Όσοι είχαν ανοικτά ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις το μεσημέρι της 28ης Μαΐου του 1999 έγιναν κοινωνοί μιας αλλόκοτης είδησης. Το έκτακτο δελτίο ανέφερε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη λεωφοροπειρατεία με 13 ομήρους στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν το λεωφορείο που έκανε τον τακτικό κύκλο στα χωριά της ανατολικής πλευράς του νομού, στο δρόμο προς Χαλκιδική. Ένας από τους επιβιβασθέντες στη στάση του χωριού Κάτω Σχολάρι δεν ήταν κανονικός επιβάτης.
Όπως έγινε γνωστό κατά την εξέλιξη της λεωφοροπειρατείας, επρόκειτο για τον 25χρονο Αλβανό Φλαμούρ Πίσλι, ο οποίος είχε μπει στο όχημα κρατώντας ένα καλάσνικοφ και μία τσάντα με δύο χειροβομβίδες. Αμέσως ξεκαθάρισε στον οδηγό και στους συνεπιβάτες ότι είχαν τεθεί σε κατάσταση ομηρίας, διατάσσοντας τον πρώτο να ακολουθήσει το δρομολόγιο που θα του υποδείκνυε.
Τηλεοπτικές κάμερες περικυκλώνουν σχεδόν αμέσως το λεωφορείο, το οποίο τις πρώτες ώρες κινείται χωρίς σαφή προορισμό – αρχικά προς τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης κι έπειτα ξανά πίσω προς το Κάτω Σχολάρι.
Οι δημοσιογράφοι πληροφορούνται πρώτοι το αίτημα του Πίσλι: 50 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν 147.000 ευρώ), τρία Καλάσνικοφ και να του εξασφαλιστεί η διαφυγή στην Αλβανία. Στις πρώτες ζωντανές συνδέσεις, οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Ο Πίσλι μιλά από τα κινητά τηλέφωνα επιβατών και ο λόγος του ακούγεται ανερμάτιστος. Μεταξύ άλλων, λέει ότι θέλει να εκδικηθεί την Ελλάδα για όσα είχε περάσει.
Ξεσκονίζοντας το ρεπορτάζ, οι δημοσιογράφοι σκιαγράφησαν την ταυτότητα του δράστη. Είχε έρθει στην Ελλάδα στο μεγάλο «κύμα» μετανάστευσης από την Αλβανία, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Έντι.
Εγκαταστάθηκε στο Κάτω Σχολάρι, κάνοντας περιστασιακές δουλειές, κυρίως σε οικοδομές. Κάποια στιγμή, την κλειστή κοινωνία του χωριού απασχόλησε ένα ερωτικo σκάνδαλο, που αφορούσε τον Έντι και τη σύζυγο του Έλληνα εργοδότη του, η οποία είχε μείνει έγκυος. Το ζευγάρι έφυγε κρυφά από το χωριό και σύμφωνα με τον Φλαμούρ Πίσλι ο εργοδότης του φρόντισε να τον ενοχοποιήσει, στήνοντας του πλεκτάνη για να εκδικηθεί τον αδελφό του.
Όταν η αστυνομία έκανε έφοδο στο υπόγειο του σπιτιού όπου διέμενε ο Πίσλι, βρήκε τρία καλάσνικοφ. Ο θεωρούμενος ως ένοχος για παράνομη οπλοκατοχή συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Στο Μεταγωγών κακοποιήθηκε από αστυνομικούς, ενώ υπήρξε η αναφορά ότι στη φυλακή κακοποιήθηκε και σεξουaλικa. Ποτέ δεν έγινε γνωστό αν αυτό το δεύτερο προέκυψε από έγκυρο ρεπορτάζ ή απ’ όσα μετέφερε ο ίδιος σε συνομιλίες που είχε με τους ομήρους του. Τίποτε από τα δύο δεν προκαλεί πάντως εντύπωση, αν θυμηθούμε τα ρατσιστικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας την περίοδο εκείνη.
Το βέβαιο είναι ότι ο Πίσλι ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος οργή και ψυχολογικά προβλήματα όταν πήρε την τραγική – όπως αποδείχτηκε – απόφαση να βγάλει τα απωθημένα του σε αθώους. Μετά την αποφυλάκισή του, είχε απελαθεί από την Ελλάδα και επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί βίωσε το χλευασμό των συμπατριωτών του για την «ταπείνωση» που είχε υποστεί στην Ελλάδα, ενώ τον χώρισε και η σύντροφός του. Η επιστροφή του στη χώρα που τον είχε διώξει, θα είχε μοναδικό κίνητρο την εκδίκηση.
Λίγους μήνες νωρίτερα είχε προηγηθεί μια άλλη – ανάλογη – υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο και κατέληξε σε φιάσκο. Η ομηρεία στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης στην Αθήνα, με κεντρικό πρόσωπο τον Ρουμάνο Σορίν Ματέι. Παρά ταύτα, η ελληνική αστυνομία ήταν ανειδίκευτη σε τέτοιου είδους περιστατικά.
Δεν υπήρχε καν ειδική ομάδα διαπραγματευτών και το ρόλο να μεταφέρει τα αιτήματα του Αλβανού δράστη στις αρχές είχε αναλάβει από κάποιο σημείο κι έπειτα ο 28χρονος επιβάτης Γιώργος Κουλούρης. Ήταν ο μόνος που εμπιστευόταν ο Πίσλι, έχοντας αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Κατά τα άλλα είχε φροντίσει να αποσαφηνίσει τις προθέσεις του. Πυροβολώντας από το ανοιχτό παράθυρο, απειλώντας στα τηλέφωνα κατά δικαίων και αδίκων και κραδαίνοντας επιδεικτικά στο χέρι του μία από τις χειροβομβίδες.
Η λεωφοροπειρατεία εξελισσόταν σε live μετάδοση από τα τηλεοπτικά μέσα και η ελληνική κοινή γνώμη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Την ίδια ώρα η αμηχανία των αξιωματικών ήταν έκδηλη.
Με αντάλλαγμα την απελευθέρωση τεσσάρων ομήρων, λήφθηκε η απόφαση να δώσουν στον δράστη τα χρήματα και τα όπλα που ζητούσε, κάτι που συνέβη σε στάση του λεωφορείου στην Κοζάνη. Σε μια χαοτική κατάσταση, ο οδηγός κρατούσε το μικρόφωνο για να μιλήσει ο Πίσλι στους δημοσιογράφους (!), ενώ ο Κουλούρης, καταμετρούσε τα χρήματα.
Ακολούθως ο Πίσλι διέταξε τον οδηγό να τραβήξει προς Αλβανία. Κατευθυνόμενο προς τα ελληνο-αλβανικά σύνορα το λεωφορείο ακολουθείται από ένα ατέλειωτο κομβόι αυτοκινήτων της Αστυνομίας και τηλεοπτικών βαν. Νύχτα πια, το όχημα περνάει τα σύνορα και εκεί πια η κατάσταση περνάει στον έλεγχο των αλβανικών αρχών.
Ξημερώνοντας η 29η Μαΐου, το λεωφορείο περνά το Ελμπασάν, παίρνοντας τον ανηφορικό, παλιό δρόμο προς τα Τίρανα. Η αλβανική αστυνομία στήνει εντελώς πρόχειρα μια επιχείρηση, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες.
Με δύο νταλίκες οι αστυνομικοί κλείνουν το δρόμο, περικυκλώνουν το λεωφορείο και διατάζουν τον Πίσλι να παραδοθεί. Εκείνος, εξουθενωμένος πια από την αϋπνία και το στρες, αρνείται, χωρίς να έχει όμως την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης. Με συνοπτικές διαδικασίες δύο άνδρες με πολιτικά ρούχα και μαύρες κουκούλες, μπουκάρουν στο λεωφορείο.
«Αυτός είναι ο Αλβανός;», ρωτούν τη επιβάτη Νέλλη Καρατσώρη. Προτού προλάβει να αποκριθεί, ο ένας από τους τον σημαδεύει με το περίστροφο στον κρόταφο και τον εκτελεί εν ψυχρώ, πυροβολώντας τρεις φορές.
Την ίδια στιγμή, ανοίγει η μπροστινή πόρτα του λεωφορείου. Ο Γιώργος Κουλούρης φαίνεται να προσπαθεί να κατέβει, έχοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι, όμως οι αστυνομικοί που φρουρούσαν το σημείο, ανοίγουν πυρ, νομίζοντας ότι επρόκειτο για τον απαγωγέα. Ο επίλογος στην τραγική υπόθεση γράφεται με το αίμα ενός αθώου, συνιστώντας ένα τεράστιο αστυνομικό φιάσκο.
Τις επόμενες ημέρες το ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης κατηγορεί τις αλβανικές αρχές για εγκληματικά εσφαλμένο χειρισμό της κατάστασης, αλλά η τυπική έρευνα που ακολούθησε δεν αποδίδει ευθύνες πουθενά και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο. Αλβανοί εθνικιστές αναδεικνύουν περίπου ως εθνικό ήρωα τον Πίσλι, «γιατί είχε τιμωρήσει τους Έλληνες για όσα δεινά τράβηξε ο ίδιος και άλλοι συμπατριώτες του».
Στην Αλβανία γράφτηκαν ακόμα και τραγούδια που υμνούσαν τον «ηρωισμό» του, ως μια ακόμα επιβεβαίωση του φαύλου κύκλου που γεννά ο ρατσισμός.
Αλίμονο στους γονείς του αθώου Έλληνα. Το θυμάμαι το περιστατικό αυτό. Απορώ όμως με το συντάκτη του άρθρου. Κλείνει το άρθρο του λέγοντας : “επιβεβαίωση του φαύλου κύκλου που γεννά ο ρατσισμός”. Θα αναφέρω το εξής : όλοι θυμόμαστε τους δικούς μας, τους Έλληνες μετανάστες για τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία κ.α. τη δεκαετία του ’50. Όμως υπήρχαν ορισμένες παράμετροι : από την Ελλάδα χρειάζομαι 10.000 π.χ. εργατικά χέρια. Οι άνθρωποι αυτοί, πέρναγαν από ιατρικές και κοινωνικές εξετάσεις, επομένως οι υποψήφιοι μετανάστες ήταν ΥΓΙΕΙΣ και ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ – ούτε φορείς ασθενειών, ούτε αριστεροί.
Αν λοιπόν και η Ελλάδα είχε βάλει και αυτή τα “φίλτρα” της, δεχόμενη συγκεκριμένο αριθμό αλβανών μεταναστών, με όρους και προϋποθέσεις, ο αριθμός αυτός θα ήταν ελεγχόμενος και δεν θα προκαλούσε τις τοπικές κοινωνίες. Αντιθέτως, οι αλβανοί πλιατσικολόγησαν, έκλεψαν, βίασαν, πούλησαν όπλα, γυναίκες, ναρκωτικά και το κυριότερο, προκάλεσαν το κοινό αίσθημα, μένοντας ατιμώρητοι. Λογικό δεν είναι να τους μισούν όλοι ;; Τώρα, λόγω συριζα, είναι της μόδας να μας στολίζουν με κοσμητικά του τύπου ρατσιστής, φασίστας κλπ, επειδή διακρίνουμε τον κίνδυνο αλλοτριώσεως και επειδή αγαπάμε την πατρίδα μας, υπομένοντας φορολογούμενοι τον κάθε αλλοδαπό συνοριοπηδηχτή.
Γουδι τώρα όχι εκλογές στημένες όλοι οι πολιτικοί όλα τα κόμματα είναι ένα Γουδι για ολους