 τόνους του ορυκτού το 1943 και το 1944, ανάλογα με τις προμήθειες στρατιωτικού εξοπλισμού της Γερμανίας στην Τουρκία[20]. Η Γερμανία θα παρείχε 117 σιδηροδρομικές ατμομηχανές και 1.250 εμπορευματικά σιδηροδρομικά αυτοκίνητα για τη μεταφορά του μεταλλεύματος. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί ο εφοδιασμός της Γερμανίας με αυτό το στρατηγικό ορυκτό, οι ΗΠΑ και η Βρετανία προχώρησαν σε (μονοψωνιακή) αγορά του από την Άγκυρα, [50.000 τόνους χρωμίτη το 1941 και άλλους τόσους το 1942] αν και δεν τον χρειάζονταν, (γεωπολιτική έναντι γεωοικονομίας). Εξάλλου, στο πλαίσιο της «συμφωνίας πακέτων» που επιδίωξαν οι «επιτήδειοι στα παζαρέματα» Τούρκοι, οι Αγγλο-Αμερικανοί προμηθεύτηκαν αναγκαστικά και τουρκικά αποξηραμένα φρούτα και καπνό. Τελικά οι Γερμανοί προμηθεύτηκαν ορισμένες ποσότητες χαλκού και χρωμίτη μόλις στα τέλη του 1943.

Το σύμφωνο φιλίας μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας της 18ης Ιουνίου 1941, αποθάρρυνε τους Συμμάχους και τους Άραβες. Ωστόσο και η Άγκυρα αν και αρχικά ενθουσιάστηκε με την γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, η βρετανική πλήρη υποστήριξη προς τη Μόσχα, της προκάλεσε αμηχανία και ταραχή, την οποία ενίσχυσε η αγγλο-σοβιετική εισβολή στο Ιράν. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν και οι παντουρανιστικές βλέψεις  της Τουρκίας, προκαλώντας τις αντιδράσεις και των Αρμενίων.

Το 1942, ήταν μια κομβική χρονιά για τη συνέχεια του πολέμου: αρχικά οι Γερμανοί είχαν επιτυχίες. Από τον Φεβρουάριο του 1942, η Τουρκία είχε αρχίσει συζητήσεις με το Βερολίνο για την απόκτηση όπλων, χωρίς να το αποκρύψει από το Λονδίνο. Συνέχισε να προμηθεύει στην Γερμανία μέταλλα, κυρίως χρώμιο, για την κατασκευή όπλων. Στις 17 Μαρτίου 1942, ο Ινονού δήλωσε: «Έχουμε λάβει όλες τις προφυλάξεις. Η πολιτική μας για το μέλλον είναι ανοικτή και σαφής. Θα αγωνισθούμε να μείνουμε εκτός σύρραξης. Αν αποδειχθεί αδύνατον να αποφευχθεί ο πόλεμος, θα κάνουμε το καθήκον μας με έντιμο τρόπο». Παρασκηνιακά η Άγκυρα φέρεται να ακολουθούσε φιλο-γερμανική πολιτική: αυτό προκύπτει από την παροχή πληροφοριών στους ναζί και από τις «καλυμμένες» δράσεις σε βάρος των Σοβιετικών. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο και η βοήθεια που παρείχαν, μαζί με την Βρετανία στην ΕΣΣΔ, δημιούργησαν νέους φόβους στους Τούρκους από ενδεχόμενη κυριαρχία της Μόσχας στην Ανατολή. Κάθε νέα εξέλιξη στα πολεμικά μέτωπα, προκαλούσε αυτόματα ανησυχίες στην Τουρκία[21].

Οι επιτυχίες των Γερμανών στην βόρεια Αφρική, (κατάληψη του Τομπρούκ) και στο ρωσσικό μέτωπο, (κατάληψη της Σεβαστούπολης), τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1942, ήταν επαρκείς λόγοι για τη συνέχιση της τουρκικής αντίστασης στις συμμαχικές πιέσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1942, η Τουρκία σύναψε δάνειο 100 εκατ. μάρκων με την Γερμανία, ανανεώνοντας την τουρκική ουδετερότητα, χωρίς όμως να την κάνει και περισσότερο συνεργάσιμη. Στις 8 Ιουλίου 1942, πέθανε ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρεφίκ Σαὒντάμ [Refik Saydam] και την θέση του κατέλαβε ο Σαράτσογλου, με Υπουργό Εξωτερικών του Νουμάν Μενεμεντζόγλου. Την περίοδο αυτή, η Τουρκία διατύπωσε και το περίφημο «δόγμα της ενεργού ουδετερότητας», (διατύπωση και δημιούργημα του Μενεμεντζόγλου): σύμφωνα με αυτό, η τουρκική πολιτική δεν θα παρέμενε στην διακήρυξη της θέλησής της να παραμείνει ουδέτερη και στην αναμονή των οποιονδήποτε εξελίξεων. Θα προσπαθούσε να επηρεάσει τις διεθνείς εξελίξεις προς όφελός της και να αποκτήσει σύγχρονο οπλισμό.

Την πολιτική αυτή σχολίασε ο αξιωματούχος του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, G.L. Clutton, ως εξής: «Ένας ενεργός ουδέτερος έχει ένα πόδι σε καθεμία από τις δύο πλευρές. Είναι επιτρεπτό γι’ αυτόν να έχει μια συμμαχία με τον ένα εκ των εμπολέμων, εφόσον έχει σύμφωνο φιλίας με τον άλλον. Αυτή η πολιτική επιτρέπει στην χώρα να διατηρήσει την ουδετερότητά της, αλλά συγχρόνως της δίνει την δυνατότητα να την εξαργυρώσει με την πλευρά οποιονδήποτε των εμπολέμων νικήσει στον πόλεμο. Η πολιτική αυτή επιτρέπει επίσης στην ουδέτερη χώρα να διατηρεί το δικαίωμα ασκήσεως προτιμήσεως υπέρ του ενός ή τον άλλου των εμπολέμων. Υπάρχει κάποιο στοιχείο από τον Γκάντι στην πολιτική αυτή, που βεβαιότατα είναι ανήθικη, αλλά είναι γνήσια τουρκική και η πανουργία και η εξυπνάδα της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή», (Φάκελος Foreign Office, FO 371/R5215/810/44).

Από το καλοκαίρι του 1942, η Τουρκία «εξισορρόπησε» τις ιδιαίτερες σχέσεις της με την Γερμανία, μέσω της αυξημένης ανοχής που έδειχνε στις δραστηριότητες των Βρετανών στο έδαφός της. Ο Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα σερ Χιου Νάτσμπουλ-Χιούγκεσεν, βλέποντας την Τουρκία να αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ των δύο αντιπάλων συνασπισμών, επισημαίνει με τηλεγράφημά του στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, (29/8/1942): «Εκτός εάν βελτιωθεί η στρατιωτική κατάσταση, είναι δυνατόν να βρεθούμε σύντομα ενώπιον μίας αδέξιας κρίσεως στις σχέσεις Τουρκίας και Γερμανίας, καθώς και Τουρκίας και ημών». Λίγο αργότερα, ο πρέσβης ενημερώνει τους ανωτέρους του, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να συγκινηθούν από τις επικλήσεις οποιασδήποτε πλευράς στο συναίσθημα ή τις άνευ περιεχομένου πιέσεις, παρά μόνο από την απλή δύναμη και το συμφέρον, (φάκελος FO371/R6369/381/44).

Παρά τις γερμανικές επιτυχίες, φαινόταν ότι η ορμή των δυνάμεων του Άξονα είχε αρχίσει να ανακόπτεται. Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές επιχείρησαν να ωθήσουν την Τουρκία στον πόλεμο. Οι πιέσεις, αυτές οδήγησαν την τουρκική ηγεσία σε μια σειρά από αντικρουόμενες μεταξύ τους δηλώσεις. Ωστόσο οι ήττες των Γερμανών στην βόρεια Αφρική και το ανατολικό μέτωπο, το φθινόπωρο του 1942, άρχισαν να γέρνουν την πλάστιγγα προς την πλευρά των Συμμάχων. Η Άγκυρα δεν μπορούσε πλέον να ισχυριστεί σ΄ αυτούς, ότι εμποδίζει την κάθοδο των Γερμανών στη Μέση Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα την τρομοκρατούσε η ισχυροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησε να πείσει την Τουρκία για μία ακόμη φορά,  να κηρύξει πόλεμο εναντίον του Άξονα. Τον Αύγουστο του 1944, οι Σοβιετικοί εισήλθαν στην Βουλγαρία και διέκοψαν τις χερσαίες επαφές μεταξύ της Τουρκίας και των δυνάμεων του Άξονα. Η Τουρκία διέκοψε τις διπλωματικές και εμπορικές της σχέσεις με την Γερμανία, η οποία είχε προηγηθεί της Συνθήκης Φιλίας, και στις 23 Φεβρουαρίου 1945, η Τουρκία κήρυξε πόλεμο στην Γερμανία.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ – ΕΔΑΦΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ

Το Βερολίνο και το Λονδίνο είχαν αντιληφθεί ότι η Άγκυρα ζητούσε παρασκηνιακά, εδαφικά ανταλλάγματα για τις «υπηρεσίες» της. Από τα βρετανικά και τα γερμανικά αρχεία, από τις βολιδοσκοπήσεις των Τούρκων και από άλλες πηγές, καθίσταται σαφές ότι η γειτονική χώρα επιδίωκε οφέλη, σε βάρος άλλων. Σε έκθεση της βρετανικής πρεσβείας στην Άγκυρα προς το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέρεται ότι οι Γερμανοί προσέφεραν γειτονικά εδάφη στην Άγκυρα και συγκεκριμένα το Χαλέπι της Συρίας και ορισμένα από τα ελληνικά νησιά,  (FO 371/R2363/486/44). Ο φον Πάπεν, είχε εισηγηθεί στον Γερμανό ΥΠΕΞ Ρίμπεντροπ, ήδη από το 1941, να ικανοποιήσουν τις τουρκικές αξιώσεις στην βόρεια Συρία και οι απόψεις του Ρίμπεντροπ για απόδοση στην Τουρκία ελληνικών νησιών του Αιγαίου και τμήματος της (συμμαχικής τους) Βουλγαρίας, είναι καταγεγραμμένες σε γερμανικά αρχεία. O G.L. Clutton, σχολίαζε στις 22/6/1942:  «Πιθανότατα, οι Τούρκοι έχουν εδαφικές φιλοδοξίες για τα νησιά του Αιγαίου αλλά, εκτός εάν διαδραματίσουν έναν ενεργό ρόλο στον πόλεμο, είναι απίθανο να τις δουν να πραγματοποιούνται», (FO 371R/4087/24/44). Σε μνημόνιο που συνέταξε ο Clutton στις 9/9/1942, παραθέτει τις τουρκικές βλέψεις στην Υπερκαυκασία, στα τουρκο-ιρανικά σύνορα, στη Μοσούλη, στην Βουλγαρία και στα Δωδεκάνησα, όπου οι Τούρκοι ανέμεναν να λάβουν τα περισσότερα απ΄ αυτά. Ειδικά για το Καστελλόριζο, ο φον Πάπεν έγραφε στον τότε Υφυπουργό Εξωτερικών Ερνστ φον Βαϊτζέκερ, ότι βρίσκεται σε απόσταση 3 ν.μ. από τις τουρκικές ακτές. Επέμενε ότι δεν ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια της Ιταλίας και ότι η συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού από τους Ιταλούς, «αποτελούσε ύβρη και πρόκληση στην τουρκική κυριαρχία». Η Ιταλία, ισχυριζόταν από την πλευρά της ότι το Καστελλόριζο βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, γιατί από εκεί θα μπορούσε να βομβαρδιστεί η διώρυγα του Σουέζ ή να αποκλειστούν τα Στενά, ο φον Πάπεν όμως πρόβαλε το επιχείρημα ότι η πόλεμος δεν θα κερδιζόταν στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά στην βρετανική οδική επικοινωνία προς την Ινδία, μέσω Υπεριορδανίας (Ιορδανία) και Ιράκ.

