«Είμαστε για το μύλο του Γεραμάνη», μου έλεγε κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν στοκρεοπωλείο του στη βαρβάκειο αγορά, όταν προσπαθούσε να βάλει κάποιον απο τους
λιγοστούς πελάτες, στο κατάστημα, χρησιμοποιώντας το μόνο όπλο που διέθετε : Τη
δημοσιότητα που είχε λάβει, χάρη στην έμφυτη κοινωνικότητα του και την ικανότητα του
να διαχειρίζεται ο ίδιος την εικόνα του στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που τον θυμόταν
πάντα κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα.
Η Βαρβάκειος αγορά, δεν έχασε έναν απο τους ανθρώπους της με το θάνατο του Κλεάνθη
Τσιρώνη, έχασε, εναν μοναδικά ικανό συνδικαλιστή που κράτησε ανοιχτά όσα μαγαζιά
παρέμειναν στις επάλξεις της αγοράς, μέσα απο μια παρατεταμένη οικονομική κρίση. Τον
νίκησε το ζάχαρο και ο Κορωνοϊός προφανώς, του έδωσε τη χαριστική βολή, ενώ πάλευε
για ζωή στην Μονάδα Εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Σωτηρία, την Πέμπτη τα
χαράματα.
Ήταν ίσως το πιο αναγνωρίσιμο μέλος της πιάτσας κι αυτό το κατάφερε με κόπο και
προσπάθειες και βεβαίως μέσα απο την φιλανθρωπική του δράση και την έντονη κοινωνική
του ζωή, καθώς ήταν ενας απο τους λίγους Bon Viveur που γνώρισα στη ζωή μου. Του
άρεσε η καλή ζωή, το ποιοτικό φαγητό και τα καλά στέκια. Εκτός απο τη Βαρβάκειο
κατέβηκε στις εκλογές και για το Εμπορικό Επιμελητήριο της Αθήνας.
Τα τελευταία χρόνια μοιραζόταν τις μέρες του ανάμεσα στο κρεοπωλείο του και το σπίτι
του στο αγαπημένο του χωριό στον Πύργο, τον προσωπικό του παράδεισο, όπου έβρισκε
ξεκούραση φροντίζοντας τα ζώα του και τα χωράφια του.
Πολλοί τάϊσαν τα παιδιά τους σε δύσκολες ώρες, ενώ ολόκληρες οικογένειες πρώην
εργαζόμενων της αγοράς που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, στηρίχτηκαν πάνω του, ακόμη και
για να κηδέψουν τους δικούς τους. Κοινωφελή Ιδρύματα και Οργανισμοί λάμβαναν συχνά
ποσότητες κρεάτων για τις κουζίνες τους, ενώ κάθε χρόνο με δική του πρωτοβουλία,
διοργάνωνε μαζί με το δήμο, τραπέζι στις γιορτές για τους άστεγους και τους άπορους του
κέντρου της Αθήνας.
Το προεδριλίκι της Βαρβακείου, σέρνει πίσω του και μια περίεργη «κατάρα» αφού ο
προκάτοχος του εκλειπόντος Κλεάνθη Τσιρώνη, αυτοκτόνησε, βασανισμένος απο μεγάλα
οικονομικά χρέη.
Η αγορά, χωρίς τον Τσιρώνη, θα είχε καταρρεύσει πολύ νωρίς, καθώς μεσολαβούσε πάντα
για να μην κόψουν το ρεύμα σε επαγγελματίες που χρώσταγαν ή δεν μπορούσνα να
πληρώσουν στο δήμο το νοίκι. Οι πόρτες των υπουργείων ήταν πάντα ανοιχτές για εκείνον.
Υπήρξε τρυφερός με τις δύο του κόρες και φρόντισε για τη σωστή ανατροφή τους, με τη
σύζυγο του Αθανασία Καραντώνη να στέκεται βράχος πάντα δίπλα του στα εύκολα και στα
δύσκολα. Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν για τα δύο απ’ τα σκυλιά του, τα πιο μικρόσωμα,
«τα παιδιά του» όπως τ’ αποκαλούσε, τον Ρόκι και τον Ασπρούλη, που σχεδόν καθημερινά
τον συντρόφευαν στο κρεοπωλείο.
«Καταλαβαίνουν καλύτερα κι απο άνθρωπο κι
ανταποδίδουν την αγάπη που τους δείχνεις» έλεγε. Ο Θεός να τον αναπαύσει.
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΚΑΡΔΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΧΟΝΤΕΣ ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ ΖΩΟΦΙΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΕΧΕΙ ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…….