Η ενέδρα στο Γουόρεν Πόιντ (Warrenpoint), γνωστή κι ως η ενέδρα στο Narrow Water, ή το μακελειό του Γοοόρεν Πόιντ ή το μακελειό του Narrow Water, ήταν μια επιτυχημένη αντάρτικη επίθεση από τον Προσωρινό Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA) στις 27 Αυγούστου 1979.
Η Ταξιαρχία του Νότιου Αρμά (South Armagh) του IRA έστησε ενέδρα σε ένα κομβόι του Βρετανικού Στρατού πυροδοτώντας δύο ισχυρές βόμβες στην άκρη του δρόμου στο Κάστρο του Narrow Water, έξω από το Γουόρεν Πόιντ (Warrenpoint) της Βόρειας Ιρλανδίας.
Δεκαοκτώ Βρετανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και πάνω από είκοσι τραυματίστηκαν σοβαρά, καθιστώντας την την πιο θανατηφόρα επίθεση εναντίον του Βρετανικού Στρατού κατά τη διάρκεια των Ταραχών (1969-1998). Ένας Άγγλος πολίτης σκοτώθηκε επίσης και ένας Ιρλανδός πολίτης τραυματίστηκε, και οι δύο από Βρετανούς στρατιώτες που πυροβόλησαν μετά την πρώτη έκρηξη προς την άλλη πλευρά των συνόρων. Η επίθεση συνέβη την ίδια ημέρα που ο IRA δολοφόνησε τον Λόρδο Μαουνμπάτεν (Lord Mountbatten), μέλος της Βρετανικής βασιλικής οικογένειας.
Η ενέδρα
Η ενέδρα πραγματοποιήθηκε στον δρόμο Α2 στο Κάστρο του Narrow Water, λίγο έξω από το Γουόρεν Πόιντ, στο νότο της Κομητείας Ντάουν (County Down) στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο δρόμος και το κάστρο βρίσκονται στη βόρεια όχθη του ποταμού Νιούρι (επίσης γνωστός ως ποταμός Clanrye), που σηματοδοτεί τα σύνορα μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.
Η πλευρά του ποταμού που βρίσκεται στην Δημοκρατία (Ιρλανδία), η χερσόνησος Cooley στην Κομητεία Louth, ήταν ιδανικό σημείο για στήσιμο ενέδρας: είχε πυκνή βλάστηση, η οποία κάλυπτε τους ενεδρεύοντες και το ποτάμι-σύνορο εμπόδιζε τις Βρετανικές δυνάμεις να τους κυνηγήσουν.
Η πρώτη έκρηξη
Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, ένα κομβόι του Βρετανικού Στρατού με ένα Land Rover και δύο φορτηγά τεσσάρων τόνων που μετέφεραν στρατιώτες του 2ου Τάγματος του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών κατευθυνόταν από τον Στρατώνα Μπαλικίνλερ (Ballykinler Barracks) στο Νιούρι. Ο Βρετανικός Στρατός γνώριζε τους κινδύνους της χρήσης του δρόμου κατά μήκος του ποταμού Νιούρι και συχνά απέφευγε να τον χρησιμοποιεί.
Ωστόσο, μερικές φορές έπρεπε να τον χρησιμοποιούν για να αποφύγουν την δημιουργία ενός μοτίβου. Στις 16:40, καθώς το κομβόι περνούσε από το Κάστρο του Narrow Water, μια βόμβα νιτρικής αμμωνίας (δηλαδή λιπάσματος, γνωστή κι ως ANFO) 360 κιλών, κρυμμένη ανάμεσα σε αχυρόμπαλες σε ένα σταθμευμένο επίπεδο τρέιλερ, πυροδοτήθηκε με τηλεχειρισμό από μέλη του IRA που παρακολουθούσαν από την άλλη πλευρά των συνόρων στην Κομητεία Louth.
Η έκρηξη έπληξε το τελευταίο φορτηγό του κομβόι, το έριξε στο πλάι και σκότωσε αμέσως έξι αλεξιπτωτιστές, των οποίων τα πτώματα διασκορπίστηκαν σε όλο το πλάτος του δρόμου. Υπήρχαν μόνο δύο επιζώντες ανάμεσα στους στρατιώτες που επέβαιναν στο φορτηγό και οι δύο τραυματίστηκαν σοβαρά. Ο οδηγός του φορτηγού, Anthony Wood, ήταν ένα από τα θύματα. Το μόνο που απέμεινε από το σώμα του Wood ήταν η λεκάνη του, κολλημένη στο κάθισμα εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας που προκάλεσε η έκρηξη.
Σύμφωνα με τους στρατιώτες, αμέσως μετά την έκρηξη δέχτηκαν πυρά από καραμπίνες από το δάσος στη χερσόνησο Cooley, στην άλλη πλευρά των συνόρων, και αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε από δύο εποχικούς πυροσβέστες που βοήθησαν τους τραυματίες, και ήταν «σίγουροι ότι είχαν πυροβοληθεί από την πλευρά του ποταμού που βρίσκεται στο Omeath».
Λίγες στιγμές αργότερα, δύο μέλη του IRA που συνελήφθησαν από την Garda Síochána (αστυνομία της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας) ως ύποπτοι για το στήσιμο της ενέδρας, ενώ εντοπίστηκαν και ίχνη πυρίτιδας στα χέρια τους και στη μοτοσικλέτα που επέβαιναν. Στην πρώτη ανακοίνωση σχετικά με το περιστατικό, ο IRA αρνήθηκε ότι έπεσαν οποιοιδήποτε πυροβολισμοί προς τα στρατεύματα, και σύμφωνα με τους ερευνητές της Βασιλικής Χωροφυλακής του Όλστερ (Royal Ulster Constabulary -RUC), οι στρατιώτες μπορεί να εξέλαβαν ως εχθρικά πυρά τον ήχο από πυρομαχικά που εξερράγησαν. Ωστόσο, κατά την επίσημη έρευνα, οι στρατιώτες δήλωσαν ενόρκως ότι είχαν δεχτεί πυρά.
Οι επιζώντες αλεξιπτωτιστές έστειλαν επείγον σήμα για βοήθεια, και στάλθηκαν ενισχύσεις οδικώς στο σημείο. Μια μονάδα ταχείας αντίδρασης στάλθηκε με ελικόπτερο Gazelle, αποτελούμενο από τον αντισυνταγματάρχη David Blair, διοικητή των Highlanders της Βασίλισσας (Queen’s Own Highlanders -Σκωτσέζικη μονάδα του Βρετανικού Στρατού), τον διαβιβαστή του, υποδεκανέα Victor MacLeod και στρατιωτικούς γιατρούς. Ένα άλλο ελικόπτερο, ένα Wessex, προσγειώθηκε για να παραλάβει τους τραυματίες. Ο αντισυνταγματάρχης Μπλερ ανέλαβε τη διοίκηση από την στιγμή που κατέφθασε στο σημείο.
Οι πυροβολισμοί στα ξαδέλφια Χάντσον
Ο Γουίλιαμ (Μπιλ) Χάντσον, ένας 29χρονος από το Λονδίνο, σκοτώθηκε από τον Βρετανικό Στρατό και ο ξάδερφος του Μπάρι Χάντσον, κάτοικος του Dingle, τραυματίστηκε από πυροβολισμούς που ρίχτηκαν στην απέναντι πλευρά, στο Carlingford Lough στο Omeath, ένα χωριό τη χερσόνησο Cooley στο βορρά της Κομητείας Louth στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Το δίδυμο ήταν συνεργάτες στην εταιρεία “Hudson Amusements” και λειτουργούσαν το λούνα παρκ τους στο Omeath καθ’ όλη τη διάρκεια του Γκαλά του Omeath . Όταν ακούστηκε η πρώτη έκρηξη απέναντι από το Lough, το δίδυμο κατέβηκε στην όχθη για να δει τι συνέβαινε. Πήγαν στο Narrow Water, στη νότια πλευρά, για να έχουν καλύτερη εικόνα του τι συνέβαινε βόρεια του Lough. Ο Μπάρι Χάντσον πυροβολήθηκε στο χέρι και καθώς έπεφτε στο έδαφος είδε τον ξάδελφό του, ο οποίος ήταν γιος ενός αμαξά του Παλατιού του Μπάκιγχαμ, να πέφτει στο έδαφος. Αυτός πέθανε σχεδόν αμέσως.
Η δεύτερη έκρηξη
Ο IRA είχε μελετήσει πώς συμπεριφερόταν ο Βρετανικός Στρατός μετά από έκρηξη βόμβας και προέβλεψε σωστά ότι θα στήσουν ένα σημείο διοίκησης συμβάντος (ICP -incident command point) στην πέτρινη πύλη στην άλλη πλευρά του δρόμου. Στις 17:12, τριάντα δύο λεπτά μετά την πρώτη έκρηξη, άλλη μια βόμβα 360 κιλών εξερράγη στην πύλη, καταστρέφοντάς την και εκτοξεύοντας κομμάτια γρανίτη στον αέρα. Πυροδοτήθηκε ενώ το ελικόπτερο Wessex απογειωνόταν μεταφέροντας τραυματίες στρατιώτες. Το ελικόπτερο υπέστη ζημιά από την έκρηξη, αλλά δεν συνετρίβη.
Το Κάστρο του Narrow Water
Η δεύτερη έκρηξη σκότωσε δώδεκα στρατιώτες: δέκα από το Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών και δύο από τους Highlanders της Βασίλισσας (Queen’s Own Highlanders). Ο αντισυνταγματάρχης Μπλερ ήταν ο ανώτερος αξιωματικός του Βρετανικού Στρατού που είχε σκοτωθεί μέχρι τότε στις Ταραχές στην Βόρεια Ιρλανδία.
Μόνο μία από τις επωμίδες του Συνταγματάρχη Μπλερ απέμεινε ώστε να τον αναγνωρίσουν, καθώς το σώμα του εξαϋλώθηκε κατά την έκρηξη. Η επωμίδα μεταφέρθηκε από τον Ταξίαρχο David Thorne από το σημείο της έκρηξης σε μια ενημέρωση ασφαλείας στην πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher) για να «αναδείξει τον ανθρώπινο παράγοντα» της επίθεσης.
Ο Μάικ Τζάκσον, τότε ταγματάρχης του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, βρέθηκε στο σημείο αμέσως μετά τη δεύτερη έκρηξη και αργότερα περιέγραψε ότι είδε ανθρώπινες σορούς διάσπαρτες πάνω στο δρόμο, μέσα στο νερό και να κρέμονται από τα δέντρα. Του ζητήθηκε να αναγνωρίσει το πρόσωπο του φίλου του, Ταγματάρχη Peter Fursman, ακόμα αναγνωρίσιμο αν και είχε ξεκολλήσει από το κεφάλι του εξαιτίας της έκρηξης και και είχε εντοπιστεί στο νερό από δύτες των Βασιλικών Μηχανικών.
Ο φωτορεπόρτερ Peter Molloy, ο οποίος έφτασε στο σημείο μετά την πρώτη έκρηξη, παρά λίγο να πυροβοληθεί από έναν θυμωμένο αλεξιπτωτιστή που τον είδε να φωτογραφίζει τους νεκρούς και τους ετοιμοθάνατους αντί να προσφέρει βοήθεια στους τραυματίες. Ο στρατιώτης συγκρατήθηκε από τους συναδέλφους του. Ο Molloy είπε: «Μου φώναζαν και με αποκαλούσαν κάθε λογής πράγματα, αλλά κατάλαβα το γιατί. Είχα μπουκάρει στην χειρότερη μέρα της ζωής αυτών των ανθρώπων και είχα τραβήξει φωτογραφίες αυτής».
Τι ακολούθησε
Η ενέδρα του Γουόρεν Πόιντ ήταν μια νίκη προπαγάνδας για τον IRA (φωτό). Ήταν η πιο θανατηφόρα επίθεση εναντίον του Βρετανικού Στρατού κατά τη διάρκεια των Ταραχών και η μεγαλύτερη απώλεια του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με 16 νεκρούς αλεξιπτωτιστές.
