Η δράση της Μονάδας 731 ξεπερνά κάθε σαδιστική φαντασία με σοκαριστικά πειράματα σε ανθρώπους. Ένας άνθρωπος έφερε στο φως όσα έκανε ο ιαπωνικός στρατός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων και έφερε στην επιφάνεια μερικές από τις πιο ζοφερές πλευρές του ανθρώπινου είδους. Και ενώ από την πρώτη στιγμή μετά το τέλος του πολέμου αποκαλύφθηκε η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί, χρειάστηκαν πάρα πολλά χρόνια για να έρθει στο φως μια άλλη σκοτεινή σελίδα του Β’ Παγκοσμίου.
Το 1981 ένας Ιάπωνας συγγραφέας σόκαρε τον πλανήτη αποκαλύπτοντας την έκθεσή του για τη Μονάδα 731, έναν μυστικό τμήμα του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού, το οποίο είχε ως στόχο να τελειοποιήσει τα μέσα του βιολογικού πολέμου. Για το σκοπό αυτό υπέβαλε χιλιάδες ανθρώπους στη κατεχόμενη Κίνα σε σαδιστικά ιατρικά πειράματα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ο Σέιτσι Μοριμούρα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες στις 24 Ιουλίου 2023 σε ηλικία 90 ετών.
Ο Μοριμούρα τη δεκαετία του 1980 ήταν ήδη πολύ γνωστός στην Ιαπωνία ως βραβευμένος συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου. Ωστόσο, το 1980 άρχισε να δημοσιεύει στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος της Ιαπωνίας, Akahata, μια σειρά από άρθρα σχετικά με την Μονάδα 731, μια έρευνα που έκανε γνωστό διεθνώς τόσο τον ίδιο όσο και την άγνωστη αυτή μονάδα του ιαπωνικού στρατού, ενώ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο μελετάται και καταγράφεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ιαπωνία.
Ο πόλεμος στον Ειρηνικό έληξε με την επίσημη παράδοση των Ιαπώνων στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, μετά τις επιθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Όπως είχε δηλώσει ο Μοριμούρα στο Guardian Weekly το 1982, τις επόμενες δεκαετίες «σχεδόν όλη η συζήτηση για τον πόλεμο στην Ιαπωνία γινόταν από μια σκοπιά που παρουσίαζε την Ιαπωνία ως θύμα. Η δική μου παρουσίαση», πρόσθετε τότε, «είναι από τη σκοπιά της Ιαπωνίας που είναι παραβάτης και ασκεί βία εναντίον άλλων εθνών».
Η έρευνα του Μοριμούρα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ιαπωνική εφημερίδα Akahata και δημοσιεύτηκε σε μορφή βιβλίου το 1981 με τον τίτλο «Akuma no Hoshoku» («Η λαιμαργία του διαβόλου»). Αν και το βιβλίο δεν ήταν η πρώτη αναφορά στον βιολογικό πόλεμο που διεξήχθη από την Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, ήταν η πρώτη που έγινε ευρέως διαθέσιμη στο ιαπωνικό κοινό. Έγινε μπεστ σέλερ και τελικά τριλογία, με εκατομμύρια αντίτυπα τυπωμένα στα ιαπωνικά σήμερα.
Σε μια εποχή που τα ιαπωνικά ιστορικά εγχειρίδια συχνά υποβάθμιζαν τις φρικαλεότητες που διέπραξε η Ιαπωνία στη διάρκεια του πολέμου, ο Μοριμούρα πήρε συνέντευξη από δεκάδες βετεράνους της Μονάδας 731 και κατέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όσα συνέβαιναν εκεί.
Τα πειράματα του θανάτου
Η Μονάδα ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1938 κοντά στην κινεζική πόλη Χαρμπίν με επικεφαλής τον Ιάπωνα γιατρό Σίρο Ίσι (ΦΩΤΟ). Επίσημα οι αρμοδιότητες της ήταν η πρόληψη επιδημιών, ωστόσο λειτούργησε μέχρι το τέλος του πολέμου ως πεδίο δοκιμών για μεθόδους βιολογικού πολέμου.
