Στις 9 Μάη του 1978 η ιταλική αστυνομία ανακάλυπτε μετά από ανώνυμο τηλεφώνημα το γαζωμένο από δέκα σφαίρες το πτώμα του Χριστιανοδημοκράτη πρώην πρωθυπουργού της χώρας (1963-1968 και 1974-1976) Άλντο Μόρο. Επρόκειτο ίσως για τη διασημότερη πολιτική δολοφονία του 20ου αιώνα μετά από εκείνη του Τζον Κένεντι, και το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τα πλήρη κίνητρα και τον ακριβή αριθμό όσων εμπλέκονταν ή γνώριζαν για τη δολοφονία παραμένει πυκνό μέχρι σήμερα, καθιστώντας σχεδόν αξεδιάλυτο το κουβάρι με τις θεωρίες συνωμοσίας, λιγότερο ή περισσότερο αληθοφανείς, που προτάθηκαν κατά καιρούς.
Το πτώμα βρέθηκε σ’ ένα Ρενώ στην οδό Καετάνι, τοποθετημένο ανάμεσα στα κτίρια που στεγάζονταν τα γραφεία του Χριστιανοδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού κόμματος. Η τοποθέτηση αυτή, εκτός του ότι για κάποιους παρέπεμπε στην τριγωνική τοποθέτηση πτωμάτων κατά την πρακτική της μαφίας, είχε και πολιτικό συμβολισμό, καθώς η απαγωγή του πολιτικού είχε γίνει τη μέρα που ο ίδιος ήταν καθ’ οδόν προς την ιταλική βουλή όπου θα διεξαγόταν συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση Αντρεότι με στήριξη των κομμουνιστών. Θα επρόκειτο για την πρώτη έμπρακτη εφαρμογή της στρατηγικής του “ιστορικού συμβιβασμού” χριστιανοδημοκρατίας και ΚΚΙ, βασικός εκπρόσωπος της οποίας ήταν το θύμα, μαζί με τον ηγέτη του ΚΚΙ Ιταλίας Μπερλίνγκουερ, που εκείνη τη χρονιά θα συγκροτούσε κι επισήμως το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα μαζί με το ΚΚ Ισπανίας και Γαλλίας.
Ο Μόρο είχε απαχθεί από μέλη της λεγόμενης “δεύτερης γενιάς” των Ερυθρών Ταξιαρχιών (οι ηγέτες της πρώτης βρίσκονταν ήδη στη φυλακή) υπό τον Μάριο Μορέτι που αργότερα καταδικάστηκε ως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, στις 16 Μάρτη 1978 στην οδό Φάνι, όταν ένοπλοι έκαναν έφοδο στο αυτοκίνητο του Μόρο κι αφού σκότωσαν πέντε ανθρώπους, τον οδηγό και τα μέλη της φρουράς του, απήγαγαν το χριστιανοδημοκράτη ηγέτη. Από τον τόπο της κράτησής του ο Μόρο έστειλε πολλά γράμματα στους ομοϊδέατες του εντός Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, στους υπουργούς και συγγενείς του, ζητώντας να τον ελευθερώσουν, ικανοποιώντας τα αιτήματα των απαγωγέων του, για την απελευθέρωση 16 κρατουμένων για συμμετοχή στις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ορισμένα από τα γράμματα περιέχουν σκληρές αιτιάσεις κατά μελών του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και του Αντρεότι προσωπικά, ενώ ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι αρκετές από αυτές δόθηκαν στη δημοσιότητα πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η κυβέρνηση, αρνούμενη κάθε διαπραγμάτευση με τους απαγωγείς, υποστήριζε σθεναρά την άποψη ότι ο Μόρο είχε υποστεί “πλύση εγκεφάλου”, προκαλώντας την αντίδραση της οικογένειάς του, ενώ δεν έλειψαν και συντηρητικοί διανοούμενοι όπως ο γνωστός δημοσιογράφος Ίντρο Μοντανέλι, που χρησιμοποίησαν σκληρά λόγια για τη στάση του Μόρο, υπονοώντας ουσιαστικά πως για να σώσει τη ζωή του ζητούσε την παράδοση της χώρας στους τρομοκράτες.
Τα αμείλικτα ερωτήματα για τις συνθήκες απαγωγής και θανάτου του Μόρο δεν περιορίζονταν στην αντιπολίτευση, αλλά επεκτείνονταν και σε βουλευτές του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, όπως ο Φρακαντσάνι, ο οποίος ζητούσε να μάθει αν και από ποιους πιεζόταν να εγκαταλείψει την πολιτική ο Μόρο πριν πεθάνει, γιατί δε διέθετε θωρακισμένη λιμουζίνα και φύλακες με αλεξίσφαιρα γιλέκα, ενώ άφηνε αιχμές για ολιγωρία της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, κοντά στην έδρα των οποίων είχε πραγματοποιηθεί η απαγωγή. Ο ίδιος βουλευτής θεωρούσε ότι πίσω από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες κρυβόταν ένα δίκτυο τρομοκρατικών οργανώσεων με διασυνδέσεις με ξένες μυστικές υπηρεσίες, υπόθεση που διατυπώνεται ευρέως κι ως σήμερα. Για τα μέτρα ασφαλείας του Μόρο πάντως φέρεται να είχε παραπονεθεί ο ίδιος ο αρχηγός της προσωπικής του φρουράς Λεονάρντι, σε έκθεσή του που χάθηκε μυστηριωδώς από τα αρχεία, όπου ανέφερε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί για την ασφάλειά του.
Ο ίδιος ο Μόρο εξάλλου είχε εκφράσει φόβους για τη ζωή του, εκμυστηρευόμενος στο φίλο του γερουσιαστή Τσερβόνε πως “θα μας κάνουν να πληρώσουμε ακριβά για την πολιτική μας”, αναφερόμενος σε εσωτερικούς κι εξωτερικούς αντιπάλους, υπογραμμίζοντας πως “δεν τον καταλάβαιναν στις ΗΠΑ κι εν μέρει στην ΟΔΓ”. Τις απόψεις του περί γερμανικής ή αμερικανικής πίεσης στην κυβέρνηση επανέλαβε και τον καιρό της κράτησής του από τους απαγωγείς σε μία από τις επιστολές του στις 10 Απρίλη 1978. Ο γερουσιαστής Τσερβόνε προχώρησε επίσης ένα βήμα παραπέρα, διερωτώμενος αν τα μέλη των ταξιαρχιών επικοινωνούσαν με κώδικες γνωστούς μόνο στα μέλη των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών κι αν η απαγωγή του είχε προαναγγελθεί λίγα λεπτά πριν, από ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτό το τελευταίο το ισχυρίζεται ο Ρέντσο Ροσελίνι, ιδιοκτήτης του Ραδιοσταθμού “Τσιτά Φουτούρα” , λέγοντας ότι 45 λεπτά πριν την απαγωγή είχε προειδοποιήσει ο ίδιος για απόπειρα δολοφονίας των Ερυθρών Ταξιαρχιών σε βάρος του Μόρο, έχοντας ενημερώσει νωρίτερα και στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Ροσελίνι, που εκείνη την περίοδο αυτοπαρουσιαζόταν ως αριστεριστής, με δράση κατά τον παρισινό Μάη του ’68, πρωτοστάτησε, με παλινωδίες από πλευράς του, στη διάδοση της θέσης περί δήθεν σοβιετικής ανάμειξης στη δολοφονία. Ο ίδιος βρέθηκε αργότερα στο Αφγανιστάν, στο πλευρό των “μαχητών της ελευθερίας” Μουτζαχεντίν κατά της ΕΣΣΔ.
Γιατί όμως ο Μόρο είχε προκαλέσει τη μήνι των ΗΠΑ; Είναι τεκμηριωμένο πως οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σφόδρα αντίθετες στην πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού, ενώ την εποχή της απαγωγής αμερικανικές πολυεθνικές είχαν αρχίσει να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από την Ιταλία στην Ελβετία, φοβούμενες προφανώς το ενδεχόμενο μιας συμμετοχής των κομμουνιστών στην εξουσία. Η ευρωκομμουνιστική στρατηγική ενσωμάτωσης που είχε επιλέξει το ΚΚΙ δεν καθησύχαζε τις αμερικανικές αρχές και τη CIA, που από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έκανε το παν για την ανάσχεση της επιρροής των κομμουνιστών στη χώρα, ενώ στα πλαίσια της διεθνούς εκστρατείας stay-behind, δρούσε στην Ιταλία από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 η επιχείρηση “Gladio”, με στόχο την προετοιμασία και εφαρμογή ένοπλης αποτροπής της κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Με τη Gladio αποδεδειγμένα είχαν επαφές τόσο ο ίδιος ο Αντρεότι, όσο και ο τότε υπουργός εσωτερικών (πολιτικός προϊστάμενος των μυστικών υπηρεσιών) κι αργότερα πρόεδρος της χώρας Κοσίγκα, που είχε φτιάξει τρεις επιτροπές έρευνας, τη μία ανεπίσημη, στη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο, παραιτούμενος μετά την ανεύρεση του πτώματός του.
Ένα από τα μέλης της τρίτης, ανεπίσημης επιτροπής, την ύπαρξη της οποίας ο Κοσίγκα αποκάλυψε μόλις το 1981, ήταν και ο Steve Pieczenik, πρώην μέλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που είχε αποσταλεί από τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ ως “ψυχολογικός ειδικός” για τη διερεύνηση της υπόθεσης Μόρο. Ο Pieczeniki λοιπόν, σε συνέντευξή του σε γαλλικό ντοκιμανταίρ του 2006 για την υπόθεση, δήλωσε πως “έπρεπε να θυσιάσουμε το Μόρο για να διατηρήσουμε τη σταθερότητα της Ιταλίας”, προσθέτοντας πως έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, με την απόφαση της δολοφονίας του να λαμβάνεται στην τέταρτη βδομάδα της κράτησής του, όταν άρχισε να αποκαλύπτει κρατικά μυστικά στις επιστολές του, και πιο συγκεκριμένα την ύπαρξη της Gladio. O ίδιος ο Κοσίγκα είχε παραδεχθεί ότι η επιτροπή άφησε να διαρρεύσει ψευδής δήλωση αποδιδόμενη στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ότι ο Μόρο είχε πεθάνει.
Πολύς λόγος κατά καιρούς έχει γίνει για την παρουσία διαφόρων ανδρών των μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας στο σημείο της απαγωγής, με σχετικούς ισχυρισμούς να αναδύονται επίμονα μέσα στα χρόνια. Πιο πρόσφατη σχετική περίπτωση ήταν το 2014 εκείνη του Ενρίκο Ρόσι, επί 30 χρόνια επιθεωρητή της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας της ιταλικής αστυνομίας, που έκανε λόγο για την παρουσία δύο ανδρών των μυσικών υπηρεσιών σε μοτοσικλέτα Χόντα στο σημείο της απαγωγής, με στόχο να προστατευτούν οι τρομοκράτες από τυχόν παρεμβολές στις πράξεις του. Παράλληλα, υποστήριξε πως στον ίδιο δρόμο βρισκόταν κι ένας συνταγματάρχης της υπηρεσίας πληροφοριών Sismi, κι ότι παλιότερα ένας από τους επιβαίνοντες στη μοτοσικλέτα, βασανιζόμενος από τύψεις έστειλε ανώνυμη επιστολή σε ιταλική εφημερίδα, με την αστυνομία να λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της. Η εισαγγελία της Ρώμης έσπευσε να χαρακτηρίσει αβάσιμες τις εν λόγω δηλώσεις, όπως γενικότερα οι επίσημες ιταλικές αρχές αντιμετώπιζαν παραδοσιακά ως ατεκμηρίωτη συνωμοσιολογία κάθε ένδειξη εμπλοκής του ιταλικού (παρα)κράτους και του αμερικανικού παράγοντα στην υπόθεση.