H σιιτική ομάδα των Νιζάρι Ισμαηλιτών που δημιούργησε το δικό της κρατίδιο και βασίστηκε στις δολοφονίες για να πετύχει τους στόχους της.
Το 1295, ο έμπορος-εξερευνητής Μάρκο Πόλο επέστρεψε στη Βενετία. Είχε ταξιδέψει στην Ασία για πάνω από δύο δεκαετίες. Κατέγραψε όσα είχε δει στο έργο του «Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο» περιγράφοντας, μεταξύ άλλων τραγελαφικών ιστοριών, μια αίρεση μουσουλμάνων γνωστή στους μεσαιωνικούς Ευρωπαίους ως Δολοφόνοι. Ο αρχηγός τους, ισχυρίστηκε, ήταν ένας «γέρος από το βουνό» ο οποίος παρέσυρε τους νέους στην υπηρεσία του με άφθονες ποσότητες χασίς και κήπους με όμορφες κοπέλες. Τους έλεγε ότι είχαν μόλις ζήσει τον παράδεισο που τους περίμενε στη μετά θάνατον ζωή και οι νεαροί δεσμεύονταν να υπερασπιστούν τον αρχηγό τους με κάθε κόστος.
«Όλοι ένιωθαν ευτυχισμένοι που λάμβαναν τις εντολές του κυρίου τους και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν στην υπηρεσία του. Η συνέπεια αυτού του συστήματος ήταν ότι όταν οποιοσδήποτε από τους γειτονικούς πρίγκιπες ή οποιοσδήποτε άλλος δεν έδειχνε σεβασμό στον αρχηγό, θανατώνονταν από τους πειθαρχημένους δολοφόνους του», έγραψε χαρακτηριστικά ο Μάρκο Πόλο.
Η αφήγηση του σαγήνευσε τη φαντασία των Ευρωπαίων των μεταγενέστερων αιώνων, οι οποίοι με τη σειρά τους πρόσθεσαν τα δικά τους στοιχεία. Οι αφηγήσεις από τον μεσαιωνικό μουσουλμανικό κόσμο είναι λιγότερο φανταχτέρες, αλλά καταγράφουν μια οξεία και ξεκάθαρα εχθρική στάση απέναντι στους Νιζάρι, το σιιτικό μουσουλμανικό δόγμα στο οποίο ο Μάρκο Πόλο στήριξε την ιστορία του. Στο χρονικό του 13ου αιώνα του Ιμπν αλ Αθίρ, ο μουσουλμάνος ιστορικός περιέγραψε την ομάδα ως μια «συμφορά» της οποίας τα μέλη όχι μόνο δολοφόνησαν τους αντιπάλους τους, αλλά και επιτέθηκαν κατά βούληση στους συμμάχους τους. Οι άντρες που ανέφερε ως Μπατίνι (εσωτεριστές) ήταν παρίες λόγω των επαίσχυντων μεθόδων τους και του γεγονότος ότι η ίδια η ύπαρξή τους είχε τη ρίζα της σε βαθιά σχίσματα που χώρισαν μουσουλμανική κοινότητα.
Η ιστορία των Νιζάρι αποτέλεσε έμπνευση για το δημοφιλές franchise βιντεοπαιχνιδιών «Assassin’s Creed», το οποίο φέρνει αντιμέτωπους ένα Τάγμα Δολοφόνων ενάντια στους Ναΐτες Ιππότες σε έναν αγώνα για την ελεύθερη βούληση που εκτείνεται σε χιλιετίες. Στο πιο πρόσφατο παιχνίδι της σειράς, το «Assassin’s Creed Mirage» βασίζεται στη ιστορία του μικρού αυτόνομου κρατιδίου Νιζάρι Ισμαΐλι (1090-1273).
Στις αρχές του 10ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος του ισλαμικού κόσμου ζούσε υπό την κυριαρχία είτε του χαλιφάτου των Αββασιδών , το οποίο διεκδίκησε την παγκόσμια εξουσία σε όλους τους Μουσουλμάνους, είτε υπό την κυριαρχία ανεξάρτητων ηγεμόνων που ορκίστηκαν πίστη στους Αββασίδες.
Σε αντίθεση με τους σουνίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κυριαρχία των Αββασιδών από τη Βαγδάτη και πίστευαν ότι ο Προφήτης Μωάμεθ δεν επέλεξε ποτέ διάδοχο για να τους ηγηθεί, οι Σιίτες επέμεναν ότι το χαλιφάτο μπορούσε να περάσει μόνο μέσω της γενεαλογίας των ιμάμηδων ή των απογόνων του Μωάμεθ που είχαν χαρακτηριστεί ως αλάνθαστοι από τους προκατόχους τους. Οι Σιίτες πιστεύουν ότι η γραμμή ξεκίνησε με τον γαμπρό του Μωάμεθ Αλί ιμπν Αμπι Ταλίμπ, αλλά οι διαφωνίες για τις διαδοχές στους επόμενους αιώνες οδήγησαν σε πολλές διασπάσεις εντός της κοινότητάς τους.
Μια τέτοια ομάδα ήταν οι Ισμαηλίτες , οι οποίοι πήραν το όνομά τους από τον ιμάμη Ισμαήλ ιμπν Τζαφάρ. Ισμαηλίτες ιεραπόστολοι γυρνούσαν σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο για να διαδώσουν την πίστη τους και να παρέχουν πνευματική καθοδήγηση, παρά το γεγονός ότι αντιμετώπιζαν διώξεις από τις σουνιτικές αρχές. Οι προσπάθειες τους απέδωσαν καρπούς το 909, με την ίδρυση του χαλιφάτου των Φατιμιδών, μιας δυναστείας των Ισμαηλίων που πήρε το όνομά της από την κόρη του Μωάμεθ, Φατίμα .
Τα επόμενα 80 χρόνια, οι Φατιμίδες επεκτάθηκαν σε όλη τη Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο, τη Χετζάζ (Σαουδική Αραβία) και το μεγαλύτερο μέρος του Λεβάντε. Ιδρύοντας το Κάιρο ως πρωτεύουσά τους αποτέλεσαν την πιο σοβαρή πρόκληση για τη σουνιτική ηγεμονία από τον έβδομο αιώνα. Ακόμη και όταν οι στρατοί τους απέτυχαν να διεισδύσουν βορειότερα και ανατολικότερα, οι ιεραπόστολοι των Φατιμιδών δρούσαν σε όλο τον ισλαμικό κόσμο, συγκεντρώνοντας νέους οπαδούς και υποκινώντας αντισουνιτικές εξεγέρσεις. Το 1058, μια εξέγερση υπέρ των Φατιμιδών κατέλαβε για λίγο τη Βαγδάτη πριν εκδιωχθεί από τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι είχαν κατακτήσει μεγάλο μέρος του ανατολικού ισλαμικού κόσμου και καθιερώθηκαν ως προστάτες του χαλίφη των Αββασίδων και της σουνιτικής ορθοδοξίας.
Μια δεκαετία περίπου αργότερα, οι Φατιμίδες ιεραπόστολοι προσηλύτισαν τον Χασάν Σαμπάχ, έναν νεαρό άνδρα από την κεντρική Περσία (πλέον Ιράν). Ο Χασάν αγκάλιασε τη νέα του πίστη με τέτοιο ζήλο που αποφάσισε να εκπαιδευτεί και ο ίδιος ως ιεραπόστολος. Κήρυξε σε όλη τη βόρεια Περσία πριν μετεγκατασταθεί στο Κάιρο το 1076. Μετά από μια τριετή παραμονή στην πρωτεύουσα των Φατιμιδών, ο Χασάν επέστρεψε στην Περσία με σχέδια να συγκεντρώσει υποστήριξη για μια μεγάλης κλίμακας εξέγερση κατά των Σελτζούκων. Η επιτυχημένη «κατάληψη του Αλαμούτ (Ιράν) το 1090 αποτέλεσε το ξεκίνημα των μαζικών επιχειρήσεων των Περσών Ισμαηλιτών κατά των Σελτζούκων σημαδεύοντας επίσης την απαρχή αυτού που επρόκειτο να γίνει το κράτος Νιζάρι Ισμαηλί», γράφει ο Ισμαηλίτης μελετητής Φαρχάντ Νταφταρί στο The Assassin Legends: Myths of the Ismailis.
Ο Χασάν επέκτεινε και οχύρωσε το κάστρο Αλαμούτ, το οποίο ήταν βρισκόταν στην κορυφή ενός ψηλού βράχου στα βόρεια περσικά βουνά. Έκανε επίσης βελτιώσεις στην άρδευση και την καλλιέργεια στη γειτονική κοιλάδα, την οποία αργότερα ο Μάρκο Πόλο θα παρουσίαζε ως έναν κήπο αναψυχής σχεδιασμένο να «μοιάζει» με τον παράδεισο. Μέχρι το 1092, ο Χασάν είχε καταλάβει πολλά άλλα φρούρια με αποτέλεσμα να τραβήξει την προσοχή του Σελτζούκου σουλτάνου, ο οποίος έστειλε μια στρατιωτική αποστολή σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να τον απομακρύνει. Την ίδια χρονιά, ένας μεταμφιεσμένος Ισμαηλίτης πράκτορας μαχαίρωσε θανάσιμα τον βεζίρη του σουλτάνου, Νιζάμ αλ Μουλκ, στο δρόμο από το Ισφαχάν προς τη Βαγδάτη.
Ενώ ο Χασάν προώθησε την υπόθεση των Φατιμιδών στα ανατολικά, μια κρίση διαδοχής στην Αίγυπτο προκάλεσε αναρχία στην κοινότητα των Ισμαηλιτών. Το 1094, ο χαλίφης των Φατιμιδών, Αλ Μουστανσίρ Μπιλάχ πέθανε, αφήνοντας πίσω δύο διεκδικητές: Τον μεγαλύτερο γιο του και ορισμένο διάδοχό του, Νιζάρ, και έναν νεότερο γιο, τον Άχμαντ. Τα τελευταία 20 χρόνια της μακράς και ταραγμένης βασιλείας του Μουστανσίρ, οι κρατικές υποθέσεις ελέγχονταν από τον αρμενικής καταγωγής βεζίρη Μπαντρ αλ Τζαμαλί και τον γιο του Αλ Αφντάλ Σαχανσάχ του οποίου η αδερφή ήταν παντρεμένη με τον Άχμαντ. Ο Αφντάλ πήρε άμεσα μέτρα για να εξασφαλίσει τον θρόνο για τον γαμπρό του Άχμαντ, τον οποίο θεωρούσε ότι μπορούσε να ελέγχει πιο εύκολα από τον Νιζάρ. Έτσι ο Άχμαντ πήρε τον θρόνο και μετονομάστηκε σε Αλ Μουσταλί Μπιλάχ.
Αντί να δεχτεί τη διαδοχή του αδελφού του, ο Νιζάρ επαναστάτησε, αλλά γρήγορα νικήθηκε και εκτελέστηκε, πιθανότατα στα τέλη του 1095. Η σιιτική πίστη στο nass, στην απαρέγκλιτη διαδοχή από τον ορισμένο ιμάμη (στην αυτή την περίπτωση ο Νιζάρ) οδήγησε στη ρήξη πολιτικά και θρησκευτικά.
«Επειδή ο Θεός κάνει τον ιμάμη αλάθητο, η επιλογή του διαδόχου είναι η ίδια όπως αν ο Θεός έκανε αυτή την επιλογή. Όταν αμφισβητείται η διαδοχή, έχεις σοβαρό πρόβλημα» εξηγεί ο Πολ Γουόκερ, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Η ρήξη που ακολούθησε έπληξε ολόκληρη την κοινότητα των Ισμαηλίων, με τον περσικό κλάδο υπό την ηγεσία του Χασάν να υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Νιζάρ στο χαλιφάτο.
Οι πηγές δεν είναι σαφείς γιατί ο Χασάν επέλεξε να αναγνωρίσει τον Νιζάρ. Μια δημοφιλής ιστορία μιλάει για προσωπική εχθρότητα μεταξύ του Χασάν και των Αρμένιων βεζίρηδων του χαλίφη. Σύμφωνα με αυτή, ο Χασάν κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μουστανσίρ στο Κάιρο αλλά προκάλεσε την υποψία του Μπαντρ, ο οποίος τον φυλάκισε. Ως εκ θαύματος, τα τείχη του πύργου της φυλακής κατέρρευσαν, επιτρέποντας στον Χασάν να δραπετεύσει.
Η ιστορία απηχεί τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν πολλοί Ισμαηλίτες προς τον Μπαντρ και τον Αφντάλ, οι οποίοι θεωρήθηκαν ασεβείς προς την εξουσία του χαλίφη και ανεπαρκώς αφοσιωμένοι στην υπόθεση των Ισμαηλιτών. Οι Πέρσες Ισμαηλίτες είχαν ήδη μια σαφή αίσθηση ανεξαρτησίας. «Από μόνοι τους, οι Ισμαηλίτες των Σελτζούκικων βασιλείων έκαναν μεγάλα βήματα. Γιατί να αισθάνονται την ανάγκη για αιγυπτιακή κυριαρχία; Είχαν την πολυτέλεια να δουν ψυχρά τους αμφίβολους ισχυρισμούς του Μουστάλι» γράφει ο μελετητής Μάρσαλ Χόντζόν στο βιβλίο του «The Secret Order of Assassins» (2005).
Η υποστήριξη του Χασάν στον Νιζάρ οδήγησε σε έναν ευρύτερο αναπροσανατολισμό της αποστολής των Περσών Ισμαηλιτών. «Ο Χασάν έπληξε το δόγμα των Ισμαηλιτών στο πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του, την απόλυτη ανάγκη να έχουμε έναν θεϊκά καθοδηγούμενο δάσκαλο, τον ιμάμη, να λέει στους ανθρώπους τι είναι σωστό και τι λάθος» αναφέρει ο Γουόκερ. Αλλά οι Νίζαρι έπρεπε να αντιμετωπίσουν ακόμα ένα πρόβλημα: ο Νιζάρ είχε πεθάνει χωρίς να ορίσει διάδοχο.
«Φαινόταν ακόμα να πιστεύουν ότι ο Νιζάρ ήταν ο ιμάμης και έκοβε νομίσματα στο όνομά του μέχρι το 1166 παρότι είχε πεθάνει από το 1095. Ήξεραν, ή αποδέχονται ότι είχε σκοτωθεί; Απλώς δεν το γνωρίζουμε, δεν υπάρχει σχεδόν καμία πληροφορία» τονίζει ο Γουόκερ.
Πριν από το θάνατό του το 1124, ο Χασάν αναγνωρίστηκε ως hujja, ο κύριος εκπρόσωπος του απόντα ιμάμη και ηγέτης της κοινότητας Νιζάρι. Ο Χασάν και οι απόγονοί του χρησιμοποίησαν αυτόν τον τίτλο ως πηγή εξουσίας μέχρι το 1164, όταν ο εγγονός του Χασάν Β’ διεκδίκησε μεγαλύτερη εξουσία ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ως τον επανεμφανιζόμενο ιμάμη.
Μετά τη διάσπαση των Νιζαρί, οι Πέρσες Ισμαηλίτες συνέχισαν μια πολιτική ένοπλης εξέγερσης εναντίον των Σελτζούκων και άλλων σουνιτικών βασιλείων, με τη φύση των επιχειρήσεων των Νιζάρι να διαμορφώνεται από την τεράστια στρατιωτική υπεροχή των εχθρών τους. Από το δίκτυο των ορεινών οχυρών τους στην Περσία και τη Συρία, οι Νίζαρι διεξήγαγαν επιθέσεις μικρής κλίμακας, κατέλαβαν ευάλωτα κάστρα και δολοφόνησαν ηγέτες του εχθρού.
Ενώ δεν ήταν η πρώτη ομάδα στον μουσουλμανικό κόσμο (και γενικότερα) η οποία δολοφόνησε τους πολιτικούς της αντιπάλους, η εξάρτηση των Νιζάρι στην πρακτική αυτή ήταν πρωτοφανής σε κλίμακα και φήμη. Τέτοια καθήκοντα εκτελούνταν από fidais, «νεαρούς πιστούς που προσφέρθηκαν να θυσιάσουν τη ζωή τους, σε ένδειξη αφοσίωσης στην υπηρεσία της θρησκείας και της κοινότητάς τους», γράφει ο Νταφταρί. Αυτές οι αποστολές εκτελούνταν συχνά σε δημόσιους χώρους, σπέρνοντας φόβο αλλά οδηγώντας ουσιαστικά με σιγουριά στον θάνατο ή τη σύλληψη του δολοφόνου.
Οι εξέχουσες προσωπικότητες που σκοτώθηκαν από τη λεπίδα των fidais ήταν ο Μαχμούντ, ο Σελτζούκος ηγεμόνας της Μοσούλης, δύο Αββασίδες χαλίφηδες, ο μισητός βεζίρης των Φατιμιδών Αφντάλ και ο γιος του Μουστάλι, ο χαλίφης των Φατιμιδών Αλ-Αμίρ. Ο πανίσχυρος Αγιουμπίδης Σουλτάνος Σαλαντίν, ένας πιστός Σουνίτης που ανέλαβε τον έλεγχο της Αιγύπτου μετά το θάνατο του τελευταίου χαλίφη των Φατιμιδών το 1171 και διεξήγαγε πόλεμο κατά των Σύριων Νιζάρι, διέφυγε δύο φορές από τους δολοφόνους όμως σταμάτησε τις επιθέσεις του αμέσως μετά. Σύμφωνα με τον Γουόκερ «οι συχνές δολοφονίες προκάλεσαν τόσο φόβο και σύγχυση που σε κάθε δολοφονία λεγόταν ότι από πίσω κρύβονταν οι Νιζάρι».
Οι Νίζαρι χρησιμοποιούσαν επίσης λιγότερο βίαιες μεθόδους για να επιτύχουν τους στόχους τους. Η αποστολή του προσηλυτισμού δεν σταμάτησε μετά το σχίσμα του 1094, αντίθετα διείσδυσε βαθιά στις στρατιωτικές και πολιτικές δομές των σουνιτών εχθρών της κοινότητας. Σύμφωνα με τον Χόντζον, μέχρι το 1100, οι Νιζάρι είχαν διεισδύσει πάρα πολύ στον στρατό του Σελτζούκου σουλτάνου Μπερκιαρούκ.
Ως απάντηση στην αυξανόμενη απειλή, οι σουνιτικές αρχές αντέδρασαν με τις δικές τους αδίστακτες μεθόδους. «Έγινε καθιερωμένη πρακτική σε πολλές αστικές τοποθεσίες να συγκεντρώνονται όλοι όσοι κατηγορούνται ότι είναι Ισμαηλίτες και να τους εκτελούν. Αυτό συνέβαινε ειδικά στον απόηχο μιας ύποπτης δολοφονίας για τον οποία θεωρούνταν ύποπτοι οι Νιζάρι», γράφει ο Νταφταρί.
Ο πρωταγωνιστής του πρώτου παιχνιδιού «Assassin’s Creed», το οποίο κυκλοφόρησε το 2007, είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας που ονομάζεται Αλταΐρ Ιμπν Λα Άχαντ. Γεννημένος το 1165 από πατέρα Νιζάρι και χριστιανή μητέρα, ο Αλταΐρ εκπαιδεύεται ως μέλος του Τάγματος των Δολοφόνων υπό τον Ρασίντ αλ Ντιν Σινάν, τον ιστορικό ηγέτη των Νιζάρι της Συρίας που μπορεί να αναφέρεται στον «γέρο του βουνού» του Μάρκο Πόλο. Αφού δεν κατάφερε να ανακτήσει ένα σημαντικό τεχνούργημα από τον Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, ο Αλταΐρ έχει την ευκαιρία να λυτρωθεί δολοφονώντας εννέα μέλη των αντίπαλων Ιπποτών Ναϊτών.
«Ενώ οι προγραμματιστές αναμειγνύουν μερικές φορές μέρη, ονόματα και ημερομηνίες για να ταιριάζουν με την αφήγηση του παιχνιδιού του Αλταΐρ, το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο διατηρείται με ώριμο τρόπο, τιμώντας την πλούσια και περίπλοκη ιστορία των Νιζάρι στη Συρία εκείνη την εποχή. Με αυτόν τον τρόπο, το Assassin’s Creed απομυθοποιεί σχεδόν όλους τους παραδοσιακούς θρύλους των Δολοφόνων, προσθέτοντας έτσι μια πιο ρεαλιστική και ιστορικά βιώσιμη άποψη για τους Νιζάρι Ισμαηλίτες», γράφει ο πολιτισμικός θεολόγος Φρανκ Μπόσμαν.
Παρά τη φανατική αφοσίωση των fidais, οι μελετητές δεν έχουν καμία πραγματική απόδειξη ότι αυτοί ή οποιοσδήποτε άλλος Νιζάρι συμμετείχε στην ακολασία που περιγράφει ο Μάρκο Πόλο, ούτε ότι απαιτούσαν υλιστικές υποσχέσεις ως κίνητρο. «Oι fidais ήταν άτομα με μεγάλη εγρήγορση και νηφαλιότητα. Συχνά έπρεπε να περιμένουν υπομονετικά για παρατεταμένες περιόδους προκειμένου να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να ολοκληρώσουν τις αποστολές τους» τόνιζε ο Νταφταρί.
Ο Μάρκο Πόλο και άλλοι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες (κυρίως Σταυροφόροι) διέδωσαν στη Δύση την εικόνα των Νιζάρι ως φανατικά μέλη μιας σέχτας που αντλούσαν δύναμη από ναρκωτικές ουσίες. Αλλά οι ιστορίες τους συχνά βασίζονταν σε μύθους που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Μουσουλμάνων για αιώνες. Το περιβάλλον στο οποίο εισήλθε ο Μάρκο Πόλο ήταν αυτό στο οποίο κυριαρχούσαν σουνίτες πολεμιστές που κατήγγειλαν την κοινότητα των Ισμαηλιτών ως αιρετική και επικίνδυνη. Μια φήμη μάλιστα υποστήριζε ότι ο Ισμαηλισμός ήταν μια αίρεση που δημιουργήθηκε από έναν Εβραίο μάγο που ήλπιζε να καταστρέψει το Ισλάμ εκ των έσω.
«Ο μαύρος θρύλος που εφευρέθηκε από τους αντι-ισμαηλίτες πολεμιστές του δέκατου αιώνα έγινε απόδεκτός ως ακριβής περιγραφή από τις διάδοχες γενιές των μεσαιωνικών μουσουλμάνων συγγραφέων και από τη μουσουλμανική κοινωνία γενικότερα», γράφει ο Νταφταρί. Αν και οι ιστορίες για τα ναρκωτικά ήταν μια ευρωπαϊκή κατασκευή, πιθανότατα εμπνεύστηκαν από τον υποτιμητικό όρο « χασίσιν» (χρήστες χασίς), ο οποίος χρησιμοποιούταν συχνά για τους Νίζαρι από άλλους μουσουλμάνους.
Οι Σταυροφόροι που έφτασαν στο Λεβάντε μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα αποδέχθηκαν αυτές τις ιστορίες και τις διέδωσαν για να εξηγήσουν αυτό το παράξενο-παράλογο θάρρος των Νιζάρι fidai. Οι θρύλοι που έφεραν πίσω στη Δύση περιελάμβαναν τις υποσχέσεις για τον παράδεισο και την υπερβολική χρήση χασίς, αλλά όχι τον μαγευτικό κήπο με τις κοπέλες, που ήταν ιδέα του ίδιου του Μάρκο Πόλο.
Η πλούσια παράδοση της απεικόνισης των Νιζάρι με εντελώς φανταστικούς όρους συνεχίστηκε πολύ μετά την καταστροφή του τάγματος από τους Μογγόλους το 1256. Τον 18ο και 19ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την Ανατολή και όσα περίεργα (για τους Δυτικούς) προσέφερε. Όσοι ασχολούνταν με την Ανατολή βασίστηκαν σε μαρτυρίες Σταυροφόρων και εχθρικές στους Νιζάρι σουνιτικές πηγές με αποτέλεσμα η φαντασία να παρουσιάζεσαι ως γεγονός.
Ορισμένες πρόσφατες αξιολογήσεις των Νιζάρι έχουν υιοθετήσει ένα πιο ιστορικό πλαίσιο μέσα από τις αφηγήσεις για τα όσα συνέβαιναν στη Μέση Ανατολή εκείνη την εποχή.
Ο πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Πέιπ υπογραμμίζει κυρίως το κομμάτι των αποστολών αυτοκτονίας των Νιζάρι υποστηρίζοντας ότι οι fidais, αντί να προσπαθούν να δραπετεύσουν, «απολάμβαναν τον επικείμενο θάνατό τους».
Στο άλλο άκρο του ο Νταφταρί, ο Νταριούς Μοχάμαντ Πουρ και άλλοι ακαδημαϊκοί, οι οποίοι συνδέονται με το Ινστιτούτο Ισμαηλικών Σπουδών του Λονδίνου επιχείρησαν να παρουσιάσουν μια επανεκτίμηση για τους Νιζάρι. Γενικότερα η εικόνα που υπάρχει για τους Νιζάρι είναι αυτή του «Assassins Creed». Μια απεικόνιση σαφώς μυθιστορηματική αλλά και θετική για την ομάδα των Δολοφόνων.
«Υποθέτω ότι μπορώ να συμβιβαστώ με αυτό. Τουλάχιστον η απεικόνιση των κάστρων στο παιχνίδι φαίνεται να έχει γίνει με κάποια ακρίβεια» τονίζει ο Γουόκερ.