Η αρχαία δίολκος του Ισθμού της Κορίνθου πρέπει να κατασκευάσθηκε είτε στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., είτε, το πιθανότερο, στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν ο Περίανδρος.
Ο Περίανδρος διακρίθηκε για την έντονη δραστηριότητά του ως προς τα έργα πολιτιστικής και οικονομικής σημασίας, και αναφέρεται ότι σκέφθηκε να ανοίξει και διώρυγα στον Ισθμό της Κορίνθου.
Δεν πραγματοποίησε ωστόσο το σχέδιο αυτό γιατί τα τεχνικά μέσα που διέθετε δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν ένα τέτοιο έργο, αλλά και επειδή οι θρησκευτικές προλήψεις των χρόνων εκείνων ήταν αντίθετες σε κάθε επέμβαση και μετατροπή των έργων των θεών.
Επειδή όμως το εμπόριο της Κορίνθου βρισκόταν τότε σε μεγάλη ανάπτυξη, σκέφθηκε να κατασκευάσει έναν ειδικό δρόμο, πάνω στον οποίο θα μεταφέρονταν τα πλοία από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό Κόλπο και αντίστροφα διαμέσου της ξηράς.
Τα οικονομικά συμφέροντα ήταν τεράστια, οπότε κάθε μέσο θα επιστρατευόταν για τη διευκόλυνσή τους. Εξάλλου, οι αποικίες της Ιταλίας και της Σικελίας, με τις οποίες το κορινθιακό εμπόριο είχε στενές σχέσεις, βρίσκονταν ήδη σε μεγάλη άνθηση.
Επρόκειτο στην ουσία για λιθόστρωτο δρόμο που χρησιμοποιείτο για την από ξηράς μεταφορά πλοίων, πάνω σε τροχοφόρο όχημα (“Ολκός νεών”) από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντιστρόφως.
Αποκαλύφθηκε το δυτικό του τμήμα σε μήκος 255 μ. στην πλευρά της Πελοποννήσου και σε μήκος 204 μ. στην Στερεά Ελλάδα μέσα στις εγκαταστάσεις της Σχολής Μηχανικού.
Το πλάτος του είναι 3,40 – 6,00 μ. Είναι στρωμένος με κανονικούς πώρινους κυβόλιθους και στο μέσον του φέρει δύο αυλακώσεις σε απόσταση 1,50 μ. Στο δυτικό άκρο του κατέληγε σε λιθόστρωτη αποβάθρα.
Η κατασκευή της Διόλκου προέκυψε από την ανάγκη για γρήγορο πέρασμα των πλοίων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντίστροφα, έγινε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα και συνδέεται με την τυραννίδα του Περίανδρου στην Κόρινθο.
Το δυτικό άκρο του ανακατασκευάσθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά μικρών, κυρίως πολεμικών σκαφών. Τέτοια χρήση βεβαιώνεται από τις πηγές ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα.