Συνήθως και μέχρι αρκετά πρόσφατα η ψυχική λειτουργία της εγκύου με τις μεταπτώσεις και τα προβλήματά της ήταν ευθύνη περισσότερο των μαιευτήρων, εκτός αν τα πράγματα εξελίσσονταν πιο σοβαρά. Όμως από το 1960 και μετά και λόγω των αλλαγών στις διάφορες πλευρές της ζωής της γυναίκας, οδηγηθήκαμε στο διαχωρισμό της γυναικολογικής και μαιευτικής φροντίδας των γυναικών από την ψυχολογική ή ψυχιατρική τους φροντίδα. Ενώ μέχρι πριν αρκετά χρόνια πιστεύαμε πως η εγκυμοσύνη ήταν μια περίοδος αποκλειστικής ευεξίας και μάλιστα ότι οι γυναίκες όφειλαν να νιώθουν συνεχώς χαρούμενες, τώρα γνωρίζουμε ότι ένα σύνολο ψυχολογκών ή ψυχατρικών προβλημάτων μπορούν κάλλιστα να εμφανιστούν κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η συχνότητα διαφόρων διαταραχών και ιδίως της κατάθλιψης, είναι παρόμοια με εκείνη μη εγκύων γυναικών αντίστοιχης ηλικίας.
Συνήθως επικρατούν τρία στάδια στην ψυχολογική προσαρμογή κατά τη διαρκεια της εγκυμοσύνης που αντιστοιχούν κάπως στα τρία τρίμηνα. Κατά το πρώτο που κρατά περίπου μέχρι τους 4,5 μήνες, κυρίαρχο είναι το ζήτημα της αποδοχής της εγκυμοσύνης, και πολλές φορές ενυπάρχει αμφιθυμία σε σχέση με την κύηση. Συχνά υπάρχει φόβος για αποβολή και συχνά τα ζευγάρια δεν το αποκαλύπτουν πριν περάσει το πρώτο τρίμηνο. Όσο προχωρεί η εγκυμοσύνη και αισθάνεται περισσότερη ασφάλεια η γυναίκα, τόσο είναι πιο έτοιμη να το μοιραστεί, και αυτό σχετίζεται με το ότι συνειδητοποιεί ότι φέρνει μέσα της ζωή. Αυτό το στάδιο φτάνει μέχρι τον 7ο μήνα. Εδώ ξεκινά ο συναισθηματικός δεσμός με το έμβρυο καθώς και ζητήματα αποχωρισμού και αυτονομίας από τη δική της μητέρα. Ενδιαφέρον είναι ότι άλυτες συγκρούσεις με τη μητέρα, μπορεί να επηράζουν περισσότερο την προσαρμογή στην εγκυμοσύνη απ’ό,τι μια συγκρουσιακή σχέση με το σύντροφο. Προς το τελευταίο τρίμηνο κυριαρχεί η προετοιμασία για τον ερχομό του μωρού. Επίσης, εμφανίζονται φόβοι για την υγεία του ή ότι θα πονέσει η ότι θα χάσει το έλεγχο της συμπεριφοράς της.
Γενικά για την κατάθλιψη, οι γυναίκες με ιστορικό κατάθλιψης έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν κατάθλιψη περιγεννητικά. Μετά τον τοκετό, δηλαδή στη λοχεία, η επίπτωση των ψυχικών διαταραχών αυξάνει σημαντικά. Μπορεί να ποικίλουν από τα postpartum blues ως την επιλόχειο κατάθλιψη και πιο σοβαρές καταστάσεις, δηλαδή τις επιλόχειες ψυχώσεις. Η λοχειακή δυσφορία είναι η λιγότερο σοβαρή κατάσταση, που υποχωρεί από μόνη της περίπου σε λίγες μέρες.
Η επιλόχειος κατάθλιψη εκδηλώνεται στο 10-15% των νέων μητέρων, συνήθως τις πρώτες 6-8 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Συχνά δεν αναγνωρίζεται από τους οικείους αλλά δεν διαγιγνώσκεται και από τους γιατρούς. Ούτε η ίδια η γυναίκα δεν κατανοεί τι της συμβαίνει, έχει φύγει από το μαιευήριο, όλα έχουν πάει καλά, και νοιώθει ότι κάτι δεν παέι καλά ενώ θα έπρεπε να νοιώθει ευτυχισμένη. Η επιλόχειος κατάθλιψη αναφέρεται στην εμφάνιση κατάθλιψης μετά τη γέννηση ενός παιδιού. Εμφανίζεται σε περίπου μία στις δέκα μητέρες και είναι μία από τις πιο συχνές επιπλοκές ενός τοκετού, αν και επειδή δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό μία μητέρα να μην είναι πλημμυρισμένη από ευχάριστα συναισθήματα μετά τη γέννηση του παιδιού, πολλές μητέρες υποφέρουν σιωπηλά. Η επιλόχειος κατάθλιψη συνήθως εκδηλώνεται εντός ενός μηνός από τον τοκετό, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί μέχρι και 6 μήνες μετά.
Η αιτιολογία της επιλόχειου κατάθλιψης δεν είναι γνωστή και διερευνάται μία ποικιλία παραγόντων από ορμονικούς μέχρι περιβαλλοντικούς. Το σημαντικό είναι ότι δεν πρόκειται για μία διαταραχή που οφείλεται στο γεγονός ότι η γυναίκα που γέννησε δεν είναι “αρκετά καλή μητέρα” και γενικώς δεν είναι κάτι για το οποίο ευθύνεται η ίδια η μητέρα, αλλά μία ανεπιθύμητη επιπλοκή του τοκετού. Οι μητέρες που υποφέρουν από επιλόχειο κατάθλιψη δεν προξενούν σκόπιμα κακό στα παιδιά τους, παρότι περίπου οι μισές κάνουν τέτοιες σκέψεις και ανησυχούν πολύ για αυτές, είναι ωστόσο τόσο το άγχος που τους προκαλούν αυτές οι σκέψεις που είναι απίθανο να τις υλοποιήσουν.
Συχνά συμπτώματα της επιλόχειου κατάθλιψης είναι η “πεσμένη” διάθεση ολόκληρη την ημέρα ή για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, η αδυναμία της μητέρας να ευχαριστηθεί με οτιδήποτε, η απώλεια του ενδιαφέροντος για τον εαυτό της και το μωρό της, η συχνή τάση για κλάμα, η συνεχής αίσθηση εκνευρισμού, συναισθήματα ενοχής, απόρριψης ή ανεπάρκειας και η αδυναμία συγκέντρωσης (π.χ. η μητέρα ξεχνάει ή χάνει πράγματα). Άλλα συμπτώματα είναι η μειωμένη ενεργητικότητα, οι διαταραχές στον ύπνο, η αυξημένη ή η μειωμένη όρεξη για φαγητό και η μείωση της σεξουαλικής διάθεσης. Όμως τα συμπτώματα αυτά είναι “φυσιολογικά” για μία σύντομη περίοδο αμέσως μετά τον τοκετό και κατά συνέπεια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστεί η ύπαρξη επιλόχειου κατάθλιψης. Τα παραπάνω συμπτώματα επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα της μητέρας να εκτελέσει τις καθημερινές της δραστηριότητες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η επιλόχειος κατάθλιψη υποχωρεί εντός ενός διαστήματος που κυμαίνεται από μερικές εβδομάδες ως 2 περίπου χρόνια. Ωστόσο, η επιλόχειος κατάθλιψη αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά τόσο ψυχοθεραπευτικά, όσο μέσω φαρμακευτικής αγωγής και δεν υπάρχει κανένας λόγος για μία μητέρα να υποφέρει χωρίς βοήθεια. Η συγκεκριμένη περίοδος είναι φορτισμένη τόσο για τη μητέρα, όσο και για το σύντροφο, ο οποίος συνήθως, όπως και το ευρύτερο περιβάλλον της μητέρας, δεν κατανοούν τις συγκεκριμένες διαθέσεις ή συμπεριφορές. Αυτό μπορεί να επιφέρει περαιτέρω αρνητικά συναισθήματα, επικριτικότητα και εκνευρισμό από την πλευρά του συντρόφου, τα οποία θα ενδυναμώσουν τις αρνητικές πεποιθήσεις που έχει η γυναίκα για τον εαυτό της την περίοδο αυτή, ότι δεν είναι αρκετά καλή ούτε ως μητέρα ούτε ως σύντροφος. Αυτός ο φαύλος κύκλος θα ενισχύεται όσο η κατάσταση δεν αντιμετωπίζεται, με τη γυναίκα να αισθάνεται συνεχώς ότι δεν βρίσκει κατανόηση πουθενά και ότι όσα της ζητούνται είναι αδύνατο να τα φέρει εις πέρας.
Συχνά οι σύντροφοι/σύζυγοι αισθάνονται ότι δεν αναγνωρίζουν τη σύντροφό τους, ότι ένας «άλλος άνθρωπος» είναι στο σπίτι, που συνήθως είναι ευερέθιστος, κουρασμένος και με κακή διάθεση. Μάλιστα συχνά αυτό προκαλεί ανησυχίες μήπως ο ερχομός του παιδιού, που ούτως ή άλλως φέρνει αλλαγές στη ζωή ενός ζευγαριού, αλλάξει τη σχέση με τη σύντροφό του, με αποτέλεσμα συνήθως ο σύντροφος να απομακρύνεται συναισθηματικά. Γι΄αυτό το λόγο έχει μεγάλη σημασία να μην αφεθεί η μητέρα αβοήθητη, αλλά τόσο η ίδια όσο και το περιβάλλον της να μην ερμηνεύουν πρόχειρα αυτές τις αλλαγές της διάθεσης και να απευθυνθούν κατ΄ αρχήν στο γυναικολόγο, εάν αισθάνεται πιο οικεία έτσι η μητέρα και σε δεύτερο χρόνο σε εξειδικευμένο ειδικό. Η στήριξη του συντρόφου είναι ιδιαίτερα σημαντική σε αυτή την περίοδο της ζωής.
Θα μπορούσαμε να προσέξουμε τα εξής:
- Είναι σημαντικό να προσπαθήσετε να καταπολεμήσετε το συναίσθημα ντροπής για αυτό που σας συμβαίνει, μην υποφέρετε μόνη σας, όταν νοιώθουμε άσχημα δεν σημαίνει ότι είμαστε κακοί ή ανεπαρκείς
- Η κατάθλιψη δεν συμβαίνει επειδή δεν είμαστε καλοί ή ικανοί στους ρόλους μας (καλή μητέρα, καλή σύζυγος, κ.λπ), αντίθετα μπορεί να νοιώθουμε έτσι επειδή έχουμε κατάθλιψη
- Ζητήστε βοήθεια, αυτό δεν σημαίνει αδυναμία ή ανικανότητα. Σε μια από τις πιο ευάλωτες περιόδους της ζωής σας, έχετε το δικαίωμα να μην τα καταφέρνετε σε όλες τις υποχρεώσεις σε μέγιστο βαθμό.
- Συζητήστε με το σύντροφό σας ότι τον χρειάζεστε περισσότερο, συναισθηματικά και πρακτικά. Εάν ο σύζυγος δυσκολεύεται ιδιαίτερα να καταλάβει τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις της νέας πραγματικότητας, πιθανότατα δεν ευθύνεται η κατάθλιψή σας για αυτό, αλλά και η δική του δυσκολία προσαρμογής ή και άλλα θέματα που μπορεί να προϋπήρχαν και τώρα σε μια στρεσσογόνα περίοδο εκδηλώνονται έντονα.