Ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, Χάρολντ Μακμίλαν, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Η Ελλάδα δεν έπρεπε ποτέ να αποδεχτεί την Τριμερή του Λονδίνου
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑΓΚΟΥ*
Το 1955 αποτέλεσε χρονιά-σταθμό στην εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος. Η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), την 1η Απριλίου, με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έφερε στο προσκήνιο νέα δεδομένα τα οποία οι Βρετανοί δεν μπορούσαν πλέον να αγνοήσουν, αλλά, αντίθετα, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν.
Είχαν προηγηθεί, την προηγούμενη χρονιά, η περίφημη δήλωση του «ουδέποτε» του υφυπουργού Αποικιών Χένρι Χόπκινσον (Ιούλιος 1954) και η ήττα της Ελλάδας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στην προσπάθειά της να διεθνοποιήσει το Κυπριακό (Δεκέμβριος 1954).
Με αυτά τα δεδομένα, επομένως, η έναρξη του αγώνα στην Κύπρο από τη μία αιφνιδίασε τη Βρετανία, ενώ παράλληλα ενέτεινε τις ανησυχίες της σε διάφορα επίπεδα. Για τους Βρετανούς, τα περιφερειακά στρατιωτικά και στρατηγικά δεδομένα της περιόδου επέβαλλαν τη διατήρηση της κυριαρχίας τους στο νησί.
Ομως, ο κίνδυνος να πληγεί το βρετανικό γόητρο, λόγω των εξελίξεων στην Κύπρο, καθώς και ο φόβος αντίδρασης της βρετανικής κοινής γνώμης μπροστά στην πιθανότητα εμπλοκής σε μια νέα, μακρόχρονη ίσως, αποικιακή περιπέτεια αποτέλεσαν λόγους για τους οποίους η Βρετανία επεδίωξε να αναζητήσει λύση στο θέμα της Κύπρου μέσω διαπραγματεύσεων.
Πρωτίστως, όμως, το Λονδίνο ανησυχούσε για μια πιθανή ένταση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία για την υπόθεση της Κύπρου. Ειδικότερα, για τους Βρετανούς η διατήρηση της τουρκικής φιλίας ήταν θέμα υψίστης σημασίας και σταδιακά επεδίωξαν να επισημοποιήσουν την εμπλοκή της Τουρκίας στην υπόθεση της Κύπρου. Ετσι, ο τουρκικός παράγοντας (κυρίως η αυξανόμενη τουρκική αδιαλλαξία) αποτέλεσε αναπόφευκτα στοιχείο το οποίο περιέπλεξε το ζήτημα της Κύπρου.
Επομένως, ένα πρώτο άμεσο αποτέλεσμα της έναρξης του αγώνα της ΕΟΚΑ και της πίεσης που αυτός άσκησε ήταν η απόφαση των Βρετανών να διαπραγματευθούν το μέλλον της Κύπρου. Η παραίτηση του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ, στις αρχές Απριλίου 1955, και οι διαδικασίες προκήρυξης νέων εκλογών έφεραν κάποια βραδύτητα στις εξελίξεις, οι οποίες εντάθηκαν ξανά στα τέλη Μαΐου.
Η άνοδος στην πρωθυπουργία του Αντονι Ιντεν απετέλεσε εξέλιξη καταλυτικής σημασίας. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Χάρολντ Μακμίλαν, πρότεινε τη σύγκληση Τριμερούς Διάσκεψης (με τη συμμετοχή δηλαδή Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας) με γενικότερο θέμα την αντιμετώπιση στρατηγικών ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οπως υπογραμμίζει ο ιστορικός Ρόμπερτ Χόλαντ, πραγματικός στόχος της Διάσκεψης ήταν η επιβολή λύσης τριπλής κυριαρχίας στην Κύπρο, με τη Βρετανία να διατηρεί την επικυριαρχία, ενώ Ελλάδα και Τουρκία θα διαδραμάτιζαν ένα ρόλο στη διοίκηση του νησιού – όχι όμως προς όφελος των Ελλήνων.
Παράλληλα, άμεσος στόχος της Βρετανίας ήταν και η αποτροπή νέας προσφυγής της Ελλάδας στον ΟΗΕ για την Κύπρο, την οποία η Αθήνα ετοίμαζε. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι δεν έλειψαν οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί στο υπουργείο Αποικιών για τη σοφία του σχεδίου· ο αναπληρωτής υφυπουργός Αποικιών σημείωσε χαρακτηριστικά ότι το σχέδιο για την Κύπρο δεν πρότεινε «τριαρχία» (tridominium), αλλά «πανδαιμόνιο» (pandemonium).
«Ναι» από Αγκυρα, προβληματισμός στην Αθήνα, αντίθεση Μακαρίου
Οι προσκλήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία στάλθηκαν στις 30 Ιουνίου και η τελευταία αποδέχθηκε άμεσα, ενώ η Ελλάδα δέχθηκε λίγο αργότερα στις αρχές Ιουλίου. Για την ίδια την ελληνική κυβέρνηση το θέμα της αποδοχής ή όχι της πρόσκλησης αποδείχθηκε προβληματικό, ιδιαίτερα σε σχέση με τη συμμετοχή της Τουρκίας.
Από την άλλη, υπήρχαν σχέδια για επανάληψη προσφυγής στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Στην περίπτωση που η Ελλάδα απέρριπτε την πρόσκληση για διαπραγμάτευση για ένα θέμα το οποίο προέβαλλε η ίδια, αυτομάτως θα αποδυνάμωνε τη θέση της στη συζήτηση στη Νέα Υόρκη. Παράλληλα, όμως, το γεγονός ότι οι Βρετανοί πρότειναν για πρώτη φορά απευθείας διαπραγματεύσεις ενίσχυε τις ελπίδες ότι η επικείμενη Διάσκεψη θα ήταν μια σοβαρή προσπάθεια.
Τη βρετανική πρόταση στήριζαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ενώ επιπλέον η συμμετοχή της Ελλάδας στο Λονδίνο, σε μια Διάσκεψη για θέματα της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελούσε αναγνώριση της ενσωμάτωσής της στη Δύση, αναγνώριση την οποία η Ελλάδα επιθυμούσε έντονα. Βέβαια, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών, Στέφανος Στεφανόπουλος, διευκρίνισε στον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Μακμίλαν ότι η αυτοδιάθεση της Κύπρου παρέμενε στο κέντρο των ελληνικών θέσεων.
Εντελώς αντίθετος με τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Διάσκεψη (στην οποία οι Κύπριοι δεν είχαν προσκληθεί) ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος έσπευσε εκτάκτως στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου, προκειμένου να εκθέσει τους προβληματισμούς και την αντίθεσή του σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είχε προηγηθεί η επίσκεψη του υπουργού Αποικιών Αλαν Λένοξ Μπόιντ στην Κύπρο και η συνάντησή του με τον Αρχιεπίσκοπο, κατά την οποία ο τελευταίος δήλωσε πως αποδεκτή ήταν μόνο η εισαγωγή Συντάγματος συνοδευόμενη από υπόσχεση εφαρμογής της αυτοδιάθεσης στο μέλλον.
Παρ’ όλο που κατά το ταξίδι του στην Αθήνα ο Αρχιεπίσκοπος δεν κατάφερε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση για τις θέσεις του, εντούτοις έλαβε δέσμευση από τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο ότι εάν η Τριμερής κατέληγε σε αδιέξοδο, η Ελλάδα θα προχωρούσε το θέμα στον ΟΗΕ. Παρά τη διαβεβαίωση, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε συνέντευξη Τύπου κατήγγειλε το σχέδιο των Βρετανών ως παγίδα και τόνισε ότι οι Κύπριοι δεν θα δέχονταν αποφάσεις ασυμβίβαστες με τις επιδιώξεις τους – ακόμη και αν η Αθήνα συμφωνούσε με αυτές στην Τριμερή. Η έλλειψη ενότητας και συντονισμού θα ταλαιπωρούσε τις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας και σε άλλες περιπτώσεις στα επόμενα χρόνια.
Στο μεταξύ, η Τουρκία, πιθανώς ενθαρρυμένη από την πρόσκληση για συμμετοχή στη Διάσκεψη, υιοθέτησε μια ρητορική αδιαλλαξίας, ενώ τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου συντελούσαν στη δημιουργία κλίματος έντονα ανθελληνικού.
Βαθύ χάσμα μεταξύ των προτάσεων των τριών πλευρών
Οι εργασίες της Τριμερούς Διάσκεψης στο Lancaster House στο Λονδίνο ξεκίνησαν στις 29 Αυγούστου και των τριών αντιπροσωπειών ηγούνταν οι αντίστοιχοι υπουργοί Εξωτερικών (Χάρολντ Μακμίλαν, Στέφανος Στεφανόπουλος, Φατίν Ρουστού Ζορλού). Την εισαγωγική ομιλία έκανε ο Χάρολντ Μακμίλαν, ο οποίος προήδρευε των εργασιών, μια και ο υπουργός Αποικιών απουσίαζε στην Αφρική και δεν έδωσε το «παρών» παρά μόνον στις τελευταίες συνεδρίες· απουσία ενδεικτική του παραγκωνισμού του υπουργείου Αποικιών στον χειρισμό των υποθέσεων που αφορούσαν την Κύπρο.
Ο Βρετανός υπουργός, ανάμεσα σε άλλα, τόνισε στην ομιλία του τη στρατηγική πτυχή του Κυπριακού Ζητήματος: Τα τρία κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θα έπρεπε να διατηρήσουν την ενότητα και τη συνεργασία τους ώστε να εξασφαλιστεί και η διατήρηση της ισχύος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Η ελληνική αντιπροσωπεία ζήτησε την εισαγωγή φιλελεύθερου και δημοκρατικού Συντάγματος, όπως επίσης τη βρετανική δέσμευση ότι σε εύλογο χρονικό διάστημα θα εφαρμοζόταν η αρχή της αυτοδιάθεσης. Αναπόφευκτα η Τουρκία αντιτάχθηκε σε τέτοιο ενδεχόμενο. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Εξωτερικών Ζορλού, προβάλλοντας μια ιδιαίτερα άκαμπτη γραμμή, αρνήθηκε την εισαγωγή Συντάγματος στο νησί και εξέφρασε τη θέση ότι σε περίπτωση αποχώρησης των Βρετανών από το νησί, αυτό θα έπρεπε να «επιστραφεί» στην Τουρκία. Είπε χαρακτηριστικά ο Ζορλού ότι «όταν σκεφτόμαστε την πληθυσμιακή κατανομή στην Κύπρο, δεν αρκεί να λέμε… ότι εκεί ζουν 100.000 Τούρκοι. Θα έπρεπε να λέμε ότι εκεί ζουν 24.000.000 Τούρκοι», τονίζοντας έτσι την πραγματικότητα της γεωγραφικής εγγύτητας της Κύπρου με την Τουρκία.