Ο Τσώρτσιλ μετά τη μυστική του συνάντηση με τον Ρούζβελτ στην Καζαμπλάνκα (14/1/1943), επισκέφθηκε τα Άδανα (30, 31 Ιανουαρίου 1943), για συζητήσεις με την τουρκική ηγεσία. Η «Επιχείρηση Τόλμη», (Operation Hardihood), που συμφωνήθηκε, δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη, λόγω της τουρκικής κωλυσιεργίας. Ο Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα, «είχε παραιτηθεί πλέον τελείως με αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι απλώς δεν ακούν ότι δεν θέλουν ν’ ακούσουν», (FO 371/R5366/55/44). Το δεύτερο μέτωπο που επιζητούσε διακαώς ν’ ανοίξει ο Τσώρτσιλ στην Ευρώπη, παρέμεινε ανέφικτο. Ο Ρίμπεντροπ σκέφθηκε ότι η κατάσταση απαιτούσε την κατοχή της Τουρκίας, πριν αυτή αποκηρύξει την ουδετερότητά της, ο Πάπεν όμως τον σταμάτησε, απαλλάσσοντας έτσι την Άγκυρα από μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1943, πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις στρατιωτικών των Συμμάχων στην τουρκική πρωτεύουσα. Στις 3/9/1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε. Ο Τσώρτσιλ σκέφθηκε ότι ήταν ιδανική ευκαιρία να καταλάβει τα Δωδεκάνησα, (υπό ιταλική κατοχή από το 1911). Παρά το γεγονός ότι αρχικά τα Δωδεκάνησα παραδόθηκαν στους Συμμάχους, οι Γερμανοί τελικά τα κατέλαβαν (22/11/1943). Η Τουρκία τότε, πρόσφερε σημαντική βοήθεια στους Έλληνες (του Ιερού Λόχου) και τους Βρετανούς καταδρομείς. Με αλιευτικά και άλλα σκάφη της, μεταφέρθηκαν στις τουρκικές ακτές.

Ωστόσο, οι πιέσεις προς την Τουρκία, (όπως για την παραχώρηση αεροδρομίων στους Συμμάχους), συνεχίζονταν. Πρόσθετα υπήρξαν ανταγωνιστικοί στόχοι Βρετανών και Σοβιετικών, στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, προμηνύματα της μετέπειτα αντιπαλότητας των Συμμάχων. Ο Ίντεν συναντήθηκε στο Κάιρο με τον Μενεμεντζόγλου και άλλους Τούρκους αξιωματούχους (5-7/11/1943). Μετά το τέλος των συνομιλιών τηλεγράφησε στον Τσώρτσιλ: «Τα επιχειρήματα μου ήταν ελάχιστα αποτελεσματικά δεδομένου ότι τόσο ο (Τούρκος) Υπουργός Εξωτερικών όσο και ο γ.γ. (τον ΥΠΕΞ) Ατσικαλίν, εφαίνοντο να είναι ιδιαίτερα κουφοί. Όταν αναγκάσθηκα τελικώς να στραφώ προς έναν νεότερο (Τούρκο) αξιωματούχο παρουσίασε και αυτός την ίδια δυσκολία να ακούσει ότι του έλεγα. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο κουφός όσο ένας Τούρκος που δεν θέλει να πεισθεί». Παρά τις έμμεσες απειλές του Ίντεν, οι Τούρκοι, έμειναν στις καλές προθέσεις και δεν «μπήκαν» στον πόλεμο. Στην διάσκεψη της Τεχεράνης, (Τσώρτσιλ, Ρούσβελτ,  Στάλιν, 28/11-1/12/1943), ο Βρετανός ηγέτης έθεσε μετ’ επιτάσεως το θέμα της εισόδου της Τουρκίας στον πόλεμο. Ο Ρούσβελτ αντιδρούσε, θέτοντας ως βασικό στόχο την απόβαση στη Νορμανδία. Ο Τσώρτσιλ συναντήθηκε με τον Ινονού στην δεύτερη Διάσκεψη του Καΐρου, στις 4/12/1943, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Στα απομνημονεύματά του [Τσώρτσιλ], γράφει: «Όταν ζητούσαμε από τους Τούρκους να δώσουν μια ευρύτερη ερμηνεία στην ουδετερότητά τους, παραχωρώντας τις αεροπορικές τους βάσεις απαντούσαν: «Α, όχι! Δεν δεχόμαστε να παίξουμε παθητικό ρόλο». Όταν πάλι τους ζητούσαμε να μπουν αποφασιστικά στον πόλεμο, αναφωνούσαν: «Α, όχι! Δεν είμαστε αρκετά εξοπλισμένοι». Οι Τσώρτσιλ, έδωσε στους Τούρκους ως καταληκτική ημερομηνία για την είσοδό τους στον πόλεμο, την 15η Φεβρουαρίου 1944.

Ο Μενεμεντζόγλου, ενημέρωσε λεπτομερώς τον Γερμανό πρέσβη φον Πάπεν (!) για τα αποτελέσματα της διάσκεψης του Καΐρου. Ο Γερμανός του είπε ότι η άφιξη έστω και ενός συμμαχικού αεροπλάνου σε τουρκικό αεροδρόμιο, θα σήμαινε άμεση κήρυξη του πολέμου στην Τουρκία από την Γερμανία.

