Επιχείρηση Biting: Πώς οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές έκλεψαν ένα υπερσύγχρονο ραντάρ των Ναζί

Κοινοποίηση:
biting12

Προς το τέλος του 1941, οι απώλειες της Διοίκησης Βομβαρδιστικών της Βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF Bomber Command) είχαν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Παρά τις νυχτερινές ιπτάμενες αποστολές και τις παρακάμψεις στις πορείες τους, τα Γερμανικά μαχητικά και οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες φαινόταν πάντα να γνωρίζουν το πώς να εντοπίσουν τα Βρετανικά βομβαρδιστικά.

Οι επιστήμονες στο Ηνωμένο Βασίλειο υποπτεύονταν ότι η Γερμανία είχε αναπτύξει νέες δυνατότητες όσον αφορά τα ραντάρ. Οι αναφορές των μυστικών υπηρεσιών υποστήριζαν αυτήν την άποψη. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί είχαν αναπτύξει ένα σύστημα ραντάρ χαμηλών συχνοτήτων UHF ονόματι Würzburg.

Η εποχή του ραντάρ

Το ραντάρ είναι μια τεχνολογία που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό αντικειμένων από απόσταση χρησιμοποιώντας ραδιοκύματα.

Η αρχή για τη λειτουργία του ραντάρ είναι το φαινόμενο Ντόπλερ. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα περιπολικού της αστυνομίας που κατευθύνεται προς εσάς. Ο ήχος της σειρήνας από το περιπολικό μεγαλώνει όσο σας πλησιάζει και μειώνεται όσο απομακρύνεται από εσάς. Η ίδια αρχή εφαρμόζεται στα ραδιοκύματα όπου ένα ραδιοκύμα μεταδίδεται από μια πηγή. Το ραδιοκύμα χτυπά το αντικείμενο-στόχο και επιστρέφει στην πηγή.

Ο χρόνος που απαιτείται από την πηγή μέχρι να ξαναγυρίσει εκεί, θα μας βοηθήσει να υπολογίσουμε την απόσταση του στόχου (πχ. αεροπλάνου) από την πηγή. Η Βρετανία ανέπτυξε τεχνολογία ραντάρ πολύ πριν από τη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανικές επενδύσεις στην τεχνολογία ραντάρ αυξήθηκαν και η Γερμανία ξεπέρασε τη Βρετανία στην τεχνολογία ραντάρ.

Η διάταξη ραντάρ στον Ατλαντικό

Οι Βρετανοί επιστήμονες προβληματίστηκαν για το Γερμανικό ραντάρ και ήθελαν να το μελετήσουν για να αναπτύξουν αντίμετρα.

Καθώς κοίταζαν φωτογραφίες αεροαναγνώρισης της Γαλλικής ακτής, παρατήρησαν κάποια παράξενα αντικείμενα σε σχήμα δίσκου κατά μήκος της ακτογραμμής. Οι Βρετανοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός μπορεί να είναι ένας σχηματισμός ραντάρ και η μεταφορά τους στη Βρετανία θα μπορούσε να τους βοηθήσει να εξετάσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες του ραντάρ.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε 12 χιλιόμετρα από την πόλη του Bruneval, ανατολικά της πόλης της Χάβρης. Το ραντάρ βρίσκεται μπροστά από μια βίλα (φωτό- το ραντάρ είναι το μαύρο αντικείμενο κάτω αριστερά) με άμεση πρόσβαση ανάμεσα στο ραντάρ και την παραλία. Ένα σχέδιο καταστρώθηκε για να καταλάβουν το ραντάρ και να το μεταφέρουν στη Βρετανία.

Οι σχεδιαστές στρατιωτικών επιχειρήσεων με επικεφαλής τον Λόρδο Λούις Μαουντμπάττεν (Louis Mountbatten), διοικητή του Τμήματος Συνδυασμένων Επιχειρήσεων (Combined Operations) του Βασιλικού Ναυτικού, σύντομα άρχισαν να εργάζονται πάνω σε ένα σχέδιο για να αιχμαλωτίσουν ένα τμήμα αυτής της τεχνολογίας.

Αποφάσισαν αμέσως ότι μια επίθεση από τη θάλασσα θα ήταν αδύνατη. Οι ψηλοί βράχοι κατά μήκος της ακτής και οι Γερμανικές οχυρώσεις θα καθιστούσαν οποιαδήποτε αμφίβια επίθεση σκέτη αυτοκτονία. Ο μόνος τρόπος να φτάσουν οι επιδρομείς στην εγκατάσταση ραντάρ στο Bruneval ήταν με αλεξίπτωτο. Η επίθεση θα πραγματοποιούταν από την νεοσυσταθείσα 1η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών.