Οπως ήταν αναμενόμενο, επομένως, η αντέγκληση απόψεων ήταν τεράστια. Η ανάδειξη αυτού του χάσματος απόψεων αποτέλεσε στόχο των Βρετανών έτσι ώστε να τεκμηριώσουν το ανέφικτο των ελληνικών επιδιώξεων περί αυτοδιάθεσης. Παράλληλα, ο Μακμίλαν επιχείρησε να καλύψει αυτό το χάσμα, παρουσιάζοντας τον εαυτό του στον ρόλο του διαιτητή.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, ο Βρετανός υπουργός παρουσίασε τη βρετανική πρόταση η οποία αφορούσε τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας και την εισαγωγή Συντάγματος. Σύμφωνα με έγγραφο του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου (το οποίο δεν ανακοινώθηκε λεπτομερώς στη Διάσκεψη), η πρόταση προνοούσε πλειοψηφία των αιρετών Ελληνοκυπρίων βουλευτών στη Βουλή (σύνολο 13) έναντι πέντε αιρετών Τουρκοκυπρίων, τριών «επισήμων» και τεσσάρων διορισμένων μελών.
Παρ’ όλα αυτά, ο Κυβερνήτης θα διατηρούσε τον έλεγχο στους ζωτικούς τομείς της οικονομίας, της άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και των εξωτερικών σχέσεων. Παράλληλα, προτεινόταν μια ιδιότυπη συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας στη διοίκηση του νησιού – δημιουργία ενός τριμερούς διευθυντηρίου στην Κύπρο, στο οποίο αναπόφευκτα η Ελλάδα θα βρισκόταν πάντα στην πλευρά της μειοψηφίας. Οπως τονίζει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, με αυτόν τον τρόπο η πρόβλεψη για πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων στη Βουλή επί της ουσίας αναιρείτο.
Η Τουρκία έρχεται ξανά στο προσκήνιο, για πρώτη φορά σε ισότιμο ρόλο
Σε κάθε περίπτωση, παρά τις λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, το γεγονός που επισκίασε τη Διάσκεψη και οδήγησε στην αποτυχία της ήταν τα γεγονότα του σχεδιασμένου πογκρόμ εναντίον των ελληνικών πληθυσμών σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη που ξέσπασε την ίδια μέρα, 6 Σεπτεμβρίου, με τραγικά αποτελέσματα. Η σοβαρή επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν αναπόφευκτη.
Οι πανομοιότυπες επιστολές του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες προς Αθήνα και Αγκυρα με τις οποίες συνέστηνε αυτοσυγκράτηση εξαγρίωσαν την ελληνική κοινή γνώμη, εφόσον θύμα και θύτης εξισώνονταν. Λίγο αργότερα η ελληνική πλευρά δέχθηκε ακόμη ένα πλήγμα, όταν δεν κατέστη δυνατόν να εγγραφεί το Κυπριακό στην ημερησία διάταξη του ΟΗΕ. Μετά τον θάνατο του Παπάγου, η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία σηματοδότησε σημαντικές αλλαγές στην πολιτική της Αθήνας ως προς το Κυπριακό.
Παρά την αποτυχία της, η Τριμερής Διάσκεψη θεωρείται κομβικό σημείο στην εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος. Από τη μία, όπως φαίνεται στην ιστοριογραφία του κυπριακού προβλήματος, η Διάσκεψη απετέλεσε αναγνώριση ότι το Κυπριακό Ζήτημα είχε χαρακτήρα όχι αποικιακό, αλλά διεθνή.
Κυρίως, όμως, η αναγνώριση στην Τουρκία δικαιώματος ισότιμης συμμετοχής στις διαβουλεύσεις σηματοδότησε την επιστροφή της χώρας στο προσκήνιο για το θέμα της Κύπρου για πρώτη φορά από το 1923, όταν παραιτήθηκε επί των δικαιωμάτων της στο νησί, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάννης.
Στο εξής ο ρόλος της (και των Τουρκοκυπρίων) θα δυσχέραινε ιδιαίτερα τις εξελίξεις του Κυπριακού Ζητήματος. Λίγο αργότερα, νέα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω έντασης του αγώνα της ΕΟΚΑ, θα οδηγούσαν τους Βρετανούς να διαπραγματευθούν απευθείας για πρώτη και τελευταία φορά με τον ηγέτη της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
* Η δρ Αναστασία Γιάγκου είναι ειδική επιστήμων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.