Στην πραγματικότητα βασικός σκοπός της Μονάδας ήταν η κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής που θα χρησιμοποιούνταν κατά του πληθυσμού της Κίνας και κατά των αμερικανικών και σοβιετικών στρατευμάτων σε περίπτωση που χρειαζόταν. Γι’ αυτό συνέλαβαν και συγκέντρωσαν δεκάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά κυρίως από την κατεχόμενη Μαντζουρία. Χιλιάδες άνθρωποι -κυρίως Κινέζοι, αλλά και Κορεάτες, Ρώσοι και κρατούμενοι οκτώ συνολικά εθνικοτήτων, όπως αποκάλυψε ο Μοριμούρα υποβλήθηκαν σε ιατρικά πειράματα που έμοιαζαν και πολλές φορές ξεπερνούσαν σε σαδισμό αυτά του ναζιστή γιατρού Γιόζεφ Μένγκελε. Μεταξύ των δραστών ήταν πολλοί Ιάπωνες γιατροί που θεωρούνταν αξιοσέβαστοι.
Ένα από τα αντικείμενα της μονάδας ήταν η μελέτη των τραυμάτων και των επιπτώσεων των ασθενειών, για να βοηθήσουν τους στρατιώτες στο μέτωπο. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν εθελοντικά Ιάπωνες στρατιώτες για μια μη επεμβατική παρατήρηση, ωστόσο οι γιατροί θέλησαν να μελετήσουν ακόμα καλύτερα τα τραύματα και τις ασθένειες ξεπερνώντας κάθε όριο ιατρικής ηθικής. Έτσι, επέλεξαν για ακόμα μια φορά τους κρατούμενούς τους. Τα θύματα χαρακτηρίζονταν ως «κούτσουρα» (maruta) και χρησιμοποιούνταν ως πειραματόζωα.
Τους μόλυναν με ασθένειες, όπως τύφο, τυφοειδή πυρετό, χολέρα, άνθρακα και πανώλη και στη συνέχεια τους κατακρεουργούσαν ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί και χωρίς να τους χορηγείται αναισθητικό. Οι ερευνητές μπορούσαν έτσι να αφαιρέσουν τα όργανά τους όσο ήταν ακόμα «ζωντανά» και να παρατηρήσουν τις επιπτώσεις της ασθένειας στο ανθρώπινο σώμα.
«Τον άνοιξα από το στήθος μέχρι το στομάχι και ούρλιαζε τρομερά, ενώ το πρόσωπό του σφάδαζε από την αγωνία. Έκανε αυτόν τον ασύλληπτο ήχο, ούρλιαζε τόσο φρικτά. Αλλά τελικά επιτέλους σταμάτησε», είπε ένα ανώνυμο μέλος της μονάδας στους New York Times το 1995 καθώς θυμόταν ένα θύμα που είχαν μολύνει με πανώλη και στη συνέχεια τον άνοιξαν για να τον εξετάσουν. «Αυτό ήταν σαν μια οποιαδήποτε τυπική μέρα στη δουλειά για τους χειρουργούς, αλλά εμένα μου χαράχτηκε στο μυαλό γιατί ήταν η πρώτη μου φορά», συμπλήρωνε.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπήρχε για τη μελέτη της σύφιλης. Οι γιατροί μετέφεραν στη Μονάδα 731 θύματα μολυσμένα με τη νόσο και σταμάτησαν να τα υποβάλουν σε θεραπεία για να παρακολουθήσουν την πορεία της ασθένειας. Κάποιες φορές τα υπέβαλαν σε θεραπεία, για να παρατηρηθούν οι παρενέργειες. Για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα «ξεμείνουν» από ασθενείς, οι άντρες με σύφιλη εξαναγκάζονταν να βιάζουν τόσο γυναίκες όσο και άντρες αιχμάλωτους, οι οποίοι στη συνέχεια θα παρακολουθούνταν για να παρατηρηθεί η έναρξη της νόσου. Σε περίπτωση που αποτύγχανε η μετάδοση της νόσου με την πρώτη επαφή, τα θύματα βιάζονταν μέχρι να νοσήσουν.
Ο βιασμός ήταν μια μέθοδος που χρησιμοποιούνταν συχνά για τα διάφορα πειράματα της Μονάδας 731. Γυναίκες που βρίσκονταν σε αναπαραγωγική ηλικία βιάζονταν μέχρι να μείνουν έγκυες. Στη συνέχεια τις μόλυναν με διάφορες ασθένειες ή τους προκαλούσαν τραύματα με διάφορα όπλα και μετά τις «άνοιγαν» ώστε να διαπιστώσουν τις επιπτώσεις όλων αυτών στα έμβρυα.
Ο σαδισμός των πειραμάτων δεν είχε τέλος. Οι ερευνητές έκλειναν τα θύματα σε θαλάμους πίεσης έως ότου τα μάτια τους έβγαιναν από τις κόγχες. Άλλες φορές τα υπέβαλαν σε μεταγγίσεις αίματος αλόγου, για να δουν ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα και να υπολογίσουν τον χρόνο πήξης του αίματος.
Ο γιατρός Γιοσιμούρα Χισάτο που εργαζόταν στην Μονάδα είχε αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω από την υποθερμία, ένα μεγάλο πρόβλημα για τους στρατιώτες στο μέτωπο. Ο Χισάτο για να μελετήσει το φαινόμενο έβαζε τα θύματα να βουτούν τα άκρα τους σε νερό με πάγο μέχρι που ένα παχύ στρώμα πάγου να σχηματιστεί γύρω από το δέρμα. Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, τα άκρα στη συνέχεια «έσπαγαν» κάνοντας έναν ήχο σαν ξύλο που σπάει. Ο Χισάτο δοκίμασε κι άλλες μεθόδους, για να βρει πώς μπορεί να θερμάνει ξανά γρήγορα τα άκρα. Μερικές φορές έβαζε τα θύματα να βουτούν τα παγωμένα άκρα σε καυτό νερό ή τα τοποθετούσε κοντά στη φωτιά. Άλλες φορές άφηνε το «πειραματόζωό» του για όλο το βράδυ χωρίς να επέμβει καθόλου για να δει πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να ξεπαγώσουν τα χέρια φυσικά.
Σε άλλους κρατούμενους έκοβαν τα άκρα τους και τα τοποθετούσαν σε άλλο μέρος του σώματος, για να δοκιμάσουν αποτελεσματικές μεθόδους μεταμόσχευσης άκρων, ή έκοβαν την κυκλοφορία του αίματος, για να παρατηρήσουν την εξέλιξη της γάγγραινας.
Όταν τελικά είχαν μελετήσει και χρησιμοποιήσει κάθε μέρος του σώματος του κρατούμενου τον σκότωναν – αν δεν είχε πεθάνει από μόνος του- είτε πυροβολώντας τον είτε κάνοντάς του θανατηφόρα ένεση. Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές ότι πολλοί θάφτηκαν ζωντανοί.
Πειράματα για τα όπλα
Είναι προφανές ότι εν μέσω πολέμου ο ιαπωνικός στρατός ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την αποτελεσματικότητα των διαφόρων όπλων. Για να προσδιορίσει την αποτελεσματικότητα του καθενός, η Μονάδα 731 συγκέντρωνε αιχμαλώτους σε ένα πεδίο βολής και τους πυροβολούσε από διάφορες αποστάσεις με διαφορετικά ιαπωνικά όπλα, όπως το πιστόλι Nambu 8 χιλιοστών, τουφέκια, πολυβόλα και χειροβομβίδες. Στη συνέχεια, ελέγχονταν τα μοτίβα των πληγών και τα βάθη διείσδυσης στα σώματα των νεκρών και των ετοιμοθάνατων κρατουμένων.
Με παρόμοιο τρόπο δοκιμάζονταν ξιφολόγχες, ξίφη και μαχαίρια και συνήθως έδεναν τα θύματα για αυτές τις δοκιμές. Δοκιμάστηκαν επίσης φλογοβόλα, τόσο σε καλυμμένο όσο και σε ακάλυπτο δέρμα. Επιπλέον, δημιούργησαν θαλάμους αερίων και ανάγκαζαν τους κρατούμενους να εκτεθούν σε αέρια νεύρων και σε αέρια που προκαλούσαν έντονες δερματικές βλάβες.
Παράλληλα έριχναν βαριά αντικείμενα πάνω σε δεμένα θύματα για να μελετήσουν τα τραύματα που μπορούσαν να προκληθούν από τη συντριβή. Άλλες φορές, στερούσαν από τους ανθρώπους τροφή και νερό για να μάθουν πόσο καιρό θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς αυτά ή τους έδιναν να πίνουν μόνο θαλασσινό νερό.
Επίσης, τους υπέβαλαν σε παρατεταμένη έκθεση σε ακτίνες Χ οδηγώντας χιλιάδες σε θάνατο. Για να μελετήσουν τις επιπτώσεις των δυνάμεων G σε πιλότους και αλεξιπτωτιστές, το προσωπικό της Μονάδας 731 έβαζε κρατούμενους σε μεγάλες φυγόκεντρες μηχανές και τους περιέστρεφε με όλο και μεγαλύτερες ταχύτητες μέχρις ότου έχαναν τις αισθήσεις τους και πολλές φορές πέθαναν. Αυτό συνήθως συνέβαινε γύρω στα 10 με 15G, αν και τα μικρά παιδιά έδειχναν χαμηλότερη ανοχή στις δυνάμεις επιτάχυνσης.