Οι αλεξιπτωτιστές

Οι αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις ήταν ακόμα μια νέα ιδέα εκείνη την εποχή. Αν και οι Σύμμαχοι είχαν σκεφτεί να σχηματίσουν μονάδες αλεξιπτωτιστών κατά τις τελευταίες ημέρες του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου για να επιτεθούν πίσω από τα Γερμανικά χαρακώματα, οι μάχες έληξαν προτού οργανωθεί οποιαδήποτε αερομεταφερόμενη επίθεση.

Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, αρκετές χώρες πειραματίστηκαν με την πτώση στρατευμάτων με αλεξίπτωτο, αλλά μόλις κατά τη Γερμανική εισβολή στη Δανία και τη Νορβηγία το 1940, οι πρώτοι Fallschirmjäger (Γερμανοί αλεξιπτωτιστές) έλαβαν μέρος σε μάχη.

Το 1941, Βρετανοί κομάντο που εκπαιδεύτηκαν σε πτώσεις από την Ειδική Αεροπορική Υπηρεσία (Special Air Service ή SAS, Βρετανικές ειδικές δυνάμεις), πραγματοποίησαν μικρής κλίμακας αεροπορικές επιδρομές στην Ιταλία και τη Λιβύη.

Αυτοί οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έγιναν ο πυρήνας της νέας 1ης Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών. Αποκαλούμενοι ως “Paras” (από το “paratroopers”, αλεξιπτωτιστές), τα μέλη της αερομεταφερόμενης ταξιαρχίας θα γίνουν γνωστά ως Κόκκινοι Διάβολοι λόγω των ξεχωριστών κόκκινων μπερέ τους και της επίμονης μαχητικής τους ικανότητας.

Η ευθύνη για την πρώτη αποστολή των Κόκκινων Διαβόλων, με την ονομασία Επιχειρήση Biting (Operation Biting), ανατέθηκε στον Ταγματάρχη Τζον Φροστ (John “Johnny” Frost) από τον Γ’ Λόχο του 2ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών.

Το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών συνεργάστηκε με την έμπειρη 51η Μοίρα της RAF, που πετούσε δικινητήρια βομβαρδιστικά Armstrong-Whitworth Whitley.

Η εκπαίδευση για την αποστολή ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1942 και συνεχίστηκε μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου. Ο Frost διαίρεσε τους 120 άντρες του Γ’ Λόχου σε πέντε τμήματα, καθένα από τα οποία πήρε -ειρωνικά- την ονομασία από έναν ήρωα του Βασιλικού Ναυτικού.

Τα τμήματα Jellico, Hardy και Drake θα επιτίθονταν στην τοποθεσία του κύριου ραντάρ και ενός γειτονικού σατό (κάστρου) που χρησιμοποιούταν για την στέγαση των Γερμανικών στρατευμάτων. Το τμήμα Nelson θα εξουδετέρωνε τις παράκτιες οχυρώσεις για να ανοίξει ένα μονοπάτι για εκκένωση από την θάλασσα.

Το τμήμα Rodney θα προστάτευε τα νώτα των Κόκκινων Διαβόλων από μια Γερμανική αντεπίθεση. Πήραν μαζί τους και τον τεχνικό ραντάρ της RAF, σμηνία C.W.H. Cox, για να αποσυναρμολογήσει εξαρτήματα του Würzburg και να επιστρέψει τα μέρη στην Αγγλία για να τα εξετάσουν. Την δύναμη εκκένωσης θα αποτελούσε ένας μικρός στόλος από αποβατικά σκάφη, τορπιλάκατους και στρατεύματα από την ομάδα Κομάντο υπ’ αριθμόν 12 (Νο. 12 Commando).

Πίσω από τις γραμμές του εχθρού

Ένα στρατιωτικό ρητό λέει ότι κανένα σχέδιο μάχης δεν επιβιώνει μετά την πρώτη επαφή με τον εχθρό. Η Επιχείρηση Biting δεν ήταν διαφορετική. Είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει τις τέσσερις νύχτες όπου το φεγγάρι του Φεβρουαρίου ήταν πιο φωτεινό, αλλά ο κακός καιρός την καθυστέρησε για τρεις ημέρες.