Η Τουρκία, συνέχισε να κωλυσιεργεί και στις 12/12/1943, ζήτησε από την Βρετανία 126 αεροσκάφη Σπιτφάιρ, 500 άρματα μάχης Σέρμαν και 68.000 τόνους καυσίμων! Η Τουρκία ήταν μία εξοργιστική υπόθεση, έγραψε το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, στον πρέσβη του στην Άγκυρα. Σημειώνεται ότι η επίσης ουδέτερη Πορτογαλία, πρόσφερε χωρίς ανταλλάγματα στους Συμμάχους, τα στρατηγικής σημασίας αεροδρόμια των Αζορών, στις 12 Οκτωβρίου 1943. Στο τέλος Φεβρουαρίου 1944, οι βρετανο-τουρκικές συζητήσεις, σε επίπεδο επιτελών, διακόπηκαν. Στις 25/3/1944, ο Τσώρτσιλ σε ομιλία του στη Βουλή, επέκρινε έντονα την Τουρκία και ανακοίνωσε την διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς αυτή. Ο Μενεμεντζόγλου την ίδια περίοδο πρότεινε μια βαλκανική ομοσπονδία, υπό την αιγίδα της Τουρκίας, για να διαιτητεύσει μεταξύ της Γερμανίας και της «Πανσλαβικής» Ευρώπης.

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, ο ντε Γκολ σχημάτισε κυβέρνηση, ενώ οι χώρες που κατείχαν οι δυνάμεις του Άξονα, ελευθερώνονταν η μία μετά την άλλη. Στις 4 Φεβρουαρίου 1945, έγινε η ιστορική διάσκεψη της Γιάλτας. Η Τουρκία, που είχε σταματήσει την αποστολή χρωμίτη στην Γερμανίας στις 20 Απριλίου 1944, είχε διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με τους ναζί στις 2 Αυγούστου 1944, (ο Μενεμεντζόγλου απολύθηκε στις 16 Ιουνίου 1944), στις 23 Φεβρουαρίου 1945 (!) κήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία και υπέγραψε τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Την ίδια μέρα, κήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία και η Ουρουγουάη. Στις 30/4/1945 αυτοκτόνησε ο Χίτλερ και υψώθηκε από τους Σοβιετικούς η σημαία τους στο γερμανικό Ράιχσταγκ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Θάνος Βερέμης, γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου «Ο Επιτήδειος Ουδέτερος» τα εξής: «Αν η Τουρκία δεν ήταν, παρά τις υποχρεώσεις της, διατεθειμένη να πολεμήσει ΄΄για τα γαλάζια μάτια της Πολωνίας΄΄, όπως το έθεσε ο Υπουργός Εξωτερικών Σουκρού Σαράτσογλου, τίποτα δεν την υποχρέωνε να ζητάει από τους Γερμανούς και τους Άγγλους τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, εντολή για την Αλβανία, εδαφικές ρυθμίσεις σε βάρος της Βουλγαρίας, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, κ.ά. Ο Σαράτσογλου ζητούσε ακόμα από τους Γερμανούς να του αναθέσουν την φύλαξη της Χίου, Σάμου και Λέσβου, εδάφη της Συρίας, του Ιράκ και του Καυκάσου και εντολή για τη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο. Απαιτήσεις δηλαδή που ισοδυναμούσαν με την αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας».

Αν και η Τουρκία δεν πολέμησε ποτέ, οι διπλωμάτες της ανέπτυξαν έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα. Πέτυχαν να διατηρήσουν την χώρα τους ανέπαφη, «ισορρόπησαν σε δύο βάρκες» και τελικά η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία ουσιαστικά μετά τη λήξη του.[22] Ωστόσο η Άγκυρα σύντομα θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις: τον Μάρτιο του 1945 η Μόσχα κατήγγειλε το σύμφωνο φιλίας και μη-επιθέσεως που είχε υπογράψει με την Άγκυρα το 1925. Τον Ιούνιο του 1945 ο Στάλιν υπέβαλε μια σειρά από αιτήματα στην τουρκική κυβέρνηση, από την πραγματοποίηση των οποίων εξαρτιόταν η συνομολόγηση νέας διμερούς συνθήκης: επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση των επαρχιών Καρς, Αρνταχάν και Αρτβίν, εγκατάσταση σοβιετικών βάσεων στα Στενά και αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ. Η Τουρκία θα αποφάσιζε την ουσιαστική της πρόσδεση στην Δύση.

Πηγή: infognomonpolitics.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: