Τα τελευταία χρόνια αποτελεί εμφανές χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν κατατάσσεται μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών σε διεθνές επίπεδο που ελκύουν τις επενδύσεις των νέων τεχνολογιών, του αυτοματισμού, της ψηφιοποίησης της παραγωγής, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, κλπ.
Αυτό αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία αντιστοιχεί σήμερα στο 50% της αμερικανικής οικονομίας, ενώ το 2009 οι δύο οικονομικοί σχηματισμοί βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο. Aυτή την τεχνολογική υστέρηση της Ευρώπης (τέσσερις στις 50 μεγάλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι ευρωπαϊκές) η Έκθεση Ντράγκι την εξηγεί με το χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και με την διεύρυνση του χάσματος παραγωγικότητας σε βάρος της Ευρώπης, κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες.
Πράγματι, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, ενώ το 1995 το επίπεδο παραγωγικότητας της Ευρώπης αντιστοιχούσε στο 95% του επιπέδου παραγωγικότητας των ΗΠΑ, σήμερα αντιστοιχεί στο 80% – η Ελλάδα αντιστοιχεί στο 60% του μέσου όρου της ΕΕ-27. Επιπλέον σήμερα η αμερικανική οικονομία προσελκύει το ισοδύναμο των επτά μονάδων του ΑΕΠ σε ξένο κεφάλαιο κάθε χρόνο. Και αυτό επειδή ένα δολάριο που τοποθετείται στις ΗΠΑ έχει απόδοση 17%, ενώ ένα ευρώ που τοποθετείται στην Ευρώπη έχει απόδοση 9% (Patrick Artus, Alternatives Econimiques, 3/8/2024).
Oι συνθήκες αυτές της επενδυτικής υστέρησης, κατά βάση, στην έρευνα, την νέα τεχνολογία και την βιομηχανία οδήγησε τις τελευταίες δεκαετίες, μεταξύ άλλων, τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γαλλία, Γερμανία) στην αποδυνάμωση της συμμετοχής τους στην παγκόσμια μεταποιητική παραγωγή, είτε από άποψη αξίας, είτε από άποψη προστιθέμενης αξίας.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι μεθοδολογικά η Έκθεση Ντράγκι απομακρύνεται από τη προσέγγιση του ευρωπαϊκού αυτοθαυμασμού της σύγκρισης του παρόντος με το ευρωπαϊκό παρελθόν και επιλέγει τη προσέγγιση της διεθνούς σύγκρισης, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό της μεθοδολογικής προσέγγισης της διεθνούς σύγκρισης προκύπτει ότι το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια προστιθέμενη αξία παραγωγής ως ποσοστό του συνόλου είναι 29%, των ΗΠΑ 16%, της Ιαπωνίας 7%, της Γερμανίας 5%, της Γαλλίας 2% και των υπόλοιπων χωρών του πλανήτη είναι 31% (Richard Baidwin, 2024).
Με άλλα λόγια αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο η δυσμενής θέση που κατέχει η ευρωπαϊκή οικονομία σε σύγκριση με τις πιο σημαντικές ανταγωνιστικές της χώρες στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Παράλληλα η διαπίστωση αυτή τεκμαίρεται και από το χαμηλό επίπεδο του ετήσιου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ο οποίος ανέρχεται στο 1% περίπου του ΑΕΠ της ΕΕ-27 και δεν υπερβαίνει τα 190 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τα δεδομένα αυτά, ιδιαίτερα σε συνθήκες ενεργειακής εξάρτησης και υψηλών τιμών ενέργειας, ρήξης των αλυσίδων προμηθειών και εφοδιασμού, έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, επενδυτικού, εμπορικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού της Ευρώπης με τις ΗΠΑ και την Κίνα αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, αυτό το οποίο χαρακτηρίζεται στην Έκθεση Ντράγκι ως “υπαρξιακή πρόκληση”, με την έννοια του τέλματος του χαμηλού επιπέδου παραγωγικότητας, επενδύσεων νέας τεχνολογίας, ανάπτυξης, κλπ που έχει περιπέσει η ευρωπαϊκή οικονομία, δεδομένου ότι αναπτύσσεται 30% πιο αργά από τις ΗΠΑ.
Αντίθετα, η “υπαρξιακή πρόκληση” της Ευρώπης δεν οφείλεται μόνο στους προαναφερόμενους μονομερείς λόγους. Οφείλεται σε ένα θεμελιώδες και κεντρικό πρόβλημα που εστιάζεται στο τεχνολογικό, παραγωγικό και κοινωνικό-εργασιακό λογισμικό της ευρωπαϊκής οικονομίας και των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Και αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία στις σημερινές και σύγχρονες τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες δεν γνωρίζει να καινοτομεί στην παραγωγή και την κοινωνία. Από την άποψη αυτή οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, μεταξύ άλλων, αδυνατούν να οργανώσουν σε συνθήκες ρομποτοποίησης, ψηφιοποίησης, αυτοματισμού, κλπ της παραγωγικής διαδικασίας τις παραγωγικές δυνάμεις (εργασία και κεφάλαιο).
Επιπλέον, στην Έκθεση Ντράγκι στην οποία απουσιάζουν οι κοινωνικο-εργασιακές προτεραιότητες, διατυπώνεται το επιχείρημα ότι προκειμένου η ευρωπαϊκή οικονομία να επανέλθει στη πορεία της παγκόσμιας ροής θα πρέπει να επενδύονται ετησίως στην Ευρώπη 800 δις ευρώ (οι επενδύσεις καινοτομίας στις αμερικανικές επιχειρήσεις είναι κατά 700 δισ. ευρώ περισσότερα ετησίως), δηλαδή 4,5 μονάδες του ΑΕΠ, όταν το σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιστοιχούσε 1,2 μονάδες του ΑΕΠ.
Παράλληλα η Έκθεση Ντράγκι διατυπώνει την πρόταση του κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού με την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων για την χρηματοδότηση αυτού του αναγκαίου επενδυτικού κεφαλαίου, θεωρώντας το αντικειμενικά, ανεξάρτητα των αντιρρήσεων της Γερμανίας, της Ολλανδίας και των επιφυλάξεων άλλων κρατών-μελών, ως τον ύστατο κινητήρα εσωτερικής (ευρωπαϊκής) καύσης (επενδυτικής δραστηριότητας), ο οποίος θα απομακρύνει άμεσα την ευρωπαϊκή οικονομία από τη στασιμότητα ή την ύφεση λόγω της περικοπής των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης) και μεσο-μακροπρόθεσμα θα την αποτρέψει από την παγκόσμια υποβάθμιση, ή κατά τον Patrick Artus από την εξαφάνιση ως οικονομικής δύναμης μέχρι το 2050.
Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, εάν ληφθούν υπόψη οι τίτλοι που εκδόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το ποσό του κοινού ευρωπαϊκού χρέους δεν υπερβαίνει τα 1.000 δις ευρώ, δηλαδή 6% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο δεν είναι και τόσο υψηλό (Hubert Kempf, OFCE- Alternatives Economiques, Σεπτέμβριος 2024). Για την Έκθεση Ντράγκι ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός και η δημόσια υποστήριξη τμήματος (25%) των επενδύσεων αποτελούν, κατά βάση, την χρηματοδοτική λύση της ενιαίας ευρωπαϊκής νέο-τεχνολογικής, παραγωγικής και ανταγωνιστικής πολιτικής.
Όμως, οι ευρωπαϊκές παραγωγικο-τεχνολογικές και κοινωνικο-εργασιακές ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος απαιτούν ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός να αποτελεί επιπλέον την κινητήρια δύναμη τόσο της αναγκαίας, ταχείας και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, όσο και της σύζευξης και ενιαιοποίησης της κατακερματισμένης διαδικασίας χάραξης και άσκησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Σε διαφορετική προοπτική η Ευρώπη, κατά τις επόμενες δεκαετίες, δεν θα αποφύγει να συναντηθεί, στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, με την οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίησή της.
πηγή: slpress.gr
Ο Ντράγκι προσεγγίζει τό πρόβλημα αλλά δεν μπαίνει στο πυρήνα του, ίσως γιατί δεν θά ήθελε νά τόν πούνε ρατσιστή, όταν τά τελευταία χρόνια η τάση στην Ευρώπη είναι μέσω τής αθρόας μετανάστευσης τά φθηνά εργατικά χέρια αλλά καί φθηνά μυαλά στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας για περικοπή κόστους, με αποτέλεσμα η καινοτομία νά τείνει να εξαφανιστεί.
“Ή φτήνια τρώει τον παρά”, ναι μεν στις υπανάπτυκτες χωρες τό φθηνό εργατικό δυναμικό βοηθάει στην ανάπτυξη αλλά μέχρι ένα επίπεδο, στις ανεπτυγμένες χώρες υψηλής τεχνολογίας τίς ρίχνει σέ χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας, καί η καινοτομία στις νέες τεχνολογίες πάει περίπατο. Οι Αμερικάνοι έχουν διαφορετική φιλοσοφία γι’αυτό καί προχωρούν σέ σχέση με τούς Ευρωπαίους πού είναι πίσω πλέον γιατί τό “research and development” θεωρούνταν πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος ανάπτυξης τής επιχείρησης ειδικά στους τεχνολογικούς κλάδους καί οι καινοτόμες ιδέες αμείβονται με τρέλα πόσα, έτσι ώστε νά προσελκύουν τά ταλαντούχα μυαλα καί δεν στοχεύουν στο φθηνό καί με περιορισμένες ικανότητες εργατικό δυναμικό πού μακροπρόθεσμα είναι συνταγή για αποτυχία, όπως συνέβη στην Ευρώπη.