Η Πελοπόννησος, ο Πλήθων και οι Παλαιολόγοι

Κοινοποίηση:

Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας μεγάλο μέρος της επιστημονικής έρευνας γίνεται από φορείς “ιδιωτικούς”, τα επιστημονικά σωματεία όπως αυτοί παραμένουν γνωστοί στο ευρύ κοινό. Πολλά, πάρα πολλά, χρωστάει η Ελλάδα σε αυτά. Ποιο να αναφέρει πρώτο κανείς και ποιο ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ να παραλείψει; Στα πλαίσια του ἐν ὄψει άρθρου βέβαια η συνολική –ακροθιγώς έστω!– παρουσίασή τους είναι ανέφικτη.

Ας αναφερθούμε λοιπόν σε ένα από αυτά, την παλαίφατον “Ἑταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών”. Αυτή ιδρύθηκε το 1954. Μεγάλες προσωπικότητες διατέλεσαν πρόεδροι και μέλη της, μεταξύ των οποίων ο Τάσος Γριτσόπουλος (1911-2008). Αυτός, πράγματι, υπήρξε ο άνθρωπος χάρη στον οποίο η Εταιρεία ανταποκρίθηκε πλήρως στην αποστολή της, στην ολική, δηλαδή, έρευνα του φαινομένου “Πελοπόννησος”. Και προκειμένου να κατανοηθεί τι περίπου σημαίνει το “φαινόμενο της Πελοποννήσου”, επιβάλλεται ένα μακροβούτι στο μεσαιωνικό παρελθόν μας.

Έχουμε πια μπει στον μοιραίο 15ο μ.Χ. αιώνα και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους, συμβατικώς γνωστή ως “Βυζαντινή”, πνέει τα λοίσθια. Μονάρχης του μεσαιωνικού μας κράτους είναι ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425), ο οποίος, προκειμένου να διασφαλίσει την Κωνσταντινούπολη, στέργει –κατά το πρότυπο του πατέρα του Ιωάννη Ε’– να δηλώσει υποταγή στον παδισάχ των Οθωμανών Βαγιαζήτ Α’. Έτσι, προτού ακόμη ο ίδιος επισήμως ανακηρυχθεί πιστὸς ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ, υποχρεώνεται, το 1390, να πάρει μέρος στην πολιορκία της Φιλαδέλφειας από τους Τούρκους – στο πλευρό αυτών των τελευταίων, εξυπακούεται.

Το γεγονός τον συγκλόνισε, με αποτέλεσμα, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του, να αποκηρύξει επισήμως το καθεστώς υποταγής στον Οθωμανό μονάρχη. Συνακολούθως, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε στενά, αλλά δεν έπεσε. Ο Μανουήλ, λοιπόν, άρχισε να κάνει μεγάλα ταξίδια στο εξωτερικό, εκλιπαρώντας βοήθεια: Έφτασε μέχρι την Αγγλία, μα τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά. Ο μεσαιωνικός μας μονάρχης κατάλαβε πως δεν είχε να περιμένει πολλά. Έτσι, το 1415, κατέβηκε στην Πελοπόννησο με σκοπό να επιθεωρήσει τις εκεί αμυντικές προετοιμασίες και κατασκευές. Η κίνηση ήταν σωστή, επειδή το Δεσποτάτο του Μορέως αποτελούσε τη μοναδική επαρχία της αυτοκρατορίας που συνέχιζε να ακμάζει. Και τότε μεγαλοπρεπώς επέτειλε η προσωπικότητα του Γεωργίου Πλήθωνος, του πασίγνωστου στη συνέχεια “Φιλόσοφου του Μυστρά”.

