Η ημικρανία είναι ένα σύνθετο πρόβλημα, με κύριο σύμπτωμα τον ισχυρό πονοκέφαλο, αλλά και αρκετές φορές με μεγάλη ποικιλία άλλων εκδηλώσεων. Μπορεί να είναι μια χρόνια πάθηση, με εξατομικευμένα ή και απρόβλεπτα χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο εκδήλωσης, την ανταπόκριση στη θεραπεία και την εξέλιξή της με το χρόνο.
Στο μηχανισμό της εμπλέκονται σύνθετες και, μόνο εν μέρει κατανοητές προς το παρόν, χημικές και ηλεκτρικές διεργασίες συγκεκριμένων νευρικών κυκλωμάτων που αλληλεπιδρούν με τα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου, προκαλώντας φλεγμονή, αγγειοσύσπαση ή και αγγειοδιαστολή.
Σημαντικό προδιαθεσικό ρόλο μπορεί να παίζουν και γονιδιακοί παράγοντες. Επίσης, διατροφικοί, ενδοκρινικοί και ψυχολογικοί παράγοντες συμμετέχουν στη διαμόρφωση του προβλήματος. Συνήθειες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και τον ύπνο, η έντονη σωματική προσπάθεια, η κατανάλωση αλκοόλ, καφέ και συγκεκριμένων τροφών, το κάπνισμα και η χρήση φαρμάκων ενδέχεται να πυροδοτούν κρίσεις.
Η ημικρανία είναι συνηθέστερη στις γυναίκες. Αν και συνήθως παρουσιάζεται σε ενήλικες, υπάρχουν και μορφές της που αφορούν στα παιδιά.
Πώς εκδηλώνεται
Η συνηθισμένη μορφή ημικρανίας εκδηλώνεται με ισχυρό πονοκέφαλο, συνήθως στη μία πλευρά του κεφαλιού. Χωρίς θεραπεία μπορεί να διαρκέσει από μερικές ώρες έως λίγα εικοσιτετράωρα, συνοδεύεται μάλιστα συχνά από ναυτία και εμετούς. Ο πόνος γίνεται αισθητός σαν να χτυπά μαζί με το σφυγμό μέσα στο κεφάλι. Το φως, οι ήχοι και οι μυρωδιές γίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικά και ο πάσχων δεν μπορεί να συνεχίσει τις κανονικές του δραστηριότητες. Μπορεί να συνυπάρχουν ίλιγγος, μυϊκοί πόνοι, μειωμένη πνευματική απόδοση, αλλαγή διάθεσης, υπνηλία, διάρροια, πολυουρία, παροδικά πρηξίματα, υπερβολική ευαισθησία του δέρματος στο άγγιγμα, χλόμιασμα ή ξάναμμα.
Η συχνότητα επανάληψης των ημικρανιών ποικίλλει. Οι κρίσεις μπορεί να είναι σποραδικές, με μεγαλύτερα ή μικρότερα μεσοδιαστήματα χωρίς πονοκεφάλους τέτοιου τύπου, να εμφανίζονται με κάποιας μορφής περιοδικότητα, να έρχονται σε σμήνη με συχνή επανάληψη για ένα διάστημα και στη συνέχεια να εξαφανίζονται για αρκετό χρόνο ή, τέλος, να αποτελούν καθημερινό χρόνιο πρόβλημα. Περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με ημικρανία παρουσιάζουν πρόδρομα συμπτώματα λίγο πριν ξεκινήσει ο πονοκέφαλος.
Η ημικρανική αύρα στην αρχή της κρίσης μπορεί να περιλαμβάνει παροδικά φαινόμενα από την όραση, όπως λάμψεις, θάμπωμα, σκοτείνιασμα, αλλά και μουδιάσματα στα άκρα και στο πρόσωπο, δυσκολία στις κινήσεις, στην ομιλία και στη σκέψη. Όταν τελειώνει η κρίση, παραμένει συχνά ένα αίσθημα κόπωσης, κακουχίας και διάθεσης για ύπνο.
Η εξέλιξη της κρίσης μπορεί να σταματήσει από μόνη της χωρίς να εκδηλωθεί πονοκέφαλος. Μερικές φορές η ημικρανική κρίση μπορεί να έχει εκδηλώσεις που θυμίζουν εγκεφαλικό επεισόδιο. Ασθενείς με ημικρανία διατρέχουν σχετικά αυξημένο κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Ιδιαίτερα γυναίκες που πάσχουν από ημικρανία με αύρα, καπνίζουν και παίρνουν αντισυλληπτικά χάπια έχουν αυξημένες πιθανότητες τέτοιων επιπλοκών.
Διάγνωση και αντιμετώπιση
Είναι σημαντικό η διάγνωση της ημικρανίας να γίνει έχοντας αποκλείσει άλλες παθολογικές καταστάσεις που μπορεί να προκαλούν παρεμφερή συμπτώματα. Η λεπτομερής λήψη του ιστορικού του ασθενούς, μαζί με την προσεκτική κλινική εξέταση και τον αναγκαίο εργαστηριακό έλεγχο (που μπορεί να συμπεριλαμβάνει νευροαπεικονιστικές και νευροφυσιολογικές εξετάσεις) θα επιτρέψουν στον ειδικό ιατρό να καταλήξει σε ασφαλή διάγνωση και να δώσει στον ασθενή κατάλληλες οδηγίες και σωστή θεραπεία.
Πέρα από τα παυσίπονα και τα αντιεμετικά, η κατάχρηση των οποίων μπορεί να προκαλέσει άλλα σοβαρά προβλήματα, η χρήση ειδικών φαρμάκων μπορεί να λειτουργήσει προλαμβάνοντας και αποτρέποντας την έναρξη της κρίσης ημικρανίας ή επιτυγχάνοντας την κατά το δυνατόν ταχύτερη ανακούφιση του πονοκεφάλου όταν αυτός ξεκινήσει.
Η σχετικά πρόσφατη πετυχημένη χρήση μυοχαλαρωτικών ενέσεων αλλαντικής τοξίνης Α και η εφαρμογή χειρουργικών μεθόδων μυοτομής και απελευθέρωσης νευρικών κλάδων στο πρόσωπο σε επιλεγμένες περιπτώσεις ασθενών με ημικρανία επιτρέπουν την ανακούφιση ακόμα μεγαλύτερου ποσοστού πασχόντων.
Οι συνεχιζόμενες επιστημονικές νευροβιολογικές έρευνες για την κατανόηση των μοριακών και κυτταρικών μηχανισμών της ημικρανίας έχουν συνεισφέρει σημαντικά τα τελευταία χρόνια στην ανάπτυξη νέων θεραπειών και υπόσχονται πολλά για το εγγύς μέλλον.