Ήταν στις 28 Ιουνίου 1914, όταν ο αρχιδούκας διάδοχος της Αυστρίας Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία φον Τσότσεκ, έπεφταν νεκροί, στο Σαράγεβο, από τα πυρά φανατικού οπαδού της πανσλαβικής εθνικιστικής κίνησης, τού νεαρού σπουδαστή Γαβριήλ Πρίντσιπ.
Στην ουσία, αν και ήταν μια ενδοευρωπαϊκή διένεξη, με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο, το γεγονός ότι επεκτάθηκε και στην περιφέρεια, με ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων και με την εμπλοκή ακόμη και αμερικανικών τής προσέδωσαν τον χαρακτήρα της παγκόσμιας.
Η δολοφονία στο Σαράγεβο υπήρξε η αφορμή, τα αίτια, ωστόσο, πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Έχοντας η Αυστροουγγαρία την υποστήριξη της Γερμανίας διέταξε γενική επιστράτευση, κήρυξε τον πόλεμο (28 Ιουλίου) κατά της Σερβίας και βομβάρδισε το Βελιγράδι. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο πόλεμος γενικεύτηκε…
-Στις αρχές Αυγούστου 1914, στο δυτικό μέτωπο, ο γερμανικός στρατός πραγματοποίησε εισβολή στο Βέλγιο και, παρά τη γενναία αντίσταση του βελγικού στρατού, βρισκόταν σε τρεις εβδομάδες στα γαλλικά σύνορα (21 Αυγούστου) και συνέχιζε την προέλασή του προς το Παρίσι. Η γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα της στο Μπορντώ, η νικηφόρα όμως αντεπίθεση του γαλλικού στρατού στη μάχη του Μάρνη (5-10 Σεπτεμβρίου) ανάγκασε τους Γερμανούς να υποχωρήσουν. Ως την άνοιξη του 1915, ο πόλεμος στο δυτικό μέτωπο μεταβλήθηκε σε αγώνα χαρακωμάτων.
– Στο ανατολικό μέτωπο, οι Ρώσοι κατέλαβαν την Πρωσία, αλλά τον Δεκέμβριο, η αντεπίθεση του γερμανικού στρατού τους ανάγκασε να συμπτυχθούν. Επί πέντε μήνες συνεχίστηκε ο αγώνας χαρακωμάτων σε μήκος 900 χλμ. και τελικά οι Ρώσοι υποχρεώθηκαν να οργανώσουν και δεύτερο μέτωπο άμυνας στη γραμμή από τη Ρίγα της Λετονίας ως το Τσέρνοβιτς της Ουκρανίας.
– Το 1915, το αγγλικό ναυτικό σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες εναντίον του γερμανικού στόλου στη Βαλτική Θάλασσα και ο αποκλεισμός των γερμανικών λιμανιών από τα αγγλικά πλοία δημιουργούσε σοβαρό επισιτιστικό πρόβλημα στη Γερμανία, που έριξε στον αγώνα το σύνολο των υποβρυχίων της. Η είσοδος, εξάλλου, της Ιταλίας στον πόλεμο ακινητοποίησε στα ιταλοαυστριακά σύνορα μεγάλες αυστριακές δυνάμεις και τα γερμανικά σχέδια ανατρέπονταν στις επιχειρήσεις της ξηράς.
– Η καθήλωση των εμπόλεμων στα δύο μέτωπα συνεχίστηκε ως τον Φεβρουάριο του 1916, οπότε η Γερμανία εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση εναντίον των Γάλλων στην περιοχή του Βερντέν (βορειοανατολική Γαλλία). Οι επιχειρήσεις στον τομέα αυτό συνεχίστηκαν ως τον Δεκέμβριο, με αμφίρροπες φάσεις και έληξαν με νίκη του γαλλικού στρατού, που διοικούσε ο στρατηγός Πεταίν. Οι απώλειες των αντιπάλων υπήρξαν τρομακτικές: σε περίπου 600.000 υπολογίζονται οι νεκροί και σε ένα εκατομμύριο οι τραυματίες.
– Σημαντικές επιτυχίες σημείωσαν και οι Ρώσοι στο ανατολικό μέτωπο (Ιούλιος-Αύγουστος 1916), ενώ η νίκη του αγγλικού ναυτικού στη ναυμαχία της Γιουτλάνδης, στη Βόρεια Θάλασσα (31 Μαίου 1916), η μόνη μεγάλη ναυτική επιχείρηση, υποχρέωσε τον γερμανικό στόλο να καταφύγει στις βάσεις του, όπου παρέμεινε ως το τέλος του πολέμου.
– Το 1917, την πορεία των επιχειρήσεων επηρέασε αρνητικά για την Αντάντ η Ρωσική Επανάσταση, που αποδέσμευσε μεγάλο μέρος των γερμανικών δυνάμεων από το ανατολικό μέτωπο. Θετική επίδραση για την Αντάντ είχε η κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η ενίσχυση έτσι των συμμάχων με οικονομικούς πόρους, με πολεμικό υλικό και με στρατό.
– Το 1918, ο γερμανικός στρατός επανέλαβε τις επιθέσεις του εναντίον της Γαλλίας (21 Μαρτίου), με 65 μεραρχίες, ισχυρότατο βαρύ πυροβολικό και αεροπορία, και τον Ιούλιο είχε φτάσει στις θέσεις που είχε καταλάβει το 1914. Η αποφασιστικότητα του Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσώ και κυρίως η ικανότητα του Γάλλου στρατηγού Φος, που ανέλαβε τη διοίκηση όλων των συμμαχικών στρατευμάτων, ανάγκασε τον γερμανικό στρατό, μετά τη δεύτερη μάχη του Μάρνη (Ιούλιος-Νοέμβριος), να υποχωρήσει.
Την ίδια περίοδο, οι ιταλικές νίκες εναντίον του αυστριακού στρατού, όπως και οι επιτυχίες των Ελλήνων και των συμμάχων στο βαλκανικό μέτωπο, είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή ανακωχής από την Αυστρία (4 Νοεμβρίου), τη Βουλγαρία (29 Σεπτεμβρίου), την Τουρκία (ανακωχή του Μούδρου, 30 Οκτωβρίου).
– Η Γερμανία, μόνη τώρα, αποκλεισμένη από στεριά και θάλασσα, με σοβαρά προβλήματα επισιτισμού του πληθυσμού και ανεφοδιασμού του στρατού της, συνέχιζε τον πόλεμο, ενώ ο γερμανικός λαός έδειχνε πλέον σημάδια κόπωσης. Τον Οκτώβριο, τα πληρώματα του στόλου στο Κίεβο στασίασαν και ακολούθησαν εξεγέρσεις σε άλλες πόλεις και μέσα στο Βερολίνο (1 Νοεμβρίου). Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ εγκατέλειψε τον θρόνο και κατέφυγε στην Ολλανδία και στις 11 Νοεμβρίου, η κυβέρνηση του σοσιολδημοκράτη Έμπερτ υπέγραψε ανακωχή.
– Στο τέλος του 1918, τα όπλα είχαν σιγήσει στην Ευρώπη, το πένθος όμως την είχε καλύψει. Περίπου 10 εκατομμύρια νεκροί και 20 εκατομμύρια τραυματίες, ερειπωμένες πόλεις και χωριά, κατεστραμμένα εργοστάσια και χιλιάδες χιλιομέτρων σιδηροδρομικές γραμμές αχρηστευμένες συνέθεταν το μεταπολεμικό σκηνικό.