Το πραγματικό επίθετο του Πλήθωνος ήταν “Γεμιστός”. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη περί τα μέσα του 14ου αιώνα, είχε πάρει μία ιδιαιτέρως αξιόλογη εκπαίδευση τόσο στη γενέτειρά του όσο και στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα των Οθωμανών ήδη από το 1365. Σε αυτήν ακριβώς την πόλη, οι Τούρκοι ηγεμόνες αποπειράθηκαν να διαμορφώσουν ένα κέντρο “παιδείας και σοφίας”, όπως προηγουμένως είχε επιτευχθεί από μονάρχες ομοθρήσκους τους στη Βαγδάτη.

Οι γνωριμίες που εκεί μπόρεσε να κάνει ο Γεμιστός τον επηρέασαν βαθύτατα και καθοριστικά, ενισχύοντας πνευματικές τάσεις που, χάρη στην οξύνοιά του, είχε εκδηλώσει από μικρός. Αφότου λοιπόν επέστρεψε στην ακόμη χριστιανική Βασιλεύουσα, έγινε αντικείμενο γενικευμένης εκτίμησης και, συνακολούθως κατέλαβε υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορική διοίκηση. Γρήγορα, όμως, ήλθε σε σύγκρουση θεωρητικώς αφανή αλλά ευχερώς αισθητή με την Εκκλησία.

 Ο Γεμιστός γίνεται “Πλήθων”

Κι αυτό, διότι ο Γεμιστός ήταν ένθερμος οπαδός του Πλάτωνος, ενώ τόσο η δυτική όσο και η ανατολική Χριστιανοσύνη είχανε πλήρως υιοθετήσει τη φιλοσοφία του Αριστοτέλους. Ο Γεμιστός βέβαια δεν έλεγε κάτι καινούργιο. Το ότι ο Χριστιανισμός, στις αρχικές τουλάχιστον φάσεις του, είχε προσλάβει μορφή “εκλαϊκευμένου Πλατωνισμού” έχει προ πολλού διαπιστωθεί και συνεχίζει μέχρι τώρα να επισημαίνεται. Η ρήξη, όμως, μεταξύ της Εκκλησίας και της “φιλοσοφικής της μήτρας” οριστικοποιήθηκε κατά την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη ο Ιουστινιανός Α’.

Εκεί επισήμως “αναθεματίστηκε” ο Ωριγένης (185-251 μ.Χ.), που ήταν και μεγάλος νεοπλατωνικός σοφός μα και –παράλληλα!– ένθερμος Χριστιανός. Η έρευνα της πραγματικής αιτίας της ρήξης αυτής είναι κάτι που κείται πολύ πέρα από τα όρια του εν όψει άρθρου. Ας αρκεστούμε λοιπόν στη δικαιολογία που εκείνη την εποχή προβλήθηκε, πως δηλαδή η πίστη του Πλάτωνος και των οπαδών του στην “προΰπαρξη” των ψυχών παραμένει ασυμβίβαστη με το χριστιανικό Δόγμα.

Όπως και να είναι, ο Γεμιστός κατάλαβε ότι ο τόπος, δηλαδή η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, δεν τον χωρούσε πια. Έχοντας λοιπόν τη συμπαράσταση της οικογένειας των Παλαιολόγων, που εξακολουθούσε να θαυμάζει τη μόρφωσή του, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, πρωτεύουσα της βυζαντινής Πελοποννήσου. Εκεί αισθάνθηκε ελεύθερος και, έχοντας την πεποίθηση ότι ο ίδιος αποτελούσε “μετενσάρκωση της ψυχής του Πλάτωνος”, απέρριψε τη δημώδη μορφή του επιθέτου του και το έκανε “Πλήθων”. Αυτό σήμαινε ό,τι και το “Γεμιστός”, αλλά παράλληλα, μέσω ηχητικού συνειρμού, θύμιζε τον Πλάτωνα.

Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐχέτω. Όταν όμως ο Μανουήλ Β’ κατέφθασε για επιθεώρηση στον Μοριά, ο Πλήθων του υπέβαλε υπόμνημα σχετικώς με την ανάδειξη της Πελοποννήσου σε κέντρο του μεσαιωνικού μας Κράτους και τη συνακόλουθη “ανάσταση” ιδεώδους εκδοχής της αρχαιοελληνικής κοινωνίας. Πρότεινε, με άλλα λόγια, την εμπέδωση ελληνικής εθνικής συνείδησης στον φυλετικώς εξαιρετικά ποικίλο πληθυσμό της χερσονήσου, την αυστηρή και βάσει αξιοκρατίας κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού της, την ορθολογική οργάνωση του οικονομικού της βίου καθώς και τη διαμόρφωση αμυντικού συστήματος βασισμένου στην όλη γεωγραφική της διαμόρφωση.

Το ότι η εφαρμογή των –εμπνευσμένων κυρίως από την “Πολιτεία” του Πλάτωνος– ιδεών του Πλήθωνος συνεπαγόταν την εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης είναι κάτι που γίνεται αμέσως σαφές. Αίσθηση, όμως, προκαλεί η επισήμανση τού –πελοποννησιακής καταγωγής– Παναγιώτη Κανελλόπουλου, σύμφωνα με τον οποίο η υλοποίηση του συγκεκριμένου “οράματος θα σήμαινε την «απώλεια της Κωνσταντινούπολης αλλά [ταυτόχρονα] και τη σωτηρία της Ελλάδας».

Πελοπόννησος και Πλήθων

Όπως σήμερα μπορεί κανείς να κρίνει, δίκιο είχε ο Κανελλόπουλος και φυσικά ο Πλήθων. Όπως δείχνει και η ονομασία της, η Πελοπόννησος είναι σχεδόν νησί που όμως διατρέχεται από ορεινούς όγκους εξαιρετικά δύσβατους. Συνεπώς, η άμυνα των αυτοχθόνων ήταν ευχερέστερη από εκείνη που θα μπορούσε να προβληθεί σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτό άλλωστε φάνηκε, αφότου επιβλήθηκε η οθωμανική κυριαρχία, την οποία, όμως, συνεχώς διατάρασσαν “εισβολές” Βενετών, Ρώσων καθώς και εξεγέρσεις του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού. Το ότι –σύμφωνα με τις επίσημες ελληνικές πηγές– κατά τις παραμονές της Επανάστασής μας στην Πελοπόννησο διαβιούσαν 40.000 φοβισμένοι Τούρκοι και 400.000 Έλληνες σαφώς βεβαιώνει του “λόγου το ασφαλές”.

Τελικά, ο Οίκος των Παλαιολόγων δεν έστερξε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να αναδιπλωθεί στον Μοριά. Σε αυτό συνέβαλαν και οι θρησκευτικές αντιλήψεις του Πλήθωνος ο οποίος, εμπνευσμένος κυρίως από τους Πλάτωνα και Πλούταρχο, πασιφανώς έρρεπε σε μια μορφή εάν όχι πανθεϊσμού οπωσδήποτε θρησκευτικού συγκρητισμού. Οι ιδέες του όμως είχαν τεράστια απήχηση όχι μόνο στην Ιταλία, στην οποία πυροδότησαν την Αναγέννηση, μα και στην οθωμανική επικράτεια, όπου προκάλεσαν κίνημα αυτόχρημα επαναστατικό.

Ο ίδιος είχε πλήρη συνείδηση της δυσαρμονίας του με τον ετοιμοθάνατο κόσμο, ο οποίος τον περιέβαλε κι αυτό φαίνεται στην ειρωνική διάθεση την οποία αποπνέει η φυσιογνωμία του σε όλες σχεδόν τις προσωπογραφίες του που έχουν διασωθεί. Πέθανε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1450. Και είναι οπωσδήποτε ενδεικτικό της εμβέλειας που είχε αποκτήσει η σκέψη του ότι, στα 1465, Ιταλοί εκστράτευσαν στον υπό οθωμανική κυριαρχία Μοριά, μόνο και μόνο για να βρουν και πάρουν μαζί τους το λείψανό του, που σήμερα βρίσκεται σε εκκλησία του Ρίμινι…

πηγή: slpress.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: