Με απόφαση, που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έγινε δεκτή η αίτηση μιας κατοίκου Ρόδου κατά του πρώην συντρόφου της, που καταγγέλθηκε ότι διακίνησε φωτογραφικό υλικό από τις ερωτικές τους συνευρέσεις σε τρίτους.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Δημοκρατική», «Το εξαιρετικά ασυνήθιστο στην υπόθεση, είναι ότι στην διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης της αιτούσης η μητέρα της, η οποία είχε σχέση με τον καταγγελλόμενο, πριν ο τελευταίος συνάψει σχέση με την κόρη της.
Το δικαστήριο με την απόφασή του τον υποχρεώνει να παύσει να παρενοχλεί την αιτούσα τηλεφωνικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, που ενέχει επαφή και επικοινωνία, να μην απευθύνει εναντίον της με οποιονδήποτε τρόπο φράσεις απειλητικές, εξυβριστικές και προσβλητικές της προσωπικότητας της και να μην αποστέλλει ή επιδεικνύει στην ίδια ή σε τρίτους φωτογραφίες με ερωτικό και εν γένει άσεμνο περιεχόμενο που απεικονίζουν την αιτούσα.
Απειλεί παραπέρα σε βάρος του η αίτηση χρηματική ποινή τριακοσίων ευρώ και προσωπική κράτηση τριάντα ημερών για κάθε παραβίαση της αμέσως ανωτέρω διάταξης. Ορίζει τέλος προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης για την άσκηση κύριας αγωγής από την αιτούσα.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως περιγράφεται στην απόφαση
Οι διάδικοι διατηρούσαν επί ένα έτος περίπου κρυφό ερωτικό δεσμό, κατ’ απαίτηση της αιτούσας, καθόσον κατά το παρελθόν ο καθ’ ου η αίτηση είχε μία σύντομη ερωτική σχέση με τη μητέρα της. Την άνοιξη του έτους 2018, όμως, η αιτούσα, χωρίς προηγουμένως να διακόψει τη σχέση της με τον αντίδικό της, συνήψε παράλληλη ερωτική σχέση με τρίτο πρόσωπο, γεγονός το οποίο εξόργισε τον καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος έτρεφε έντονα συναισθήματα γι’ αυτή.
Στις έντονες πιέσεις του να επιλέξει έναν σύντροφο, η αιτούσα τηρούσε αδιάφορη στάση, με συνέπεια να προκαλέσει σ’ αυτόν έντονα συναισθήματα ζήλιας.
Περί τα τέλη Μαΐου του έτους 2018 η αιτούσα έλαβε τελικά την απόφαση να διακόψει το δεσμό της με τον καθ’ ου η αίτηση, γεγονός το οποίο, όμως, δεν μπορούσε να αποδεχθεί ο τελευταίος, με συνέπεια να γίνει ιδιαίτερα πιεστικός προς αυτήν, προσπαθώντας να την μεταπείσει, χωρίς αποτέλεσμα, καθώς όλες οι ενέργειες του προσέκρουαν στην κατηγορηματική της άρνηση προς επανασύνδεση τους.
Κατόπιν τούτων, εμφορούμενος από κίνητρα ζήλιας και εκδικητικότητας για την επιλογή της αιτούσας, μετέστρεψε τη συμπεριφορά του, αποστέλλοντας στη συνέχεια σ’ αυτήν πλήθος γραπτών μηνυμάτων μέσω κινητού τηλεφώνου, με τα οποία της ζητούσε επίμονα να μιλήσουν ή να συναντηθούν, άλλως θα επικοινωνούσε με τον νυν σύντροφο της, και στα οποία η τελευταία απέφευγε να απαντήσει, όπως, άλλωστε, και στις συνεχείς τηλεφωνικές του κλήσεις.
Το γεγονός αυτό τον εξόργισε ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα να την απειλεί πλέον ευθέως ότι θα τηλεφωνήσει στο νυν σύντροφο της και θα κάνει πράγματα που δεν θέλει και, ειδικότερα, θα δείξει σε συγγενείς και φίλους της φωτογραφίες, οι οποίες την απεικόνιζαν κατά τη διάρκεια των ερωτικών τους συνευρέσεων.
Η αιτούσα, τελώντας σε απόγνωση, απευθύνθηκε στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές και κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας κλήθηκε ο καθ’ ου στις 6-6-2018 σε αστυνομικό τμήμα, όπου προσερχόμενος, αφού ενημερώθηκε για τα σε βάρος του καταγγελλόμενα από την αιτούσα, αποδέχθηκε αυτά εν μέρει και εξέφρασε τις δικές του απόψεις και μετά τις δέουσες συστάσεις που του έγιναν, αποχώρησε από το ως άνω Αστυνομικό Τμήμα, πλην, όμως, αντί να συμμορφωθεί, μετέβη στην οικία της αιτούσας, απαιτώντας να τη συναντήσει, όταν δε αυτή αρνήθηκε, προκάλεσε φθορές στην εξώπορτα της οικίας της.
Τελικά ο καθ’ ου πραγματοποίησε τις απειλές του και επέδειξε την εν λόγω φωτογραφία, καθώς και άλλες με όμοιο περιεχόμενο, στον εξάδελφο της αιτούσας, στο νυν σύντροφό της, καθώς και σε άλλα πρόσωπα του ευρύτερου κοινωνικού της περιβάλλοντος, χωρίς τη συναίνεσή της, όπως, άλλωστε, ομολόγησε και ο ίδιος σε γραπτό τηλεφωνικό μήνυμα προς την αδελφή της, στο οποίο ανέφερε ότι είδε τις φωτογραφίες ο εξάδελφός της και έτριβε τα μάτια του, συμπληρώνοντας, μάλιστα, ότι αναγκάστηκε να το κάνει, διότι πρέπει και αυτός να δείχνει.
Το γεγονός αυτό καταρράκωσε την αιτούσα ψυχολογικά, με συνέπεια αυτή να απομονωθεί, να απουσιάσει από την εργασία της στην επιχείρηση του κουμπάρου και φίλου του καθ’ ου, επικαλούμενη πρόβλημα υγείας, από το οποίο έπασχε και τελικά να παραιτηθεί από την εργασία της λόγω της δεινής ψυχολογικής κατάστασης, στην οποία είχε περιέλθει.