Για λόγους προστασίας των απογόνων των οικογενειών δεν αναφέρονται τα ονόματα των εμπλεκόμενων στη βεντέτα.
Η ιστορία είναι αληθινή και έχει καταγραφεί με λεπτομέρειες στον Τύπο της εποχής. Στην Κρήτη ο δεσμός της οικογένειας είναι ισχυρός και έχουν γίνει αποτρόπαια εγκλήματα στο όνομα της τιμής και της υπεράσπισής της. Οι βεντέτες συνήθως ξεσπούν ανάμεσα σε διαφορετικές οικογένειες.
Όμως, πριν από περισσότερα από τριάντα χρόνια ξέσπασε στο νησί μια πρωτοφανής ενδοοικογενειακή βεντέτα που οδήγησε στον θάνατο τεσσάρων μελών της. Όλα ξεκίνησαν τον Μάιο του 1987. Ένα 15χρονο αγόρι βρέθηκε νεκρό σε μια λίμνη αίματος στα Λιβάδια Μυλοποτάμου. Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι. Κάποιοι αμέσως υποστήριξαν ότι ο νεαρός αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος, ενώ έπαιζε με το όπλο του πατέρα του.
Όμως, η επικρατούσα θεωρία ήταν ότι το παιδί αυτοκτόνησε. Ο πατέρας του Χ.Σ. δεν το πίστεψε ποτέ. «Γιατί να αυτοκτονήσει ένα παιδί πρόσχαρο στα 15 του χρόνια», έλεγε. Ο πατέρας του κατηγόρησε τον πρώτο ξάδερφό του Γ.Σ. και τον 15χρονο ανιψιό του. Αμέσως μετά την κηδεία τους πλησίασε και είπε: «Ξάδελφε, πέστε την αλήθεια και εγώ θα σας συγχωρέσω. Θέλω να αποκατασταθεί η μνήμη του παιδιού μου». Ο ξάδερφος και ο ανιψιός του δεν το παραδέχτηκαν. Ο πατέρας υπέβαλλε μήνυση και η Εισαγγελία Ρεθύμνου άσκησε δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Ο ανιψιός του κατηγορήθηκε ως φυσικός αυτουργός και ο πατέρας του ως ηθικός αυτουργός. Σύντομα όμως, απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες λόγω έλλειψης στοιχείων. Δυο χρόνια μετά τον θάνατο του αγοριού, ο πατέρας ζήτησε εκταφή, ώστε να γίνει νέα ιατροδικαστική εξέταση. Τα αποτελέσματα, αν και αμφισβητήθηκαν από πολλούς, έδειξαν ότι ο πυροβολισμός στο κεφάλι του νεαρού έγινε από μακριά, άρα δεν ήταν δυνατόν να είχε αυτοκτονήσει. Από τότε άρχισε ένας κύκλος αίματος που έκλεισε μετά από περίπου μια δεκαετία….
Η μοιραία συνάντηση
Ο πατέρας του θύματος πήρε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και μετακόμισαν σε άλλο χωριό του Μυλοποτάμου. Όμως, δεν σταμάτησε στιγμή να ερευνά τον θάνατο του γιου του. «Υπάρχουν ισχυρά στοιχεία ότι δεν πρόκειται για αυτοκτονία, αλλά για φονικό. Αυτό παλεύω εδώ και δυόμιση χρόνια και μόνον αν βγει αλήθεια θα ησυχάσω», έλεγε.
Στις 16 Αυγούστου 1989, ο πατέρας συνάντησε σε δρόμο ανάμεσα στο Λατζουμά και στα Αγγελιανά, έναν από τους τέσσερις γιους του ξαδέρφου του, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε καμία ανάμειξη στην υπόθεση. Ο πατέρας έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε δυο φορές τον 24χρονο ανιψιό του στον αυχένα. Το θύμα επέζησε, αλλά έμεινε τετραπληγικός. Λίγες μέρες αργότερα, ο πατέρας παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία των Χανιών. Υποστήριξε ότι τον πυροβόλησε για να προστατέψει τη ζωή του. Είπε ότι ενώ πήγαινε να φροντίσει τα ελαιόδεντρά του με τη σύζυγό και την κόρη του, το θύμα μαζί με έναν φίλο του είχαν σταθμεύσει το αυτοκίνητό τους στη μέση του δρόμου και τον εμπόδιζαν να περάσει. «Είπα σου να μην μπαίνετε στα πόδια μου», τους φώναξε. Στη συνέχεια, όπως ισχυρίστηκε, ο ανιψιός του βγήκε από το αυτοκίνητο και έκανε «μια κίνηση σαν εκείνη που κάνει κάποιος που οπλοφορεί».
Κατέθεσε ότι φοβήθηκε για τη ζωή του και άρχισε να πυροβολεί, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά ο 24χρονος. Όταν του είπαν ότι η κατάσταση της υγείας του είναι κρίσιμη ο Χ.Σ. είπε στον δημοσιογράφο Μανώλη Παντιδάκη: «Ειλικρινά λυπούμαι. Δεν μου έφταιξε το κοπέλι. Αυτό το κοπέλι δεν θέλω να πεθάνει. Δεν εκδικήθηκα τον φονιά του γιου μου. Τι έπρεπε να κάνω; Να σταθώ να με σκοτώσουν στην περιουσία μου;». Όμως, οι γονείς και τα αδέρφια του θύματος υποστήριξαν ότι τα τελευταία δυο χρόνια ο Χ.Σ.» επιζητούσε μια ευκαιρία για να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του».
Μάλιστα, είπαν ότι ήξερε πως ο γιος τους περνούσε καθημερινά από αυτό το σημείο και ότι του έστησε ενέδρα. Για τον τραυματισμό του ανιψιού του κατηγορήθηκε για απόπειρα δολοφονίας από πρόθεση με κίνητρο την εκδίκηση και αρχικά καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του μειώθηκε στα 9 χρόνια από το εφετείο. Τελικά, το 1994, περίπου τέσσερα χρόνια μετά το συμβάν αφέθηκε ελεύθερος….
Δυο ακόμη νεκροί
Στις 25 Ιουνίου 1990 βρέθηκε νεκρή η Α.Σ., που ήταν η μητέρα του νεαρού ο οποίος υπέστη τετραπληγία από το χτύπημα του θείου του. Αρχικά, ο θάνατός της αποδόθηκε σε ατύχημα. Σύντομα, ο σύζυγός της κατηγορήθηκε ότι τη δολοφόνησε. Όμως, πριν εκδικαστεί η υπόθεση τον Ιούνιο του 1994, ο σύζυγός βρέθηκε επίσης νεκρός σε ερημική τοποθεσία στον Μυλοπόταμο. Στο σώμα του έφερε τραύματα από 16 σφαίρες. Ύποπτος θεωρήθηκε ο ξάδερφος, που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Συνελήφθη ξανά, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία που να τον ενοχοποιούν. Τα παιδιά της Α.Σ. υποστήριξαν ότι σκοτώθηκε τυχαία, όταν προσπαθούσε να αυτοκτονήσει ένας από τους γιους της. «Εγώ έβγαλα το όπλο για να αυτοκτονήσω και μου έπιασε το χέρι ο πατέρας μου και χτυπήθηκε η μάνα μου», είπε ο γιος της. Με βάση τα λεγόμενά τους, ο τραυματισμός του αδερφού του τον είχε οδηγήσει σε απόγνωση, καθώς πλέον χρειαζόταν την καθημερινή τους φροντίδα. Η «αντίπαλη» οικογένεια υποστήριξε ότι την Α.Σ. τη σκότωσε ο άνδρας της γιατί ήθελε να αποκαλύψει τις πραγματικές συνθήκες θανάτου του 15χρονου αγοριού το 1987. Η αλήθεια δεν αποκαλύφθηκε ποτέ….
Η εκτέλεση του πατέρα
Ο απολογισμός είναι δραματικός. Η μια οικογένεια είχε χάσει ένα αγόρι της και ο πατέρας του μπαινόβγαινε στη φυλακή. Η άλλη οικογένεια είχε χάσει τον πατέρα, τη μητέρα και το ένα παιδί που είχε σοβαρή αναπηρία. Ο κύκλος του αίματος έκλεισε με την εκτέλεση του πατέρα της πρώτης οικογένειας. Έπεσε νεκρός με δώδεκα σφαίρες μπροστά στα μάτια της συζύγου του. Για τη δολοφονία συνελήφθησαν δυο αδέρφια της αντίπαλης οικογένειας. Στο δικαστήριο οι δυο κατηγορούμενοι προέβαλαν άλλοθι ότι δεν βρίσκονταν στο Ρέθυμνο την ώρα της δολοφονίας και ισχυρίστηκαν ότι τον σκότωσαν άλλοι, καθώς ήταν μπλεγμένος με ναρκωτικά. Τελικά, τα δυο αδέρφια κρίθηκαν αθώα. Η υπόθεση έκλεισε.
Αντλήθηκαν πληροφορίες και από το βιβλίο του Δημήτρη Ξυριτάκη «Λόγω τιμής. Ιστορίες κρητικής βεντέτας» Εκδόσεις Μελάνι…