Πειράματα σε ολόκληρα χωριά
Είναι δύσκολο να υπολογιστεί ακριβώς πόσοι άνθρωποι υπέφεραν στη Μονάδα 731, αλλά μέσα από τις διάφορες μαρτυρίες και καταγραφές υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 3.000 άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια των σαδιστικών πειραμάτων. Ωστόσο, τα πειράματα δεν σταματούσαν μέσα στο εργαστήριο. Η Μονάδα 731 δοκίμαζε μικροβιακές βόμβες σε κινεζικές πόλεις, για να προκαλεί επιδημίες ασθενειών. Ορισμένες εκτιμήσεις για τον αριθμό των νεκρών αναφέρουν ότι φτάνουν τις 200.000, αν και είναι δύσκολο να επαληθευτεί ο ακριβής αριθμός.
«Μάρτυρες θυμούνται ότι έβλεπαν ιαπωνικά αεροπλάνα να απελευθερώνουν μικρά πουλιά στις πτήσεις γύρω από το χωριό τους. Αυτά τα πουλιά είχαν καλυφθεί με τον βάκιλο του άνθρακα και καθώς πετούσαν τα φτερά τους μετέφεραν τα μικρόβια στους ανθρώπους. Η άγνωστη μέχρι τότε ασθένεια του άνθρακα σύντομα τους μόλυνε προκαλώντας το θάνατο σε πολλούς», έγραψε ο μελετητής Ντάνιελ Μπάρενμπλατ στην Washington Post το 2001.
«Ακόμη και σήμερα, ένα χωριό στην επαρχία Τσετσιάνγκ της Κίνας που έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να έχει το παρατσούκλι «χωριό με σάπια πόδια» επειδή πολλοί ηλικιωμένοι κάτοικοι έχουν ακόμα ουλές από τα σημάδια του δερματικού άνθρακα από τις επιθέσεις που έγιναν εκεί το 1942», ανέφερε.
Χωρίς δικαίωση
Το έργο του Μοριμούρα βοήθησε να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν- αν και με καθυστέρηση- την υπόθεση στις αίθουσες των δικαστηρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο του Μοριμούρα στην πρώτη του έκδοση περιελάμβανε «αποκαλυπτικές φωτογραφίες» θυμάτων και βασανιστηρίων, οι οποίες όμως αποδείχθηκε ότι ήταν ψεύτικες. Ακόμα και έτσι όμως τα στοιχεία που έφερνε στο φως ήταν απόλυτα αληθινά. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1983 χωρίς τις φωτογραφίες.
Την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μοριμούρα, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, ο Τζον Πάουελ αποκάλυψε στο Bulletin of the Atomic Scientists ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε χορηγήσει ασυλία σε μέλη της Μονάδας 731.
Για χρόνια, οι ΗΠΑ απέρριπταν τις αναφορές για τα πειράματα της μονάδας ως προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα όμως γνώριζαν τα πάντα από πολύ νωρίς. Μάλιστα, ο Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων και υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση της Ιαπωνίας κατά τη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής είχε συνάψει συμφωνία με τους Ιάπωνες. Χορήγησαν κρυφά ασυλία στους γιατρούς της Μονάδας 731, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής Σίρο Ίσι, με αντάλλαγμα η Ιαπωνία να παρέχει στις ΗΠΑ αποκλειστικά τα αποτελέσματα των ερευνών. Οι ΗΠΑ ήθελαν με αυτον τον τρόπο να διασφαλίσουν ότι αυτά δεν θα καταλήξουν στα χέρια των Σοβιετικών. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα του Guardian, μετά το τέλος του πολέμου, με το πρόσχημα της ανάπτυξης εμβολίων, πρώην μέλη της Μονάδας 731 διεξήγαγαν πειράματα σε Ιάπωνες κρατούμενους, μωρά και ψυχικά ασθενείς, με μυστική χρηματοδότηση από την αμερικανική κυβέρνηση.
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Μοριμούρα, η ιαπωνική κυβέρνηση αναγνώρισε δημοσίως την ύπαρξη της Μονάδας 731, με έναν αξιωματούχο να λέει στο ιαπωνικό κοινοβούλιο ότι τα πειράματα είχαν πραγματοποιηθεί «υπό τις πιο ασυνήθιστες συνθήκες πολέμου» και ήταν «πολύ λυπηρό για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Ωστόσο και πάλι η κυβέρνηση αρνήθηκε να προσφέρει πρόσθετα στοιχεία για τις δραστηριότητές της μονάδας.
Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, η ιαπωνική κυβέρνηση συνέχισε να αρνείται να βοηθήσει τις αμερικανικές προσπάθειες να συμπεριλάβουν τους δράστες σε έναν κατάλογο εγκληματιών πολέμου στους οποίους απαγορεύεται η είσοδος στις ΗΠΑ. Ο Ίσι έζησε ελεύθερος μέχρι που πέθανε από καρκίνο στο λαιμό το 1959. Οι Times ανέφεραν ότι ένας άλλος βετεράνος της Μονάδας 731 έγινε κυβερνήτης του Τόκιο, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου της Ιαπωνίας και επικεφαλής της Ιαπωνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Οι περισσότεροι ιθύνοντες της Μονάδας συνέχισαν τις ζωές τους χωρίς πρόβλημα καθως τα περισσότερα αρχεία καταστράφηκαν.
Ακόμα και μετά τις αποκαλύψεις για χρόνια δεν συνέβαινε τίποτα με τα περισσότερα ιαπωνικά δικαστήρια να απορρίπτουν τις διάφορες αγωγές λέγοντας ότι δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση. Τα μέλη των οικογενειών των θυμάτων χρειάστηκε να εμπλακούν σε μια μακροχρόνια δικαστική διαμάχη και τελικά μόλις το 2002 ένα δικαστήριο του Τόκιο αναγνώρισε ότι η Ιαπωνία είχε διεξάγει βιολογικό πόλεμο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης που αρνούνταν τα όσα έγιναν. Όμως το δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημίωση στους Κινέζους ενάγοντες λέγοντας ότι τα θύματα έχουν αποζημιωθεί ήδη από τις διάφορες διεθνείς συνθήκες. Το 2003, ο τότε Ιάπωνας πρωθυπουργός, Ζονιτσίρο Κοϊζούμι, αναγνώρισε την ύπαρξη και τη δράση της Μονάδας, ωστόσο τόνισε ότι δεν υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν επακριβώς τη δράση της (όλα τα έγγραφα καταστράφηκαν εσκεμμένα μετά τη διάλυση της Μονάδας) και υποσχέθηκε ότι σε περίπτωση που εντοπιστούν στο μέλλον κάποια έγγραφα θα δημοσιοποιηθούν. Είκοσι χρόνια μετά δεν έχει βρεθεί τίποτα καινούργιο.
Ποιος ήταν ο Μοριμούρα
Ο Μοριμούρα γεννήθηκε στη Σαϊτάμα της Ιαπωνίας στις 2 Ιανουαρίου 1933. Λίγα είναι γνωστα για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, αλλά σύμφωνα με το Associated Press ο Μοριμούρα βίωσε τον σφοδρό βομβαρδισμό του Τόκιο από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια εμπειρία που τον οδήγησε να γίνει ειρηνιστής.
Σύμφωνα με τον εκδότη του, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Aoyama Gakuin στο Τόκιο και εργάστηκε για μια δεκαετία σε ξενοδοχεία, ενώ αρθρογραφούσε και σε περιοδικά, πριν γίνει μυθιστοριογράφος.
Ο Μοριμούρα έγραψε περισσότερα από 300 μυθιστορήματα, με πολλά από αυτά να «εξετάζουν τις πιο σκοτεινές πλευρές των οργανισμών και των ανθρώπων», έγραψε ένας ρεπόρτερ της ιαπωνικής εφημερίδας Daily Yomiuri το 2003.
Το μυθιστόρημα μυστηρίου του «Ningen no Shomei» το 1976 («Απόδειξη του ανθρώπου») με επίκεντρο τη δολοφονία ενός μαύρου στη μεταπολεμική Ιαπωνία ήταν ένα από τα πολλά έργα του που διασκευάστηκαν για κινηματογράφο.
Ωστόσο το αποκαλυπτικό έργο του για την Μονάδα 731 ήταν αυτό που άφησε το όνομά του στην ιστορία.
«Αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί σε όλους τους Ιάπωνες, σε κάθε γενιά», είχε δηλώσει ο Μοριμούρα στους Times. «Η ιαπωνική επιθετικότητα πρέπει να γραφτεί για να αποφευχθεί ένας άλλος πόλεμος».