Μια φορά κάθε μερικά χρόνια, σε περιόδους περιορισμένων βροχοπτώσεων και ξηρασίας, οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης περιοχής της Φωκίδας έρχονται αντιμέτωποι με ένα σχεδόν αλλόκοσμο θέαμα καθώς μέσα από τα νερά της τεχνητής λίμνης που δημιούργησε το φράγμα του Μόρνου για να υδροδοτηθεί η Ελλάδα, ξεπροβάλλει σαν φάντασμα ένα κομμάτι ιστορίας.
Πρόκειται για το Κάλλιο (όχι φυσικά το χημικό στοιχείο), αλλά το χωριό ή τουλάχιστον ό,τι απέμεινε από αυτό όταν το μακρινό 1981 υλοποιήθηκε η απόφαση για να φτιαχτεί το φράγμα και να ελεγχθεί η ροή του νερού ώστε να υδροδοτηθεί ολόκληρη η περιοχή. Ένα έργο που έγινε δεκτό ως «μάννα εξ ουρανού» για πολλούς, αλλά έκανε άλλους να χάσουν μια για πάντα τις ρίζες τους και να μην ξαναδούν ποτέ τα μέρη που γεννήθηκαν, που μεγάλωσαν, που έπαιξαν, που πήγαν σχολείο, που ερωτεύτηκαν, που παντρεύτηκαν, που χώρισαν, που έκαναν με την σειρά τους τα δικά τους παιδιά. Τα μέρη που έζησαν…
«Πνιγήκαμε για να ξεδιψάσει ο κόσμος. Πνιγήκαμε για να πιει ο κόσμος νερό», αφηγείται μια γερόντισσα στο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «NEROMANNA» που εξιστορεί την μοίρα του χωριού, μέσα από τα λόγια των ίδιων των κατοίκων του που αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν όταν άλλαξε η κοίτη του ποταμού, χτίστηκε το φράγμα και είδαν το νερό να φτάνει μέχρι τα σπίτια τους απειλώντας το βιος τους και -ακόμα χειρότερα-σκεπάζοντας κάτω από αυτό και τις δικές τους προσωπικές ιστορίες.
Οι Σωτήρης Τσίγκανος και Ιώνιαν Μπισάι χρειάστηκε να κάνουν μεγάλο αγώνα προκειμένου να εντοπίσουν «επιζώντες» εκείνου του δράματος. Εκείνου του «φευγιού». Εκείνου του ξεριζωμού. Οι οικογένειες σκόρπισαν, αφού εγκατέλειψαν το πλημμυρισμένο Κάλλιο και εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ενώ κάποιοι από αυτούς, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έφυγαν τελικά από την ζωή με το παράπονο ότι δεν είδαν ποτέ ξανά το χωριό τους.
Ορισμένοι, πάντως, κατάφεραν να το αντικρίσουν. Σε περιόδους μεγάλης ξηρασίας και περιορισμένων βροχοπτώσεων η στάθμη του νερού της τεχνητής λίμνης υποχωρεί αισθητά. Μερικές φορές ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα να ξεπροβάλλει μέσα από τον βυθό το παρελθόν. Το κάποτε ζωντανό Κάλλιο. Μαζεύεται κόσμος από τις γύρω περιοχές για να χαζέψει αυτό το παράξενο θέαμα. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους υπάρχουν και ορισμένοι που δεν έχουν φτάσει μέχρι εκεί από περιέργεια, αλλά από νοσταλγία και την εσωτερική ανάγκη να δουν και πάλι τον τόπο τους. Ή για να δείξουν στα παιδιά και τα εγγόνια τους από πού κρατάει η σκούφια τους. Τελευταία φορά που τα χωριό αποκαλύφθηκε για τα καλά ήταν το 2007. «Η ατμόσφαιρα θύμιζε μνημόσυνο» ανακαλεί στην μνήμη του ένας από τους κατοίκους μιλώντας στο «NEROMANNA».
Το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Αθήνας το 2017. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το πρότζεκτ, οι δύο δημιουργοί του κάλεσαν όσους από τους κατοίκους του Καλλίου μπόρεσαν να εντοπίσουν στην Βαρβάκειο, όπου στήθηκε ένα γλέντι σαν αυτά τα οποία έκαναν κάποτε κι εκείνοι στο χωριό τους. Η ατμόσφαιρα ήταν λυτρωτική για τους ανθρώπους που έχασαν για πάντα τον τόπο τους και έμειναν με την πικρία ότι κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ την δική τους προσωπική και ομαδική θυσία. Που κανένας δεν είχε μάθει την ιστορία τους. Μέχρι να βρεθούν οι δύο εικαστικοί καλλιτέχνες και να την διηγηθούν με τα υποβρύχια πλάνα τους τα οποίο δένουν ηχητικά με τα λόγια των κατοίκων.
Χρόνο με τον χρόνο είναι και λιγότεροι αυτοί που έχουν μείνει για να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο για το Κάλλιο. Όπως παρατήρησε κάποιος, «Όποιου έρχεται το τέλος του και θα πάει στον άλλο κόσμο, θα πάει εκεί. Ξαναμαζεύεται το χωριό, μετά από κάθε θάνατο»….
Εμεινα αφωνος Πρώτη φορά το ακούω εσωσαν εκατομμύρια άλλους η πολιτεία έπρεπε να τους είχε δωρίσει σπίτι και δουλεια.