Το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1986 ο Παντελής Παπάζογλου βρίσκεται νεκρός στον σταθμό Πυροσβεστικής όπου υπηρετούσε. Οι έρευνες για την εξιχνίαση του φόνου καταλήγουν στον Πολίτη Κεκάτο, για τον οποίο η «κόλαση» μόλις ξεκινούσε.
Το σοκ για την ελληνική κοινωνία ήταν τεράστιο, καθώς οι Αρχές είχαν συλλάβει ως βασικό ύποπτο για το έγκλημα έναν αστυνομικό. Ως κίνητρό του προβλήθηκε η θεωρία της ερωτικής αντιζηλίας.
Το θύμα διατηρούσε δεσμό με μια εξαδέλφη του Κεκάτου, φαίνεται όμως ότι παράλληλα είχε επαφές και με την κοπέλα του θύτη. Όταν αυτή η λεπτομέρεια βγήκε στην επιφάνεια, οι υποψίες έπεσαν πάνω του.
Ο αστυνομικός υποστήριξε πως εκείνη την μοιραία για τον πυροσβέστη νύχτα είχε κοιμηθεί σε συγγενείς, οι οποίοι ήταν σε θέση να επιβεβαιώσουν το άλλοθί του. Ότι δηλαδή την ώρα της δολοφονίας βρισκόταν στο κρεβάτι του κι επομένως δεν θα μπορούσε ταυτόχρονα να είναι και στον τόπο του εγκλήματος.
Πρωτόδικα το δικαστήριο απέρριψε τις καταθέσεις τους, αναφέρει το menshouse.gr. Η ετυμηγορία του ήρθε σαν σοκ να συγκλονίσει τον Κεκάτο, καθώς του επέβαλε 14ετή κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, αναγνωρίζοντάς του μόνο ένα ελαφρυντικό. Αυτό του πρότερου έντιμου βίου…
Το να αναφέρει κανείς πόσο αφιλόξενο μέρος είναι μια φυλακή για έναν αστυνομικό που καταδικάζεται είναι μάλλον αχρείαστο. Όλοι ξέρουν ή μπορούν να καταλάβουν σε τι είδους κόλαση μετατράπηκε η ζωή του, με τον ίδιο πάντως να επιμένει στην αθωότητά του και να μην σταματά τον αγώνα του για δικαίωση.
Αλλά και το Εφετείο που ακολούθησε δεν άλλαξε την πρωτόδικη ποινή των 14 ετών και 6 μηνών, οδηγώντας ξανά τον 32χρονο τότε αστυνομικό πίσω στην φυλακή. Εκείνος τουλάχιστον κατόρθωνε να πετυχαίνει κάθε φορά μια «προσωρινή αναστολή εκτέλεσης της ποινής», μειώνοντας έτσι όσο περισσότερο μπορούσε το διάστημα που βρισκόταν πίσω από τα σίδερα.
Συνέχισε να υπερασπίζεται τον εαυτό του και να υποστηρίζει ότι όλο αυτό που βίωνε δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια τεράστια δικαστική πλάνη που τον είχε υποχρεώσει να ζει και να κινείται με το στίγμα του «φονιά». Και δεν θα έβρισκε ησυχία εάν δεν έβγαζε από πάνω του αυτόν τον «λεκέ».
Ο Κεκάτος έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο, ελπίζοντας στη δικαίωση. Περιμένοντας ότι εκείνη τη φορά η μαρτυρία των θείων του σχετικά με τις κινήσεις και την παρουσία του το βράδυ του εγκλήματος θα έπιαναν τόπο.
Όταν άκουσε την αγόρευση του εισαγγελέα του τριτοβάθμιου δικαστηρίου φοβήθηκε ότι για άλλη μια φορά (αλλά αυτή τη φορά τελεσίδικα και οριστικά) θα κατέληγε στην φυλακή. Η εισαγγελική πρόταση περί ενοχής του δεν εισακούσθηκε και με ψήφους 5 υπέρ έναντι 2 κατά ο αστυνομικός αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι δεν ήταν επαρκής η αιτιολογία για την απόρριψη του άλλοθι του κατηγορουμένου.
Είχαν μεσολαβήσει ακριβώς 11 χρόνια από τον Οκτώβριο του 1986 και ο Κεκάτος μπορούσε επιτέλους να ανασάνει ελεύθερος, παρά τις αποδοκιμασίες των συγγενών του θύματος που είχαν πειστεί για την ενοχή του. Για εκείνους το δράμα του να μην ξέρεις ποιος έχει σκοτώσει τον άνθρωπό τους συνεχίζεται ακόμα…