Στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου το 1953 διαγράφηκε το ήμισυ του χρέους της μεταπολεμικής Γερμανίας. Αυτή η διαγραφή και ο τρόπος που έγινε ήταν ζωτικής σημασίας για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης από τον πόλεμο.
Ακόμα και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία εξακολουθούσε να χρωστάει χρήματα στους δανειστές της καθώς της είχαν επιβληθεί τεράστιες οικονομικές κυρώσεις από τη διάσκεψη ειρήνης των Βερσαλλιών το 1919.
Σημειώνεται ότι μεγάλο τμήμα του χρέους της Γερμανίας μετά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο διαγράφηκε τρεις φορές, το 1924, 1929 και 1932, ενώ ο Χίτλερ κήρυξε παύση πληρωμών το 1934.
Πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του John Maynard Keynes, υποστήριξαν ότι το εν λόγω ανεξόφλητο χρέος και οι οικονομικές πολιτικές οδήγησαν στην άνοδο των Ναζί και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταξύ άλλων πιστωτές της Γερμανίας ήταν η Ελλάδα και η Ισπανία αλλά και το Πακιστάν, η Αίγυπτος, οι Η.Π.Α, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία.
Οι πιστωτές της χώρας συναντήθηκαν στο Λονδίνο και έδειξαν ότι έχουν κατανοήσει το πώς θα βοηθούσαν μια χώρα που ήθελε να ανακάμψει από την καταστροφή. Κατάλαβαν επίσης ότι το χρέος δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ως ευθύνη του οφειλέτη και μόνο.
Χώρες όπως η Ελλάδα πήραν μέρος οικειοθελώς σε μια συμφωνία για να συμβάλουν στη δημιουργία μιας σταθερής και ευημερούσας Δυτικής Ευρώπης, παρά τα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών κατακτητών που είχαν προκαλέσει μόλις λίγα χρόνια πριν.
Η ακύρωση του χρέους για τη Γερμανία ήταν άμεση μειώνοντας το χρέος στα 14,3 δισ. γερμανικά μάρκα. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το ένα τρίτο της αρχικής οφειλής.
Ειδικότερα, ίσχυσαν οι εξής όροι:
Πενταετής περίοδος χάριτος (1953-1958), στη διάρκεια της οποίας οι τοκοχρεολυτικές πληρωμές της Γερμανίας ορίστηκαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
Μηδενικό επιτόκιο για το 18% του μη διαγραφέντος χρέους (2,5 δισ. γερμανικά μάρκα), επιτόκιο ύψους 2,5% για το 39% (5,5 δισ. γερμανικά μάρκα) και 4,5% για το υπόλοιπο 44%.
Διαγραφή των τόκων ανατοκισμού επί των οφειλών του Χίτλερ μετά από τη μονομερή παύση πληρωμών το 1934.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. Ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες…).
2. Ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή.
Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.