Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει την οικονομική ικανότητα να επενδύσει σημαντικά ποσά στην άμυνα, προκειμένου να ενισχύσει την ασφάλειά της και να προστατευθεί από πιθανές επιθέσεις της Ρωσίας, χωρίς να εξαρτάται από τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 205, η ΕΕ θα πρέπει να κατανέμει περίπου 250 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για αμυντικές δαπάνες. Αυτή η χρηματοδότηση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του στρατιωτικού προσωπικού, των υποδομών και του εξοπλισμού που απαιτούνται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης απειλής από τη Ρωσία.
Οι προτεινόμενες δαπάνες αντιστοιχούν στο 1,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της ΕΕ και θα επιτρέψουν στην Ευρώπη να κινητοποιήσει περίπου 300.000 στρατιώτες για την υπεράσπισή της. Η μελέτη αυτή εκπονήθηκε από τα ερευνητικά ιδρύματα Bruegel και Kiel Institute for the World Economy, τα οποία αναλύουν τις στρατηγικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες της Ένωσης στον τομέα της άμυνας.
Στην μελέτη επισημαίνεται η ανάγκη για στενότερο συντονισμό και κοινές προμήθειες, σημειώνοντας ότι παρά τα οικονομικά μέσα της Ευρώπης, ο συντονισμός στην άμυνα εντός της ηπείρου παραμένει μια σημαντική πρόκληση για τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις.
Η αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τις κινήσεις της έχει αναστατώσει την Ευρώπη, με φόβους ότι η ήπειρος ενδέχεται να χρειαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ.
Η μελέτη προτείνει αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών έως και 4% του ΑΕΠ ετησίως, από το σημερινό 2%. Το μισό από αυτό θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από κοινό ευρωπαϊκό χρέος και να χρησιμοποιηθεί για κοινές προμήθειες, ενώ το υπόλοιπο θα μπορούσε να καλυφθεί σε εθνικό επίπεδο, τονίζουν συγγραφείς της μελέτης.
Παράλληλα, τονίζεται ότι η Μόσχα έχει αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές της ικανότητες μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, αναφερόμενη στην κινητοποίηση περίπου 700.000 στρατιωτών στην Ουκρανία και την απότομη αύξηση της παραγωγής αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων.
Η μελέτη έκανε λόγο για συγκρότηση 50 επιπλέον ταξιαρχιών, την ανάγκη η Ευρώπη να εξοπλιστεί με 1.400 νέα κύρια άρματα μάχης και 2.000 οχήματα μάχης πεζικού, αριθμός που θα ξεπερνούσε τα σημερινά αποθέματα του συνόλου των γερμανικών, γαλλικών, ιταλικών και βρετανικών χερσαίων δυνάμεων.
«Σε οικονομικούς όρους, αυτό είναι διαχειρίσιμο… Αυτό είναι πολύ λιγότερο από τα χρήματα που χρειάστηκαν για να ξεπεραστεί η κρίση κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid, για παράδειγμα», δήλωσε ο Γκούντραμ Βολφ, από τους συγγραφείς της μελέτης