Η Ελλάδα στον πόλεμο
«Ιδιαιτέρως διά τον Ελληνικόν στρατόν τονίζω τον ζήλον, την ανδρείαν και την παροιμιώδην ορμήν, τα οποία επέδειξε κατά τον υπ΄αυτού διαδραματισθέντα ένδοξον ρόλον επί των οχθών του Στρυμώνος και του Αξιού», Φρανσαί ντ΄Εσπερέ, αρχιστράτηγος του Βαλκανικού Μετώπου.
Με την κήρυξη του πολέμου, επικρατούσε αρχικά στην ελληνική πολιτική ηγεσία η άποψη ότι η χώρα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Θα βοηθούσε τη Σερβία μόνο σε περίπτωση που η Βουλγαρία εξαπέλυε επίθεση εναντίον της. Μετά τη γενίκευση, ωστόσο, των συρράξεων, ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας υπαγόρευαν να ταχθεί με το μέρος της Αντάντ, επειδή η Αγγλία, ακόμη και σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας, θα εξακολουθούσε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Εγγύς Ανατολή και ειδικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, αντίθετα (η γυναίκα του ήταν αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄), όπως και το περιβάλλον του, βέβαιοι για τη νίκη της πανίσχυρης τότε Γερμανίας, είχαν την άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να τηρήσει «διαρκή ουδετερότητα».
Η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Οκτώβριος 1914) και η επίθεση των συμμάχων εναντίον της, με την επιχείρηση των Δαρδανελλίων, δικαίωναν την πολιτική του Βενιζέλου. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος ήταν ανυποχώρητος, με αποτέλεσμα ο Βενιζέλος να οδηγηθεί σε παραίτηση. Όταν, όμως, στις εκλογές (31 Μαίου 1915) κατάφερε εκ νέου να συγκεντρώσει την πλειοψηφία, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως θα προχωρούσε σε επιστράτευση «απαντώντας» κατ΄αυτόν τον τρόπο στην επιστράτευση της Βουλγαρίας. Η νέα παραίτηση του Βενιζέλου (Οκτώβριος 1915), μετά την άρνηση του Κωνσταντίνου να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, δημιούργησε ένταση στις σχέσεις των δύο ανδρών, και υπήρξε η αφετηρία του εθνικού διχασμού.
– Οκτώβριος 1915: Αγγλογάλλοι παραβιάζουν την ελληνική ουδετερότητα και πραγματοποιούν απόβαση στη Θεσσαλονίκη. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το οχυρό Ρούπελ (Μάιος 1916) και εισβάλλουν στην ανατολική Μακεδονία. Επειδή η εμμονή του Κωνσταντίνου στην ουδετερότητα συνεχιζόταν, τον Αύγουστο του 1916 έγινε στρατιωτικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, με στόχο την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Σχηματίζεται προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον Βενιζέλο, τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Η Ελλάδα χωρίζεται στο κράτος των Αθηνών και το κράτος της Θεσσαλονίκης. Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης τάχθηκε αμέσως στο πλευρό της Αντάντ.
Η κρίση στις σχέσεις των δύο κυβερνήσεων και οι πιέσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας στην κυβέρνηση της Αθήνας, οδήγησαν στην παραίτηση του Κωνσταντίνου, που έφυγε από την Ελλάδα, αφήνοντας τον θρόνο στον δεύτερο γιο του, Αλέξανδρο (Ιούνιος 1917). Η κυβέρνηση Βενιζέλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων. Έτσι, η Ελλάδα ενώθηκε και πάλι διοικητικά. Ο ελληνικός στρατός πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των συμμάχων στο βαλκανικό μέτωπο και τον Μάιο του 1918 πραγματοποίησε θριαμβευτική νίκη εναντίον των Βούλγαρων στο Σκρα, δυτικά του ποταμού Αξιού. Ο αγγλογαλλικός στόλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και στην πόλη εγκαταστάθηκε τμήμα του ελληνικού στρατού, ενώ ο ελληνικός στόλος, με το θωρηκτό «Αβέρωφ», αγκυροβόλησε στον Βόσπορο.