Μια νέα μελέτη, διαπίστωσε ότι τόσο η διάρκεια όσο και η ποιότητα του ύπνου, μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2.
Οι επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου CHA στη Σεούλ, εξέτασαν δεδομένα από 8.816 εθελοντές, οι οποίοι ήταν 40-69 ετών όταν εγγράφηκαν στη μελέτη.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν σε εξετάσεις και συμπλήρωναν ερωτηματολόγια ύπνου.
Ο ύπνος ταξινομήθηκε με βάση τη διάρκειά του σε τέσσερις κατηγορίες: κάτω από 6 ώρες κάθε βράδυ, 6-7 ώρες, 8-9 ώρες, 10 ώρες και πάνω.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης την ποιότητα του ύπνου των συμμετεχόντων με βάση την κλίμακα Epworth Sleepiness Scale ή ESS, η οποία μετρά την υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας.
Στη διάρκεια των 14 ετών που διήρκεσε η παρακολούθηση, οι 1.630, δηλαδή ποσοστό 18%, ανέπτυξαν διαβήτη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος διαβήτη ήταν ιδιαίτερα αυξημένος για τους συμμετέχοντες που κοιμόντουσαν πάρα πολύ και πολύ λίγο.
Ειδικότερα, όσοι εθελοντές κοιμόντουσαν καθημερινά 10 ή περισσότερες ώρες, διέτρεχαν κατά 35% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Όσοι κοιμόντουσαν λιγότερες από 6 ώρες, είχαν 11% μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη. Τον μικρότερο κίνδυνο διαβήτη αντιμετώπιζαν όσοι κοιμόντουσαν 8-9 ώρες.
Η σχέση της ποιότητας του ύπνου με τον διαβήτη ήταν δοσοεξαρτώμενη, δηλαδή όσο χειρότερη ήταν η ποιότητά του, τόσο περισσότερο κινδύνευαν οι εθελοντές.
Όσοι αισθάνονταν εντονότερη υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας, είχαν κατά 61% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Clinical Medicine.