Ο στρατηγός Σερ Τζέιμς Γκλόβερ, διοικητής των Βρετανικών δυνάμεων στη Βόρεια Ιρλανδία, αργότερα δήλωσε ότι ήταν «αναμφισβήτητα η πιο επιτυχημένη και σίγουρα μία από τις καλύτερα σχεδιασμένες επιθέσεις του IRA σε ολόκληρη την εκστρατεία» (δηλαδή την περίοδο 1969-1998). Η ενέδρα πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα που ο Λόρδος Μάουνμπατεν, εξέχον μέλος της Βρετανικής βασιλικής οικογένειας, σκοτώθηκε από βόμβα του IRA στο σκάφος του στο Mullaghmore, μαζί με άλλους τρεις.
Οι Ρεπουμπλικάνοι (οι Καθολικοί υποστηρικτές της Ενωμένης Ιρλανδίας, όπως ο IRA) χαρακτήρισαν την επίθεση αντίποινα για την Ματωμένη Κυριακή (Bloody Sunday) του 1972, όταν το Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών σκότωσε 13 άοπλους πολίτες κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Ντέρι. Γκράφιτι εμφανίστηκαν σε Ρεπουμπλικανικές περιοχές που έγραφαν ότι οι «13 έφυγαν και δεν ξεχάστηκαν, πήραμε 18 και τον Μάουντμπατεν».
Την επομένη μετά τις επιθέσεις στον Μάουντμπατεν και το Γουόρεν Πόιντ, το Ulster Volunteer Force (ένοπλη παραστρατιωτική οργάνωση Νομιμόφρονων -Προτεστάντες υποστηρικτές της παραμονής της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο) πυροβόλησε και σκότωσε τον 43χρονο Καθολικό John Patrick Hardy, στο σπίτι του στο κτήμα New Lodge του Μπέλφαστ. Ο Χάρντι έγινε στόχος λόγω της εσφαλμένης πεποίθησης ότι ήταν μέλος του IRA.
Αμέσως μετά την ενέδρα, οι εθελοντές του IRA, Brendan Burns και Joe Brennan συνελήφθησαν από την Gardaí (αστυνομίας της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας). Τους σταμάτησαν ενώ επέβαιναν σε μοτοσικλέτα σε δρόμο απέναντι από το Κάστρο του Narrow Water. Αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Ο Μπερνς πέθανε το 1988 όταν μια βόμβα που επεξεργαζόταν εξερράγη πρόωρα. Το 1998, το πρώην μέλος του IRA, Eamon Collins ισχυρίστηκε ότι ο Μπερνς ήταν ένας από αυτούς που πραγματοποίησαν την ενέδρα στο Γουόρεν Πόιντ. Κανείς δεν κατηγορήθηκε πότε ποινικά.
Σύμφωνα με τον Τόμπι Χάρντεν, η επίθεση «προκάλεσε ρήγμα» ανάμεσα στον Στρατό και το RUC (Βασιλική Χωροφυλακή του Όλστερ). Ο υποστράτηγος Sir Timothy Creasey, Γενικός Διοικητής της Βόρειας Ιρλανδίας, πρότεινε στη Μάργκαρετ Θάτσερ να επανέλθει ο εγκλεισμός (internment) και ότι ο σύνδεσμος με την Gardaí θα έπρεπε να αφεθεί στα χέρια του στρατού.
Ο Σερ Κένεθ Νιούμαν, αρχηγός του RUC, ισχυρίστηκε αντίθετα ότι η πρακτική του Βρετανικού Στρατού, από το 1975 να εφοδιάζει τις φρουρές του στην Κομητεία του Νότιου Αρμά με ελικόπτερο, έδινε υπερβολική ελευθερία κινήσεων στον IRA. Ένα αποτέλεσμα της ενέδρας ήταν ο διορισμός του Σερ Μορίς Όλντφιλντ στην νέα θέση του Συντονιστή Πληροφοριών Ασφαλείας στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο ρόλος του ήταν ο συντονισμός των πληροφοριών μεταξύ του στρατού, της MI5 και του RUC. Ένα άλλο ήταν η αύξηση της δύναμης του RUC κάτα 1.000 μέλη.
Πηγή: thetruth.gr