Ο Βασίλης Αυλωνίτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς, που πέρασαν από το ελληνικό θέατρο. Μία γνήσια λαϊκή και πληθωρική μορφή, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, με το πηγαίο ταλέντο, αυτοδίδακτος ηθοποιός, έγινε ο αγαπημένος του κοινού.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης μεγάλωσε γενιές και γενιές και όσο θα προβάλλονται οι παλιές ελληνικές ταινίες, θα συνεχίζει να μεγαλώνει και τις επόμενες γενιές.
Και μπορεί να υπήρξε από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, αλλά και της ελληνικής κωμωδίας, όμως, στην πραγματικότητα ο κόσμος ήξερε λίγα πράγματα για εκείνον. Άλλωστε, στον Αυλωνίτη δεν άρεσε να μιλάει για τη ζωή του.
Προτιμούσε να «μιλάει» στον κόσμο μέσα από το έργο του, να επικοινωνεί μαζί τους μέσα από την Τέχνη, την οποία υπηρέτησε πιστά, με σεβασμό κι αγάπη. Και την οποία «πέρασε» σε κάθε σπίτι, σε χρόνια περίεργα, δύσκολα, φτωχικά, όπου ο κόσμος είχε ανάγκη από γέλιο και χαρούμενες στιγμές.
Δεν ίσχυε, όμως, αυτό πάντα. Όπως είπαμε, τα χρόνια ήταν περίεργα και η σάτιρα ενοχλούσε, ενίοτε φανάτιζε. Ακόμη και αν αυτή προερχόταν από τον Βασίλη Αυλωνίτη. Μάλιστα, ο ηθοποιός λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, λόγω ενός νούμερου, που παρουσίαζε στο θέατρο.
Η δολοφονική επίθεση εναντίον του
Ήταν Αύγουστος του 1931, όταν γράφτηκε μία μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Το καλοκαίρι εκείνο, ο Βασίλης Αυλωνίτης συμμετείχε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» των Κίμωνα Καπετανάκη και Μίμη Κατριβάνου, στο καινούργιο θέατρο Περοκέ. Ανάμεσα στα νούμερα που παρουσίαζε ήταν κι εκείνο, όπου σατίριζε την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, με τον τίτλο, «Από τους υπουργούς βγήκαν τα κολοκύθια».
Σε ένα σημείο του σκετς, ο 27χρονος τότε, ηθοποιός σατίριζε στενούς συνεργάτες του Βενιζέλου, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε ένα μεγάλο σκάνδαλο της εποχής, το γνωστό «σκάνδαλο της νοθευμένης κινίνης».
Η «Κατεργάρα», ήταν μία παράσταση που συζητιόταν πολύ. Ο κόσμος κάθε βράδυ γέμιζε ασφυκτικά το θέατρο. Ο Τύπος της εποχής, πάλι, ήταν διχασμένος, όπως και οι κριτικές. Άλλες μιλούσαν για μία «κίτρινη» επιθεώρηση και άλλη για μία σπουδαία παράσταση.
Το βράδυ εκείνο, όταν ο Αυλωνίτης βγήκε στη σκηνή, όρμησαν κατά πάνω του, από το κοινό όπου κάθονταν, τέσσερις άνδρες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι διακωμωδούσε τον Βενιζέλο.
Ο ένας εξ’ αυτών, οπλοφορούσε στρέφοντας το όπλο του εναντίον του ηθοποιού. Εκείνος εμβρόντητος προσπάθησε να προφυλαχθεί, ψιθυρίζοντας «Τι φταίω εγώ, ρε παιδιά», ενώ καθώς προχωρούσε προς τα πίσω, σκόνταψε κι έπεσε κάτω.
Αυτή η πτώση γλίτωσε τη ζωή του, όμως, υπήρξε μοιραία για τον 35χρονο τεχνικό του θεάτρου. Όπως ανέφερε δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος», σε εκείνο το σημείο στην κουίντα βρισκόταν ο Παναγιώτης Μωραΐτης, τον οποίο η σφαίρα που προοριζόταν για τον Αυλωνίτη, βρήκε στην καρδιά του. Ο 35χρονος άνδρας άφησε την τελευταία του πνοή, λίγη ώρα αργότερα.
Στο «Περοκέ» επικράτησε πανικός. Δημοσίευμα της εποχής περιγράφει τα όσα σοκαριστικά συνέβησαν τη βραδιά εκείνη. «Η σκηνή του θεάτρου, ενόμιζε κανείς ότι μετεβλήθη εις τόπον εκτελέσεων, των δολοφόνων πυροβολούντων χωρίς διάκρισιν, ενώ οι ηθοποιοί ετρέποντο κάτωχροι προς τα παρασκήνια δια να σωθούν».
Από τη δολοφονική επίθεση τραυματίστηκαν θεατές, ο λογιστής, ο ηλεκτρολόγος και μια ηθοποιός της παράστασης. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί, ενώ λέγεται ότι κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να λιντσάρουν τους εκτελεστές.
Δεν ξεπέρασε ποτέ το θάνατο του 35χρονου τεχνικού
Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Μπορεί να διέθετε άφθονο χιούμορ και στην καθημερινότητά του, όμως, ήταν κι ένας κλειστός χαρακτήρας. Τη δολοφονία του Παναγιώτη Μωραΐτη δεν κατάφερε ποτέ να την ξεπεράσει. Όπως και τον τρόπο που αυτή ήλθε, αφού η σφαίρα του εκτελεστή βρήκε τον 35χρονο τεχνικό, ενώ είχε πέσει κάτω ο Αυλωνίτης.
Ο σπουδαίος ηθοποιός θεωρούσε τον εαυτό του εν μέρει υπεύθυνο για το θάνατό του. Τις ενοχές και το βάρος που ένιωθε στη συνείδησή του, τα κουβαλούσε μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του. Η βραδιά εκείνη της 22ας Αυγούστου τον σημάδεψε.
Ο ίδιος δεν ήθελε να μιλάει για την ιστορία αυτή. Λίγες ήταν οι φορές που το είχε κάνει και αυτό μόνο σε ανθρώπους κοντινούς του. Ένας εξ’ αυτών ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος, ο οποίος σε συνέντευξή του είχε αποκαλύψει, ότι ο Αυλωνίτης είχε έκτοτε τύψεις στη συνείδησή του, καθώς άθελά του έγινε αιτία να σκοτωθεί ένας άνθρωπος. Μάλιστα, λίγο μετά τη δολοφονική επίθεση, ο ηθοποιός είχε δηλώσει ότι «Θα κάνω χρόνια να βγω ξανά στην αθηναϊκή σκηνή».
Η αποχή από το θέατρο
Και πράγματι, για κάποια χρόνια απείχε από το θέατρο. Την περίοδο του ’40 σχημάτισε θίασο με τον Κυριάκο Μαυρέα, ενώ για πολλά χρόνια υπήρξε βασικό στέλεχος των επιθεωρησιακών θιάσων του θεάτρου Ακροπόλ, διατελώντας καλλιτεχνικός διευθυντής του.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης, αν και άφησε το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο, με ρόλους που έχουν γράψει ιστορία, στην πραγματικότητα ήταν γεννημένος για το θέατρο. Όπως ο ίδιος έλεγε, ένιωθε ότι η σκηνή τον καλούσε από μικρό παιδί που ήταν. Και τελικά, μπήκε στο θέατρο από την πίσω πόρτα, καθώς δεν πέρασε ποτέ από δραματική σχολή.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν ως βοηθός σκηνογράφου, όμως, το έμφυτο ταλέντο και το πηγαίο χιούμορ που διέθετε, τον έφεραν πάνω στη σκηνή. Μόλις ολοκλήρωσε τη θητεία του στο Στρατό, έπιασε δουλειά ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν», στη γειτονιά του.
Άνθρωπος ευχάριστος και φύσει κωμικός, γρήγορα έγινε ο αγαπημένος του θιάσου, ακολουθώντας την παρέα των ηθοποιών στα ταβερνάκια, όπου άτυπα είχε αναλάβει το ρόλο του… διασκεδαστή.
Μια μέρα, λοιπόν, ο θεατρικός επιχειρηματίας, γνωρίζοντας για το κωμικό του ταλέντο και κυρίως για τις αστείες γκριμάτσες που έκανε, έσπρωξε στη σκηνή το νεαρό Βασίλη. Κι εκείνος, αντί να τα χάσει από ντροπή, στην πρώτη παράδοξη επαφή του με το κοινό, άρχισε τους αυτοσχεδιασμούς, αποσπώντας το θερμό χειροκρότημα τους.
Ένα χειροκρότημα, που τον συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του και δε σταμάτησε ποτέ να ήταν απλόχερο και θερμό.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης υπήρξε από τους θεμελιωτές της ελληνικής κωμωδίας, που δεν χρειαζόταν περισπούδαστες ατάκες για να κάνει τον κόσμο να γελάσει με την ψυχή του.
Ένα «Ω ρε που πάμε….» με το γνωστό ύφος του, ήταν αρκετό για να χαρίσει το γέλιο στο κοινό, σε μικρούς και μεγάλους.
Γιατί ο σπουδαίος και αγαπημένος σε όλους ηθοποιός, ήθελε μόνο αυτό: να κάνει τον κόσμο να διασκεδάζει, να γελάει, να περνάει καλά. Μακριά από διχασμούς και φανατισμούς.