Η Εταιρεία Δολοφόνων της Ελλάδας: Πώς εντόπιζαν τα θύματα και στόχευαν τις περιουσίες τους – Το τελευταίο θύμα εφοπλιστής (ΕΙΚΟΝΕΣ)

Κοινοποίηση:
papadopoulos1_494x320_1

«Ημουν εγκέφαλος-ανεγκέφαλος. Τότε είχαν πάρει τα μυαλά μας αέρα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να τα κάνουμε όλα αυτά, φτάσαμε σε ακραίες καταστάσεις. Όμως, όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, η δράση μας είχε ιδεολογικό υπόβαθρο. Από μικρό παιδί είχα αριστερή συνείδηση. Σε καμία διαθήκη δεν υπήρχαν λιγότεροι από πενήντα κληρονόμοι, συνήθως ήταν από 70-100, ενώ στην υπόθεση του Τυπάλδου παρακαλώ, ήταν 156. Δηλαδή, εγώ δεν τα έκανα όλα αυτά για τον εαυτό μου, αλλά για να βγάλω τον φτωχό από την πείνα του. Τότε πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη αξία να φάνε ψωμί 150 άνθρωποι, από τη ζωή ενός 85χρονου ή 90χρονου».

Στην ελληνική κοινωνία του 1987 έρχεται στην επικαιρότητα με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο ένας δικηγόρος, πρώην Δήμαρχος Ν. Χαλκηδόνας, οικογενειάρχης, πατέρας τριών παιδιών, που ανταποκρίνεται στο τυπικό κοινωνικό στερεότυπο του επιτυχημένου πολίτη υπεράνω πάσης υποψίας. Στα εγκληματ(ολογ)ικά χρονικά έμεινε η δράση του σχετικά με την ίδρυση, την «προεδρία» και τη φροντίδα της λειτουργίας μιας ιδιόρρυθμης και ανατριχιαστικής εταιρείας: της «Εταιρείας Δολοφόνων». Ονομάζεται Χρήστος Παπαδόπουλος.

Συλλαμβάνει το παρανοϊκό σχέδιο του αρκετά χρόνια πριν από το πέρασμα στην πράξη, σύμφωνα με το οποίο ο βασικός σκοπός ήταν η εξεύρεση υποψηφίων θυμάτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προς σφετερισμό της περιουσίας τους.

Επομένως, ομάδα στόχο αποτελούσαν κατά κύριο λόγο άνθρωποι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν συγγενείς, τουλάχιστον όχι κοντινούς, που είχαν σημαντική περιουσία, ακίνητη ως επί το πλείστον κι αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας, όπως συνήθως συμβαίνει με αυτήν την ηλικιακή κατηγορία.

Επόμενο βήμα μετά τον εντοπισμό ήταν η προσέγγιση τους κι η βαθμιαία εξασφάλιση της εμπιστοσύνης τους με διάφορα μέσα, ενώ ακολουθούσε η πλαστογράφηση διαθηκών τους κι η θανάτωσή τους, τα δε δύο τελευταία ενίοτε πραγματοποιούνταν και με αντίστροφη σειρά. Τελευταία κίνηση ήταν η δημοσίευση αυτών των διαθηκών, με την απαραίτητη συνέργεια συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και διαφόρων (ψευδο)μαρτύρων, ώστε να ολοκληρωθεί η αρπαγή περιουσιών, που εξ αρχής αποτελούσαν το αντικεικενικό σκοπό του εγκλήματος.

Η υλοποίηση του σχεδίου ξεκίνησε από τη στελέχωση της «Εταιρείας» με πρόσωπα που ήταν κατάλληλα, αλλά και πρόθυμα να εξυπηρετήσουν το σκοπό της και έτσι ο Παπαδόπουλος πλαισιώθηκε σταδιακά με χρήσιμους για αυτόν συνεργάτες ή κατ΄ ορθότερο χαρακτηρισμό συνεργούς. Πιο συγκεκριμένα αυτοί ήταν, μεταξύ άλλων, οι Βασίλης Πλατανιώτης, δικαστικός επιμελητής, Νικόλαος Πέππας, έμπορος, Ιωάννης Πάμπρης, εργολάβος και Γιώργος Ξανθόπουλος, θυρωρός. Στο στενό πυρήνα του «εγκέφαλου» της συμμορίας κι η Γεωργία Παπανικολάου, νοικοκυρά, σύζυγος δικαστικού επιμελητή, που ενίοτε αποδείχθηκε πιο σκληρή και από τον ίδιο τον εμπνευστή της «εταιρίας», όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.

Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τα μέλη της σπείρας δολοφόνησαν οκτώ ανθρώπους κι άρπαξαν με απατηλά τεχνάσματα την περιουσία τους. Το πρώτο θύμα τους ήταν ένας θείος της γυναίκας του Παπαδόπουλου, ο επιχειρηματίας Βασίλειος Ελευθεριάδης, η χειρόγραφη διαθήκη του οποίου μετά την επέμβαση της «εταιρείας» όριζε κληρονόμο ως ψιλό κύριο το γιο του Παπαδόπουλου, που ήταν και βαφτιστήρι του θύματος.

Ακολούθησε η 65χρονη Λάουρα Πάντου, που βρέθηκε νεκρή σε άλσος του Κολωνακίου με επικρατέστερη – τότε – αιτία θανάτου την εμπλοκή της σε τροχαίο δυστύχημα, ενώ όλως περιέργως μόλις δυο μήνες αργότερα βρέθηκε νεκρή στο ρετιρέ όπου διέμεναν μαζί για χρόνια η θεία της Πάντου, Έλλη Βεριοπούλου, η διαθήκη της οποίας όριζε ως κληρονόμους 46 άτομα, όλες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των δύο θυγατέρων του Παπαδόπουλου! Ειδικότερα, επικαρπώτριες της κληρονομίας ορίστηκαν οι ως άνω θυγατέρες από κοινού με άλλες δύο γυναίκες, με ειδικό όρο μετά από θάνατο ή αποποίηση της κληρονομίας από ορισμένες εξ αυτών η επικαρπία να περιέρχεται σε υπόλοιπες επικαρπώτριες. Κατά σύμπτωση (!) οι δύο άλλες γυναίκες αποποιήθηκαν κι έτσι η επικαρπία περιήλθε στις θυγατέρες του Παπαδόπουλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαθήκη είχε συνταχθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Ελένης Κοκιοπούλου – Καστανάκη και τριών μαρτύρων, που εμφανίστηκαν ως μάρτυρες και στη διαθήκη ενός άλλου θύματος, του Χαράλαμπου Τυπάλδου.

Η 70χρονη Ευφροσύνη Φραγκουλάκη, θεία της Γεωργίας Παπανικολάου, μετά από 3 αποτυχημένους γάμους ζούσε μόνη της στη Βούλα ήδη από το 1980 και μερικούς μήνες πριν το θάνατό της σύστηνε στους γνωστούς της έναν άνδρα 70 περίπου ετών ονόματι «Δημήτρης» ως τον μέλλοντα σύζυγό της, με τον οποίο θα ζούσαν στην Ελβετία. Μάλιστα, προς εκπλήρωση της μετοίκησης στο εξωτερικό πώλησε ένα ακίνητό της στην τιμή των 6.500.000 δρχ, χρήματα που, βεβαίως, ουδέποτε ανευρέθησαν. Όπως αποδείχθηκε, ο «Δημήτρης» ήταν «εταίρος», ο Βασίλης Πλατανιώτης και τελικά την Φραγκουλάκη σκότωσε η ανηψιά της Γεωργία Παπανικολάου, χτυπώντας την με πέτρα στο κεφάλι. Μάλιστα, για να θολώσει τα νερά, για πολλές εβδομάδες μετά τη δολοφονία τηλεφωνούσε στους γείτονες υποδυόμενη τη θεία της, ενώ κατέθεσε αγωγή εναντίον της για να τις καταβάλλει δεδουλευμένα τεσσάρων ετών, αφού υποστήριξε ότι έναντι αμοιβής της παρείχε φροντίδα στο σπίτι.

Ως θύματά τους κατεγράφησαν, επίσης, οι Αγ. Kαλαφάτης και Στ. Μπρουζάκης, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, τα μέλη της σπείρας πριν από τη σύλληψή τους σχεδίαζαν τη δολοφονία του ζεύγους Πεντάζου στην Αμαλιάδα.

Το τελευταίο θύμα της «εταιρείας» ήταν ο Χαράλαμπος Τυπάλδος, 84 ετών, εφοπλιστής, που βρέθηκε νεκρός το 1986 στο γραφείο του στην Ακτή Τζελέπη, με επίσημη αιτία θανάτου την καρδιακή προσβολή. Όταν, όμως, δημοσιεύθηκε η διαθήκη του, προκάλεσε εντύπωση η εγκατάσταση ως κληρονόμων της κόρης και της συζύγου ενός προσώπου, το οποίο ο κληρονόμος γνώριζε ελάχιστα, συγκεκριμένα μόνο δύο μήνες, του Νικόλαου Πέππα! Τελικά, αποδείχθηκε ότι ενεργό συμμετοχή στη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία είχαν ο Πλατανιώτης και η Παπανικολάου, που είχε μάλιστα έτοιμη την δικαιολογία αν κάτι πήγαινε στραβά για αυτούς κατά την τέλεση του εγκλήματος: θα υποστήριζε ότι το θύμα πέθανε λόγω προσβολής κατά τη διάρκεια ερωτικής πράξης μαζί της.

Κατά την χρονοβόρα ποινική διαδικασία που επακολούθησε την αποκάλυψη της δράσης της «εταιρείας» από έναν ιδιωτικό αστυνομικό, τον Κωνσταντίνο Σπύρου, ο Παπαδόπουλος καταδικάστηκε 8 φορές σε θάνατο και 25 χρόνια κάθειρξη, ποινή που βεβαίως δεν εκτελέστηκε και μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ κατά την απολογία του παρουσιάστηκε ως Ρομπέν των φτωχών κι αναρωτήθηκε ενώπιον των δικαστών αν είναι προτιμότερο να ζει ο Τυπάλδος ή να ζουν καλύτερα δέκα άλλα πρόσωπα αντί για αυτόν. Η κορυφαία του τοποθέτηση στο ακροατήριο ήταν, όμως, άλλη: «Αν υπήρχαν 100 εταιρείες δολοφόνων η κοινωνία μας θα ήταν καλύτερη», είπε στα σοβαρά…

Σε ελαφρότερες ποινές καταδικάστηκαν άλλοι έξι συνεργοί. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Πέππας καταδικάστηκε σε δις ισόβια και 13,5 χρόνια κάθειρξη, ο Πλατανιώτης σε 22, 5 χρόνια κάθειρξη, ο Παμπρής σε 17 χρόνια κάθειρξη κι η Παπανικολάου σε 15, 5 χρόνια κάθειρξη.

Η συγκεκριμένη υπόθεση δικαίως θεωρείται ακόμα ως μία από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις στα χρονικά, τουλάχιστον όσον αφορά στη χώρα μας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μίξη οικονομικών εγκλημάτων, οργανωμένου εγκλήματος και εγκλημάτων ακραίας εκδήλωσης βίας κατά συρροή και μάλιστα πέρα από τις όποιες ποινικές κυρώσεις, οι προεκτάσεις και οι συνέπειες των εγκλημάτων εκτάθηκαν και σε πολιτικό, αλλά και σε αστικό επίπεδο, ως προς την τύχη των κληρονομιών των θανατωθέντων προσώπων.

Επιπλέον, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περνάει απαρατήρητη η παράμετρος του υψηλού μορφωτικού επιπέδου ορισμένων δραστών κι ιδιαίτερα του εγκεφάλου της «Εταιρείας», αλλά και πολλών συνεργών, η οποία τους καθιστούσε πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας και τους παρείχε – σε συνδυασμό με την κοινωνική τους θέση – περισσότερα όπλα ως προς την τέλεση των εγκλημάτων και αυξημένες άμυνες ως προς τη συγκάλυψή τους για πολλά χρόνια.

Τέλος, το γεγονός ότι την εκτεταμένη παράνομη δράση μιας τόσο μεγάλης και δομημένης εγκληματικής ομάδας την αποκάλυψε σε πρώτο στάδιο ένας ιδιωτικός αστυνομικός κι όχι οι Διωκτικές Αρχές, δίνει μια καλή αφορμή για γόνιμο προβληματισμό ακόμα και σήμερα ως προς τη βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας.

Αναφορικά με την εξέλιξη της πορείας των μελών της «Εταιρείας΄΄ ο Παπαδόπουλος στις 18 Απριλίου 2001 πήρε άδεια από τις Φυλακές Κέρκυρας, όπου εξέτειε την ποινή του και δεν επέστρεψε, παρά συνελήφθη από την Αστυνομία έπειτα από διάστημα πέντε ολόκληρων μηνών στο διαμέρισμα που είχε μισθώσει στην οδό Τζουμαγιάς 51, στην Kυψέλη, σχεδόν απέναντι από τα Δικαστήρια της Ευελπίδων. Μάλιστα, κυκλοφορούσε με πλαστή ταυτότητα στην οποία αναγραφόταν το όνομα Νίκος Ρέμπελος (!).

Πριν από 1,5 χρόνο αποφυλακίστηκε υπό όρους, καθώς κρίθηκε από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ότι πληρούσε τους όρους του νόμου και το δόθηκε η ευκαιρία της επανένταξης στην κοινωνία. Πλέον, από τις αρχές του 2010 άνοιξε ξανά το επαγγελματικό του γραφείο, αυτή τη φορά στον τέταρτο όροφο κτιρίου στην οδό Σταδίου.

Οι νέοι γείτονες με δηλώσεις στον ημερήσιο τύπο δίνουν μια σφαιρική οπτική της αντιμετώπισής του από την κοινωνία: «Ο άνθρωπος αυτός εξέτισε την ποινή του και έχει το δικαίωμα να εργαστεί. Σε αυτό το κτίριο όμως στεγάζονται σχολές του Πανεπιστημίου. Δεν ξέρω αν είναι σωστό», «Σκότωσες οκτώ ανθρώπους και έχεις το θράσος να εμφανίζεσαι ενώπιον ανθρώπων;», «Μπορεί άλλοι να μην ενοχλούνται, αλλά εγώ δεν μπορώ να μείνω εδώ κάτω από αυτές τις συνθήκες». «Δεν σκοπεύω να φύγω ό,τι και να γίνει. Δεν θέλω να έχω προβλήματα με κανέναν από όσους εργάζονται στο ίδιο κτίριο, αλλά θέλω να με αφήσουν ήσυχο να κάνω τη δουλειά μου, θα αναλαμβάνω φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις στις οποίες ειδικευόμουν ούτως ή άλλως» επισημαίνει ο ίδιος .

Τα λόγια του, όμως, σχετικά με την αντιμετώπισή του στον τόπο καταγωγής του δίνουν μια διαφορετική εικόνα αναφορικά με τη θεωρία της ετικέτας: «Έχω πολλούς φίλους και στον Πλάτανο. Οι αντιδράσεις των συγχωριανών μου όταν αποφυλακίστηκα ήταν συγκινητικές και πραγματικά εξεπλάγην με τη συμπεριφορά τους. Με αγκάλιαζαν και δάκρυζαν. Αλλά και στο Ξυλόκαστρο, όσοι με αναγνωρίζουν, με αποδέχονται, ούτε φοβούνται, ούτε αντιδρούν».

Όσο για την τύχη των άλλων συνεργών; Αυτή για τους περισσότερους δεν ήταν και τόσο καλή… Σήμερα, η Γεωργία Παπανικολάου, έχοντας ήδη εκτίσει τα 2/3 της ποινής της, είναι ελεύθερη. Ο Βασίλης Πλατανιώτης φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό όπου και πέθανε. Ο Ιωάννης Παμπρής, αφού εξέτισε τα 2/3 της ποινής του αποφυλακίστηκε, και λίγους μήνες αργότερα πέθανε από φυσικά αίτια. Ο δε Γιώργος Ξανθόπουλος αυτοκτόνησε μέσα στη φυλακή…

Ας ελπίσουμε ότι η εξέλιξη (και το τέλος σε μερικές περιπτώσεις) που είχαν τα μέλη της «Εταιρείας» θα αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τους υποψήφιους μιμητές της δράσης τους κι ότι δεν θα εμφανιστεί παρόμοια φρικαλέα εγκληματική οργάνωση.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: