Η αληθινή ιστορία της Μαρίας Σαμπανιώτη που σκότωσε επειδή χάλασαν το προξενιό της κόρης της κι έγινε επεισόδιο στη 10η Εντολή.
“Μετά την άρνηση των οικογενειών Μουστοπούλου και Κληματσά να συμπεθεριάσουν έσπασε τα μούτρα της. Και τους το φύλαγε. Όταν της δόθηκε η ευκαιρία, χτύπησε. Την έτρωγε το σαράκι της αντεκδίκησης. Έψαξε και βρήκε φάρμακο. Η δολιότητά της δεν περιορίζεται σε σωρεία επικλήσεων των Θείων και σταυροκοπημάτων, αλλά στο να ρίχνει υπόνοιες σε άλλους ανθρώπους. Δεν δίστασε να δημιουργήσει υπόνοιες για την ίδια της την κόρη. Μέσα στη ψυχή της έκρυβε μεγάλο μίσος. Προσπάθησε να εξολοθρεύσει -και το έκανε- δύο οικογένειες. Φαινομενικά μοιάζει αθώα. Αν αφεθεί ελεύθερη, όμως, θα αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον Ρωχάμη”.
Αυτά ήταν τα λόγια του εισαγγελέα στη δίκη της Μαρίας Σαμπανιώτη, τον Απρίλιο του 1993, της 56χρονης γυναίκας που δηλητηρίασε επτά ανθρώπους. Πολύ πιθανό την ιστορία της να την έχεις δει στην ’10η Εντολή’, αλλά τα πραγματικά περιστατικά, οι συνθήκες, είχαν αρκετές διαφορές από όσα έδειξε η τηλεόραση. Η Σαμπανιώτη δεν ήταν μία πληγωμένη μάνα που ο μέλλοντας γαμπρός της παράτησε την κόρη της για μία άλλη, πιο πλούσια, και η δεύτερη έφτασε μέχρι και την απόπειρα αυτοκτονίας. Η Σαμπανιώτη δεν είχε ποτέ αρραβωνιάσει την κόρη της με κάποιον απ’ τους γιους των άλλων οικογενειών. Όλα είχαν καθηλωθεί στο στάδιο της επιθυμίας, της προσδοκίας. Ούτε τους κέρασε σπιτικά καλτσουνάκια όπως η Ναταλία Τσαλίκη στη σειρά του Κοκκινόπουλου. Τους έδωσε ζύμη για τηγανόψωμα. Μικρή λεπτομέρεια, βέβαια, όταν και στο σενάριο, και στη ζωή, η ζύμη ήταν φουσκωμένη με δηλητήριο.
Σάββατο, 18 Ιανουαρίου του 1992 και δύο φιλικές οικογένειες στο Περιστέρι κάθονται στο τραπέζι -χωρίς να γιορτάζουν κάποια αρραβωνιάσματα όπως έδειξε η σειρά. Λίγες ώρες αργότερα θα μεταφερθούν και οι επτά στο νοσοκομείο, κάποιοι στο ‘Γενικό Κρατικό’ του Πειραιά και κάποιοι στο ‘Μεταξά’. Οι γιατροί θα υποθέσουν ότι αυτή η ταυτόχρονη δηλητηρίαση είναι προϊόν εγκληματικής ενέργειας και θα ειδοποιήσουν την αστυνομία. Ο εργαστηριακός έλεγχος στα τηγανόψωμα και στα υπολείμματα της ζύμης, θα δείξει ότι περιείχαν παραθείο, ένα πολύ ισχυρό γεωργικό παρασιτοκτόνο.
Στο νοσοκομείο θα μεταφερθεί οι Θεόδωρος Μουστόπουλος, 60 χρονών, η σύζυγός του Ελένη, 56 ετών, ο γιος τους Κώστας, 33 ετών, η Ειρήνη Κληματσά, 46 ετών, και ο γιος της Αντώνης 24 ετών. Στο τραπέζι θα βρεθούν και θα δηλητηριαστούν από τη Σαμπανιώτη, άλλοι δύο γείτονες, χωρίς να έχουν κάποια σχέση με την “υπόθεση”. Πρόκειται για τους Ραχμάν και τον Σουλτάν Μαρουτπάγεφ, 25 και 30 ετών αντίστοιχα.
Την επόμενη μέρα ο Θεόδωρος Μουστόπουλος θα καταλήξει. Μέσα στους επόμενους δύο μήνες την ίδια τύχη θα έχουν και η Ειρήνη Κληματσά με τον γιο της.
Ως ύποπτη για τη δηλητηρίαση και τελικά για τη δολοφονία τριών ανθρώπων θα συλληφθεί τρεις μέρες αργότερα μία γειτόνισσά τους. “Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκε το δηλητήριο στη ζύμη”, θα πει η Μαρία Σαμπανιώτη. “Νέα νοικοκυρά είμαι; Δεν γίνεται να μπέρδεψα το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και έμπλεξα.”. Οι καταθέσεις που θα ακολουθήσουν θα ξεκαθαρίσουν το κίνητρό της.
Η 56χρονη ήθελε να παντρέψει τις κόρες της με τους γιους τον δύο οικογενειών, όμως οι μητέρες τους είχαν αρνηθεί.
Οι δημοσιογράφοι που επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο τη μητέρα του ενός θύματος, την άκουσαν να τους περιγράφει τη σχέση της με τη δολοφόνο. Η Σαμπανιώτη πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι της, και της είχε ξεκαθαρίσει ότι ήθελε “τον Κώστα για γαμπρό”. Το θύμα της είχε πει: “είναι ακόμα πολύ νωρίς για γάμους”.
“Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, είχε έρθει για να μ’ ευχαριστήσει, έτσι είπε, κι έφερε τη ζύμη για να φτιάξω τηγανόψωμα για τα παιδιά. Ο γιος μου είχε καλεσμένους δύο φίλους του από τη Ρωσία, τους Σουλτάν και Γιάννη. Κατά τις 4 αρχίσαμε να τρώμε και κατά τις 5 πέσαμε όλοι κάτω σαν κοτόπουλα”.
Οι αστυνομικοί σχημάτισαν δικογραφία σε βάρος της και την παρέπεμψαν στον εισαγγελέα, με την ίδια να αρνείται συνεχώς τις κατηγορίες και να ισχυρίζεται ότι κάποιος άλλος έριξε το δηλητήριο στη ζύμη. Μάλιστα, άφηνε υπόνοιες για μια άλλη γειτόνισσα, η οποία για καλή της τύχη εκείνη τη μέρα βρισκόταν εκτός Αθηνών. Παρόμοιο ακλόνητο άλλοθι όμως δεν είχε και η κόρη της κατηγορούμενης. Η μάνα της τόλμησε να αφήσει υπόνοιες και για εκείνη.
“Μου είχε πει η κόρη μου να πάμε για ψώνια αλλά το είχα ξεχάσει”, θα πει. “Έτσι άρχισα να φτιάχνω τη ζύμη και μάλιστα κάποια στιγμή πετάχτηκα στο σούπερ μάρκετ, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Όταν γύρισα, έπιασα πάλι τη ζύμη και τότε η κόρη μου ήρθε και μου θύμισε ότι έπρεπε να πάμε στα μαγαζιά. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι, το πήγα στην Ελένη Μουστοπούλου. Το υπόλοιπο το πήγα στην Κληματσά για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί”. Κάποιος δηλαδή έβαλε παραθείο στο ζυμάρι όσο εκείνη έλειψε για λίγο απ’ το σπίτι της, προκειμένου να σκοτώσει την ίδια.
Το παραπεμπτικό βούλευμα θα αναφέρει μεταξύ άλλων:
“Η κατηγορούμενη, χωρίς ίχνος ηθικών αναστολών, δώρισε στην κυριολεξία τον θάνατο και οδήγησε στον αφανισμό δύο οικογενειών. Πρόκειται για αδίστακτο άτομο, ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια”.
Η ίδια, στην απολογία της στο δικαστήριο θα πει:
“Ο Θεός είναι από πάνω κι αν λέω ψέματα να με κάψει. Λυπάμαι για τις τρεις ψυχούλες που έφυγαν. Δεν τους έκανα κακό. Και με τις δύο οικογένειες είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις. Τη ζύμη την είχα φτιάξει από το πρωί για να ψήσω ψωμί για την οικογένειά μου. Η κόρη μου μού ζήτησε να βγούμε για ψώνια. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι σκέφτηκα να το δώσω στην Ειρήνη Κληματσά και την Ελένη Μουστοπούλου. Στο σπίτι είχε έρθει από νωρίς η γειτόνισσά μου Αγάπη Κοασίδου. Όταν φύγαμε, κλείδωσα την πόρτα. Γύρισα και την βρήκα στο σπίτι. Είχε μπει από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Κρατούσε και μία νάιλον τσάντα. Μια φορά είχα πιει καφέ στο σπίτι της και έπαθα δηλητηρίαση. Μπορεί, όμως, να ήθελε να μας δηλητηριάσει και ο αρραβωνιαστικός της κόρης μου. Δεν τον ήθελα, ούτε κι αυτός με συμπαθούσε”.
“Η μεγάλη μου κόρη ήταν τότε 16-17 ετών και ήδη αρραβωνιασμένη, ενώ η μικρή πήγαινε ακόμη στο σχολείο. Ήθελα να τις σπουδάσω, όχι να τις παντρέψω”.
Το δικαστήριο δεν θα πειστεί και θα την καταδικάσει τον Μάιο του 1993 σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 25 ετών. Στο άκουσμα της ετυμηγορίας, η Σαμπανιώτη θα λιποθυμήσει μέσα στην αίθουσα. Δευτερόλεπτα πριν, το ακροατήριο θα την ακούσει να φωνάζει:
“Δεν έχω κάνει τίποτα. Καν’ τε μου τον ορό της αλήθειας”.
Ένα ασθενοφόρο θα τη μεταφέρει στο νοσοκομείο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού.
Θα παραμείνει στη φυλακή για 19 χρόνια και θα αποφυλακιστεί το 2011 από τις φυλακές του Ελαιώνα Θήβας, συνεχίζοντας να δηλώνει αθώα όλα αυτά τα χρόνια, σε δημοσιογράφους και στο Εφετείο.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2011 στην εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα’, σε ερώτηση αν τη φοβούνταν οι άλλες κρατούμενες, είχε πει:
“Α πα πα πα! Ποια να φοβηθεί εμένα; Εγώ όταν ήμουν καλά τους μαγείρευα εκεί πέρα. Αυτοί που ήταν εκεί πολλές φορές τελείωναν το φαγητό και έρχονταν να το πάρουν το δικό μου από τα χέρια. Εμένα όχι μόνο να με φοβηθούν αλλά έτρωγαν από το φαγητό μου. Και ακόμα και αντίδωρο από την εκκλησία να έπαιρνα και εκείνο το ζητούσαν. Οτιδήποτε”.
Και θα επιμείνει για την αθωότητά της:
“Εγώ τόσα χρόνια μέσα στη φυλακή έχασα την υγεία μου. Ο Θεός το ξέρει. Δεν έκανα κακό, όχι. Δεν είχα τύψεις καθόλου. Μέρα νύχτα έκλαιγα και έλεγα: Αν ήταν στη ζωή η κυρία Ειρήνη, εμένα εδώ μέσα δεν θα με άφηνε.
(…) Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Στενοχωριόμουν για αυτή τη γυναίκα και έλεγα ότι και η αδερφούλα μου να ήταν και το παιδί μου να ήταν, τέτοιο πόνο δεν θα ένιωθα. (…) Ο Θεός να τους δώσει μεγάλη υπομονή αλλά εγώ δεν φταίω, δεν φταίω. Χίλιες φορές να με χτύπαγε αυτοκίνητο παρά να γινόταν αυτό. Αυτό πολύ με στενοχώρησε πάρα πολύ. Και μέσα στο δικό μου σπίτι. Εγώ ούτε για κατσαρίδα δεν είχα δηλητήριο”.
Πάνω στην ιστορία της Μαρίας Σαμπανιώτη, στηρίχτηκε το σενάριο του επεισοδίου ‘Αρραβωνιάσματα’ της 10ης Εντολής, το οποίο προβλήθηκε το 2006.
Μόνο ένας ηλίθιος θα έτρωγε φαγητό από ουσιαστικά αγνώστους, γιατί και οι γείτονες αλλά και συγγενείς μπορεί να μας είναι στην πραγματικότητα άγνωστοι και οι σχέσεις με αυτούς επιφανειακές και τυπικές…