Στη συνέχεια, στις 27 Φεβρουαρίου, οι ουρανοί ήταν αρκετά καθαροί ώστε οι Αλεξιπτωτιστές να επιβιβαστούν στα βομβαρδιστικά Whitley και να πετάξουν μέσω Μάγχης.

Έντονα αντιαεροπορικά πυρά υποδέχτηκαν τον σχηματισμό καθώς διέσχιζε τις Γαλλικές ακτές, ταρακουνώντας τα μεσαίου μεγέθους βομβαρδιστικά. Παρά τα πυρά από το έδαφος, τα βομβαρδιστικά έφτασαν στην περιοχή του αντικειμενικού στόχου και τα αερομεταφερόμενα τμήματα πήδηξαν. Όταν πάτησαν στο έδαφος, ο Φροστ (φωτό) συνειδητοποίησε ότι μέρος της δύναμης Rodney, της οπισθοφυλακής, έπεσε τελείως εκτός της ζώνης ρίψης.

Υπό την διοίκηση του νεότερου, πιο άπειρου αξιωματικού του λόχου, Υπολοχαγού E.C.B. Charteris, τα αγνοούμενα στρατεύματα προσγειώθηκαν πάνω από δύο μίλια μακριά από τον στόχο. Επιπλέον, οι ασύρματοι που δόθηκαν στους επιδρομείς δεν λειτούργησαν, αναγκάζοντάς τους να βασίζονται σε αγγελιοφόρους για τις επικοινωνίες τους.

Απτόητος, ο Φροστ οργάνωσε την επίθεσή του στον χώρο του ραντάρ και στο κάστρο, ενώ το τμήμα Nelson προχώρησε προς τις παράκτιες οχυρώσεις. Οι αλεξιπτωτιστές όρμησαν στο κάστρο και σοκαρίστηκαν όταν το βρήκαν σχεδόν άδειο, καθώς οι ένοικοί του είχαν μετακομίσει σε άλλη τοποθεσία.

Ένας Γερμανός στρατιώτης σκοτώθηκε από πυροβολισμούς των εφορμούντων αλεξιπτωτιστών. Μια άλλη ομάδα ανδρών του Φροστ κατέλαβε εύκολα την τοποθεσία του Würzburg και, μαζί με αυτό, κι έναν Γερμανό τεχνικό ραντάρ.

Παρόλο που ο κρατούμενος ήταν ένα ανέλπιστο μπόνους, ο ενθουσιασμός του Frost μειώθηκε εξαιτίας του ήχου των έντονων πυρών από την παραλία, όπου η δύναμη Nelson προσπαθούσε να εξουδετερώσει τις παράκτιες oχυρώσεις. Η Γερμανική αντίσταση στην ενδοχώρα ήταν επίσης σκληρή. Ο υπολοχαγός John Timothy, υπεύθυνος για την οπισθοφυλακή (τμήμα Rodney) περιέγραψε αργότερα τη δράση ως «κάποιες βαριές αψιμαχίες».

Με τις πλάτες στραμμένες στη θάλασσα

Εν τω μεταξύ, ο Cox, ο τεχνικός της RAF, δυσκολεύτηκε να αποσυναρμολογήσει το Würzburg (φωτό). Καταφεύγοντας σε ένα λοστό και στη βία, ο Cox αφαίρεσε τελικά βασικά εξαρτήματα του ραντάρ και τα έσυρε προς την παραλία εκκένωσης.

Καθώς ο Φροστ και οι άντρες του πλησίαζαν στην ακτή, ήρθαν αντιμέτωποι με βαριά πυρά από μια κρυφή φωλιά πολυβόλων. Αντεπιτιθέμενα Γερμανικά στρατεύματα είχαν επίσης ανακαταλάβει το κάστρο και πυροβολούσαν προς τα νώτα των επιδρομέων.

Οι Αλεξιπτωτιστές ξαναεπιτέθηκαν στο κάστρο, διασκορπίζοντας τους Γερμανούς. Με τα νώτα τους καλυμμένα, ο Φροστ και οι άντρες του επέστρεψαν στην παραλία. Εκεί διαπίστωσαν ότι το εχθρικό πολυβόλο είχε βγει νοκ άουτ από τον χαμένο Υπολοχαγό Charteris και τους άντρες του, οι οποίοι είχαν φτάσει μέχρι την ζώνη ρίψης. Ο Φροστ αργότερα επαίνεσε τον Charteris χαρακτηρίζοντάς τον ως «τον πραγματικό ήρωα» της επιχείρησης.

Οι ανησυχίες του Φροστ δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Οι αλεξιπτωτιστές δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους ασυρμάτους τους με τη θαλάσσια δύναμη εκκένωσης. Οι προβολείς στον παραλιακό δρόμο έδειχναν στον Φροστ ότι περισσότερες Γερμανικές ενισχύσεις βρίσκονταν καθ’ οδόν.

Έστησε γρήγορα τους άντρες του σε μια ανυπόφορη θέση άμυνας, με τις πλάτες τους προς τη θάλασσα. Χωρίς ραδιοεπικοινωνία με τη ναυτική τους υποστήριξη, ο Φροστ διέταξε την εκτόξευση φωτοβολίδων.

Λίγα λεπτά αργότερα, με τις Γερμανικές ενισχύσεις να πλησιάζουν, μισή ντουζίνα αποβατικά σκάφη βγήκαν από το σκοτάδι. «Κύριε, τα σκάφη έρχονται! Ο Θεός να ευλογεί το καταραμένο Ναυτικό!» φώναξε ένας αλεξιπτωτιστής.

Η εκκένωση

Το αποβατικό σκάφος ήρθε με τους άνδρες του Κομάντο υπ’ αριθμόν 12 να ανατινάζουν τους βράχους της θάλασσας με τα Bren πολυβόλα τους και να παρέχουν πυρά κάλυψης την ώρα που οι αλεξιπτωτιστές επιβιβάζονταν βιαστικά μαζί με τα πολυπόθητα τμήματα του ραντάρ, δύο Γερμανούς αιχμάλωτους, αρκετούς τραυματίες και τις σορούς δύο νεκρών συντρόφων τους.

Ο Φροστ επιβιβάστηκε τελευταίος, περιμένοντας και ελπίζοντας μέχρι το τελευταίο λεπτό να εμφανιστούν έξι από τους αγνοούμενους αλεξιπτωτιστές του. Αυτοί δεν εμφανίστηκαν ποτέ. (Οι έξι αγνοούμενοι αλεξιπτωτιστές πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πέρασαν τον υπόλοιπο πόλεμο σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου).

Το αποβατικό σκάφος μετέφερε με ασφάλεια τους επιδρομείς στις μηχανοκίνητες τορπιλάκατους για το ταξίδι επιστροφής. Τα τμήματα του Würzburg, οι Γερμανοί αιχμάλωτοι και οι τραυματίες του Φροστ επέστρεψαν στην Αγγλία με ταχύπλοο, ενώ οι υπόλοιποι αλεξιπτωτιστές επέστρεψαν με το αργό κομβόι.

Η επιτυχία

Στη Βρετανία, οι τεχνικοί διαπίστωσαν ότι το Γερμανικό ραντάρ (φωτό) ήταν ουσιαστικά απρόσβλητο από μπλοκάρισμα (jamming) με τα τυπικά μέσα της εποχής. Ωστόσο, ανακάλυψαν ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να ξεγελαστεί με έξυπνα απλά αντίμετρα όπως λεπτές μακριές λωρίδες ανακλαστικού υλικού για ραντάρ, γνωστό ως “chaff” («λεπτό άχυρο»).

Αυτό το έριχναν από τα βομβαρδιστικά κατά την πορεία τους προς τους στόχους, και το αλουμινόχαρτο, δημιουργούσε χιλιάδες ψεύτικους αντίλαλους (echoes), κάνοντας το Γερμανικό ραντάρ αναποτελεσματικό. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.

Η επιχείρηση Biting απέδειξε την αποτελεσματικότητα των Βρετανικών αερομεταφερόμενων στρατευμάτων. Η επιτυχία στο Bruneval άνοιξε το δρόμο για την ίδρυση του της Βρετανικής 1ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας.

Ο Ταγματάρχης Τζόνι Φροστ τιμήθηκε με τον Στρατιωτικό Σταυρό για τις πράξεις του κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Αλλά ήταν η ηγεσία του κατά την ηρωϊκή αντίσταση του 2ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών στη γέφυρα του Άρνεμ (Arnhem) στην Επιχείρηση Market Garden που χάρισε στον Φροστ την θρυλική του φήμη.

Ο Φροστ πιάστηκε αιχμάλωτος στο Άρνεμ και πέρασε το υπόλοιπο διάστημα του πολέμου ως αιχμάλωτος πολέμου. Μετά τη νίκη των Συμμάχων, παρέμεινε στον Βρετανικό Στρατό, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του Υποστράτηγου. Πέθανε το 1993.

Πηγή: thetruth.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: