Όταν η ξανθιά γατούλα της μεγάλης οθόνης και απόλυτο sex symbol συνάντησε τον διανοούμενο Άρθουρ Μίλερ, ο οποίος μέσα από τα έργα αποκαθήλωσε την ιδέα του «αμερικανικού ονείρου» που εκείνη υπηρέτησε -και πλήρωσε πολύ ακριβά- όλοι μιλούσαν για ένα από τα πιο αταίριαστα ζευγάρια στο Χόλυγουντ.
Ο συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ μάλιστα είχε πει δηκτικά γι’ αυτούς πως η σχέση τους γεννήθηκε «τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί», ενώ ο Τύπος τους αποκάλεσε «η κλεψύδρα και η αυγοκεφαλή».
Κι όμως αυτό το παράξενο δίδυμο στις 29 Ιουλίου του 1956 ανέβηκε τα σκαλιά Δικαστηρίου της Κομητείας Γουέστσεστερ στη Νέα Υόρκη, όπου σε μια λιτή τελετή που κράτησε μόλις τέσσερα λεπτά παρουσία μονό δύο μαρτύρων, επισημοποίησαν τη σχέση τους.
Αργότερα, την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους, έκαναν κι έναν θρησκευτικό γάμο με είκοσι πέντε καλεσμένους, παρόλο που η Μέριλιν είχε αρκετούς ενδοιασμούς για αυτή την τελετή. Οι βέρες τους έγραφαν «το τώρα είναι για πάντα», μια σημαδιακή φράση για την εξέλιξη της ιστορίας τους.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στα γυρίσματα ταινίας «As Young As You Feel» το 1951. Τότε ο Μίλερ είχε πει πως ήταν το πιο «λυπημένο κορίτσι» που ήχε γνωρίσει στη ζωή του, αποκαλύπτοντας πως ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά, όταν του έδωσε το χέρι της.
«Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. Ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου», θα δήλωνε χαρακτηριστικά αργότερα.
Εκείνη, παγιδευμένη πάντα στην εικόνα της, γοητεύτηκε από αυτόν τον άνδρα, που δεν ασχολήθηκε με τις σέξι καμπύλες της, αλλά με την ψύχη της, και του παραδόθηκε. Η ίδια έγραψε για τη συνάντησή τους στο ημερολόγιό της: «Συνάντησα έναν άντρα απόψε… Ήταν, μπαμ! Ήταν σαν να έτρεχε σε ένα δέντρο. Ξέρεις, σαν ένα δροσερό ποτό όταν έχεις πυρετό».
Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Η Μονρόε είχε χωρίσει με τον Τζο ντι Μάτζιο, ενώ ο Μιλερ ήταν παντρεμένος με τη Μαίρη Σλάτερι, με την οποία όμως αμέσως πήρε διαζύγιο. Πολλοί τότε μιλούσαν για έναν γάμο συμφέροντος.
Έλεγαν μάλιστα πως ο Μίλερ μέσα από αυτόν προσπάθησε να αντισταθμίσει το μένος κατά των κομμουνιστών, που κυριαρχούσε στην Αμερική. Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι. Η πραγματικότητα ήταν ότι είδε την ανθρώπινη πλευρά της δημιφιλούς σταρ κι εκείνη, που πάντα απολάμβανε τη συντροφιά ανθρώπων με πνεύμα και λάτρευε το διάβασμα, βρήκε στο πρόσωπό του έναν σύντροφο που θα την εξέλισσε.
Αν κι ο Μίλερ είχε την τάση να κρατάει μόνο τα θετικά και να προσπερνάει τις δυσκολίες, μέτα από τον γάμο τους έγινε κτητικός και καταπιεστικός. Ζήλευε τη λατρεία που της έδειχνε ο κόσμος και της ζητούσε να δέχεται ελάχιστους ρόλους. «Η Μέριλιν θα γυρίζει μία ταινία κάθε 18 μήνες, τα γυρίσματα της οποίας δεν θα διαρκούν πάνω από 2 μήνες. Το επόμενο διάστημα θα είναι η σύζυγός μου και το εννοώ: θα είναι πλήρους απασχόλησης», λέγεται πως είχε δηλώσει στον ατζέντη της.
Για ένα διάστημα μετακόμισαν στο Λονδίνο, ενώ η Μερίλιν υπερασπίστηκε τον σύζυγό της σθεναρά στην επιτροπή Μακάρθι, ρισκάροντας ακόμη και την καριέρα της, όταν κλήθηκε να καταδώσει ονόματα κομμουνιστών από τον κύκλο των Λογοτεχνών. Πήγε λοιπόν μόνη της στην Ουάσιγκτον και μίλησε στις ακροάσεις, βγάζοντας τον Μίλερ όχι μόνο αλώβητο από αυτή την περιπέτεια, αλλά και ήρωα.
Ο ρόλος της αφοσιωμένης συζύγου όμως δεν ταίριαζε στη Μονρόε, που άρχισε να ασφυκτιά όσο περνούσε ο καιρός. Εκείνη συχνά επέλεγε τα πάρτι και τις κοσμικές εμφανίσεις, που δεν άρεσαν στον εσωστρεφή συγγραφέα, οπότε οι καβγάδες έγιναν καθημερινότητα.
Ταυτόχρονα, τα κουτσομπολιά για τον «αταίριαστο» γάμο και η κριτική που ασκούσαν οι λογοτεχνικοί κύκλοι στον Μίλερ για την επιλογή του, τον επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να γράφει πόσο απογοητευμένος ήταν από τη γυναίκα και πως ντρέπεται για εκείνη. Η Μέριλιν τα γνώριζε όλα αυτά, καθώς μία μέρα είχε τύχει να βρει ανοιχτό το ημερολόγιο του.
Η ολοκληρωτική αποξένωση του ζευγαριού και το τέλος της σχέσης τους ήρθε το 1960. Εκείνη την περίοδο, η ηθοποιός είχε ξεκινήσει γυρίσματα για την ταινία του Τζον Χιούστον, «Οι αταίριαστοι», το σενάριο της οποίας ήταν ένα δώρο γενεθλίων του Μίλερ προς εκείνη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την κρατήσει κοντά του. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν και η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση.
Την ίδια περίοδο ο Μίλερ γνώρισε τη φωτογράφο και μετέπειτα σύζυγό του, Ίνγκε Μόρατ, ενώ η Μονρόε πλέον είχε αρχίσει να καταπέφτει εξαιτίας των εξαρτήσεων της.
Έναν χρόνο μετά, το 1961, βγήκε το διαζύγιό τους στο Μεξικό με την αιτιολογία της «ασυμφωνίας χαρακτήρων», γεγονός που καταρράκωσε ακόμα περισσότερο τη Μέριλιν. Όταν πέθανε από υπερβολική δόση, ο Μίλερ δεν πήγε στην κηδεία της, προκαλώντας αντιδράσεις. Εκείνος πάντως είχε εξηγήσει την απόφαση του: «Αντί να πάω στην κηδεία για να με τραβήξουν φωτογραφία, αποφάσισα να μείνω σπίτι και να αφήσω αυτούς που πενθούν δημόσια να ολοκληρώσουν την κοροϊδία. Όχι ότι όλοι θα είναι ψεύτικοι, αλλά αρκετοί. Οι περισσότεροι την κατέστρεψαν, κυρίες και κύριοι.
Καταστράφηκε από πολλά πράγματα και μερικά από αυτά είσαι εσύ. Και μερικά από αυτά τα πράγματα σε καταστρέφουν. Σε καταστρέφουν τώρα. Τώρα καθώς στέκεσαι εκεί, κλαίγοντας και κοιτάζοντας σαν χάνος, χαρούμενος που δεν είσαι εσύ που πηγαίνεις στη γη, χαρούμενος που πηγαίνει αυτό το υπέροχο κορίτσι που τελικά σκότωσες», ενώ και ο βιογράφος του επιβεβαιώνει ποσό βαθιά την αγαπούσε πάντα.
Αργότερα έγραψε το «Μετά την Πτώση», ένα θεατρικό άεργο που περιέγραφε τη συζυγική τους ζωή, αν και ο ίδιος δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Σε αυτό η ηρωίδα, η Μάγκι, είναι μια λαϊκή τραγουδίστρια, εθισμένη στα φάρμακα, που τυραννάει τον σύζυγό της με τις τρελές της απαιτήσεις. Ο Μίλερ επικρίθηκε έντονα για αυτό το κείμενο, που η αλήθεια είναι πως δεν ήταν αντάξιο της συγγραφικής του ιδιοφυίας.