Η «Τίγρης του Παγκρατίου»…: Η δολοφονία του 28χρονου αστυφύλακα που σκηνοθετήθηκε από την 22χρονη γυναίκα του και τον εραστή της

Κοινοποίηση:
ey65665

Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Νοεμβρίου 1982. Η 22χρονη Κάτια Κ. βμαζί με τον τετράχρονο γιο της, Αλέξανδρο και τον σύζυγό της, Χρήστο, επιστρέφουν το βράδυ από επίσκεψη στο σπίτι των γονιών του. Την ώρα που φτάνουν στην είσοδο, η Κ.Κ λέει στον άντρα της ότι θέλει να ρίξει ένα ΠΡΟ-ΠΟ και να πάρει γάλα και τσιγάρα.

Ο 28χρονος σύζυγός της παίρνει το παιδί και ανεβαίνουν στο σπίτι. Ξεκλειδώνει την πόρτα και την επόμενη στιγμή, μπροστά στα μάτια του γιου του δέχεται χτύπημα στο λαιμό με μαχαίρι από έναν νεαρό που βρισκόταν μέσα στο διαμέρισμα. Όλα έγιναν σε ελάχιστο χρόνο και το θύμα, αν και αστυνομικός, δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

Άλλωστε δεν είχε μαζί και το περίστροφό του, το οποίο είχε παραδώσει στην υπηρεσία του, επειδή ήταν σε άδεια. Ο νεαρός φεύγει τρέχοντας και ο 28χρονος βαριά τραυματισμένος σηκώνεται με τρομερή δυσκολία και μαζί με το παιδί κατεβαίνει στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου. Χτυπά το κουδούνι, ζητά από τον ένοικο να καλέσει την αστυνομία και σωριάζεται νεκρός
Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες έγραφαν για «κακοποιό», «διάρρηξη» και «ληστεία». Το σπίτι ήταν αναστατωμένο, έλειπαν χρήματα και χρυσαφικά, αλλά ίχνη παραβίασης της κλειδαριάς δεν υπήρχαν. Επί αρκετές ημέρες οι έρευνες βρίσκονταν «στο σκοτάδι».

Η μητέρα του θύματος μάλιστα έστειλε επιστολή στον τότε πρωθυπουργό και στον υπουργό Δημόσιας Τάξης ζητώντας να συλληφθεί ο δράστης και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η αστυνομία προσήγαγε αρκετούς υπόπτους που δρούσαν στην περιοχή, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Όλοι τους παρουσίαζαν ατράνταχτα άλλοθι

Η ομολογία του δράστη

Το στοιχείο που οδήγησε στη σύλληψη του δράστη ήρθε μετά την επεξεργασία των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Στην πόρτα του ασανσέρ βρέθηκε το αποτύπωμα του Γιάννη Σ. ενός 24χρονου ηλεκτρολόγου. Στην ανάκριση αρνήθηκε την εμπλοκή του στη δολοφονία, αλλά τελικά έπεσε σε αντιφάσεις και ομολόγησε.

Όσα είπε πάγωσαν στους αστυνομικούς. Ο Γ.Σ. είχε σχέση με τη σύζυγο του θύματος, Κάτια, από την οποία, όπως περιέγραψε, πήρε τα κλειδιά του διαμερίσματος. Μπήκε μέσα, αναστάτωσε το σπίτι, έκρυψε τα «κλοπιμαία» προκειμένου να παραπλανήσει τους αστυνομικούς και περίμενε. Είχαν καταστρώσει μαζί το σχέδιο προκειμένου να ζήσουν ελεύθεροι τον έρωτά τους

Μετά τη δολοφονία γύρισε στο σπίτι του στη Λούτσα με το λεωφορείο της γραμμής. Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησής του ο Γ.Σ. δεν σταμάτησε να κλαίει, να λέει συνεχώς ότι αγάπησε παράφορα την Κάτια κι ότι αν η αστυνομία δεν έφτανε στη διαλεύκανση της υπόθεσης θα παντρευόταν την 22χρονη γυναίκα. «Την αγαπώ, μην της κάνετε κακό» έλεγε στους αστυνομικούς.

Η Κάτια Κ. συνελήφθη και κατά την ανάκριση αρνήθηκε κάθε συμμετοχή στην δολοφονία του άντρα της. Η γυναίκα που όταν βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος μετά το φονικό έκλαιγε με οδυρμούς, δεν αρνήθηκε ότι γνώριζε τον Γ.Σ., αλλά υποστήριξε ότι δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη δολοφονία και χαρακτήρισε τον 24χρονο ηλεκτρολόγο «κάθαρμα». Στην ερώτηση πώς βρήκε τα κλειδιά του σπιτιού απάντησε ότι «μου τα ζήτησε για πλάκα». Ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη εναντίον τουΓ.Σ. για «ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή» και εναντίον της Κ.Κ για «ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία κατά του συζύγου της»

Η δίκη που παρακολούθησε όλη η Ελλάδα Η δίκη των δύο «σατανικών εραστών» όπως τους παρουσίαζαν οι εφημερίδες άρχισε στο κακουργιοδικείο τον Μάρτιο του 1984 και την παρακολούθησε μέσα από τα καθημερινά δημοσιεύματα όλη η Ελλάδα. Για την Κάτια Κ. οι εφημερίδες χρησιμοποιούσαν τίτλους όπως «τίγρης του Παγκρατίου» και «μαινάδα». Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από εξαγριωμένους συγγενείς, φίλους και γνωστούς του αστυφύλακα, δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ. Στο εδώλιο κάθονταν η σχεδόν ανέκφραστη Κάτια Κ. και ο Γ.Σ. που με δακρυσμένα μάτια παραδέχθηκε το έγκλημά του στην ερώτηση του Προέδρου μόλις άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης.
Στο δικαστήριο ακούστηκαν κατάρες, απειλές και εκφράσεις όπως «ανθρωπόμορφα κτήνη», «φόνισσα» και πολλές φορές οι δύο κατηγορούμενοι προπηλακίστηκαν και απειλήθηκαν με λιντσάρισμα. Έξω από τη δικαστική αίθουσα, φεμινιστικές οργανώσεις πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις κατηγορώντας τα μέσα ενημέρωσης και τη δικαιοσύνη για διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και ζητούσαν να αθωωθεί η Κ.Κ, «γιατί δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι συνήργησε στο έγκλημα». Στην απολογία του ο Γ.Σ. ισχυρίστηκε ότι η Κάτια είχε σχεδιάσει τη δολοφονία του άντρα της κι ότι εκείνος έκανε ό,τι του έλεγε επειδή «την αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο».

Η Κάτια Κ. ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία εμπλοκή στη δολοφονία λέγοντας μεταξύ άλλων πως ο Γ.Σ. είχε προετοιμάσει από μόνος του όλο το σχέδιο για τη δολοφονία. Το δικαστήριο κατά πλειοψηφία καταδίκασε το ζευγάρι σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Στη δίκη σε δεύτερο βαθμό που έγινε δύο χρόνια αργότερα, σε παρόμοιο εκρηκτικό κλίμα, τους επιβλήθηκε η ίδια ποινή. Και οι δυο αποφυλακίστηκαν το 1999 μετά από 17 χρόνια, λόγω καλής διαγωγής

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: