Η εξαθλίωση της ελληνικής οικονομίας – Ο συνεχόμενος κατήφορος και η απαξίωση της εργασίας στην Ελλάδα

Κοινοποίηση:

Η Ελλάδα συνεχίζει να κινείται σε έναν κατηφορικό φαύλο κύκλο που δεν επιτρέπει τη μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη της – ενώ η σημερινή είναι ευκαιριακή, οφειλόμενη κυρίως στον τουρισμό που έχει φτάσει στα όρια του, αφού το «μαζικό μοντέλο» του είναι χρεοκοπημένο, εκτός του ότι εισάγει το 75% των αναγκών του αυξάνοντας το εμπορικό μας έλλειμμα και δεν είναι συνδεδεμένος με την εγχώρια παραγωγή. Γραφήματα που τεκμηριώνουν τη δεινή κατάσταση της οικονομίας μας.

Ξεκινώντας από την παραγωγικότητα της εργασίας, όπως υπολογίζεται με βάση το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε ελάχιστα (από 38.800 σε 39.100 ευρώ) μεταξύ 2019 και 2023 – με την Ελλάδα να είναι στην προτελευταία θέση της ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία (γράφημα).

Η μέση ετήσια παραγωγικότητα του επιχειρηματικού τομέα την περίοδο 2009-2023 στην Ελλάδα ήταν ελαφρώς αρνητική – κάτι που την κατατάσσει στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. για τη συγκεκριμένη περίοδο.

Ενδιαφέρον έχει εδώ η επιστροφή της κερδοφορίας των επιχειρήσεων στο 2008 – ενώ συνεχίζει να απαξιώνεται η εργασία στην Ελλάδα, σε όρους αγοραστικής αξίας του μέσου ακαθάριστου μισθού, έχοντας καταρρεύσει σε σχέση με το 2008.

Ειδικότερα, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές ήταν το 2023 κατά 28,38% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2010 – κάτι που συνιστά τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε.

Σε σχέση με την κατανάλωση, εξακολουθεί να υπερέχει έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων στο ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2ου τριμήνου του 2024, συνεισφέροντας το 88,7% του συνόλου – όπως ακριβώς συνέβαινε το 2009. Η δε ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στο 70% – παραμένοντας αμετάβλητη εδώ και δεκαετίες.

Όσον αφορά τις προβλέψεις της κυβέρνησης για τις επενδύσεις, για τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, είναι οι χαμηλότερες στην ΕΕ και ανέκαθεν λανθασμένες προς τα κάτω – ενώ βιώσιμη ανάπτυξη και αξιοπρεπείς μισθοί χωρίς επενδύσεις, είναι ανέφικτα.

Η ελληνική βιομηχανία συμμετέχει στο ΑΕΠ μόλις με 9,2% έναντι 14,9% του μέσου της ΕΕ – ενώ είναι τέταρτη από το τέλος, ξεπερνώντας μόνο το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα και την Κύπρο. Μεγαλύτερο πρόβλημα της το κόστος ενέργειας που είναι απρόσιτο στην Ελλάδα – λόγω του χρηματιστηρίου ενέργειας του Χατζηδάκη, όπου η χώρα μας είναι η μοναδική στην ΕΕ που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο το 100% της αγοράς ενέργειας.

Για παράδειγμα, από τα 301 εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων που έχει η Ευρώπη, στην Τουρκία υπάρχουν 17, στη Σερβία 3, στην Πολωνία 18, στην Πορτογαλία 5 κοκ. – ενώ ακόμη και στα Σκόπια υπάρχει ένα, με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση μας όμως στηρίζει την εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων AVIS, η οποία στη χώρα μας ανήκει πλειοψηφικά στον Τούρκο επιχειρηματία Κοτς, δίνοντας της 200.000.000 € από το ταμείο ανάκαμψης – 200 εκ. €!» Τι άλλο μπορεί να προσθέσει κανείς για το κατάντημα της Ελλάδας, όπου δήθεν η κυβέρνηση θέλει να αλλάξει το παραγωγικό μας μοντέλο; Επίσης για τις «υπόγειες διαδρομές», όπου δεν μας έφτανε η πολιτική διαπλοκή με την εγχώρια και ευρωπαϊκή Ολιγαρχία, αλλά προστέθηκε επί πλέον η τουρκική; Απλά ντρέπεται ή/και εξοργίζεται!

Ο κατήφορος

Σε γενικές γραμμές τώρα το βασικό μέγεθος, από το οποίο εξαρτάται η ελληνική οικονομία, είναι η ανταγωνιστικότητα – η οποία με τη σειρά της έχει κυρίως σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας που είναι κάτω από το 50% της μέσης στην ΕΕ, ενώ από αυτήν εξαρτώνται οι μισθοί (άρα η ιδιωτική κατανάλωση που στηρίζει το ΑΕΠ), οι ασφαλιστικές εισφορές (οπότε το συνταξιοδοτικό και οι βελτιωμένες υπηρεσίες υγείας), οι αποταμιεύσεις (από τις οποίες εξαρτώνται οι εγχώριες επενδύσεις), τα φορολογικά έσοδα χωρίς υπερφορολόγηση κοκ.

Η άνοδος τώρα της παραγωγικότητας της εργασίας, εξαρτάται από τις επενδύσεις – οι οποίες ευρίσκονταν στο 13,9% του ΑΕΠ το 2023, έναντι 21,8% της ΕΕ κατά το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής (το 2008 ήταν στο 22,9% στην Ελλάδα), παρά το τεράστιο επενδυτικό μας κενό της τάξης των 130 δις € κατά τη μελέτη Πισσαρίδη.

Εκτός αυτού, αφορούν κυρίως τα ακίνητα με τη «στήριξη» των πλειστηριασμών και τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις – μόλις κατά 5% τη βιομηχανία. Στις χαμηλές επενδύσεις, όπου το 2023 είμαστε τελευταίοι στην ΕΕ (γράφημα), οφείλεται το θηριώδες εμπορικό μας έλλειμμα – άνω των 20 δις € το πρώτο 8μηνο του 2024, ενώ μειώνει ανάλογα το ΑΕΠ μας.

Επίσης το γεγονός ότι, είμαστε τρίτοι από το τέλος στις εξαγωγές αγαθών στην ΕΕ παρά την άνοδο τους, πάντοτε ως ποσοστό του ΑΕΠ (γράφημα).

Επομένως, η οικονομική πολιτική της χώρας μας θα πρέπει να έχει ως κέντρο βάρους τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών/κινήτρων που θα αυξήσουν τις παραγωγικές επενδύσεις – κατά την άποψη μας στον τεχνολογικό πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση, στη βιομηχανία (ιδίως στην αμυντική), καθώς επίσης στην υψηλή τεχνολογία, με ειδικά φορολογικά κίνητρα για τις παραμεθόριες περιοχές (όπως χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, ανταγωνιστικούς στις γειτονικές χώρες, μεταξύ άλλων για να επιστρέψουν οι φορολογικές έδρες των ελληνικών επιχειρήσεων από τη Βουλγαρία, για να μην ψωνίζουν τρόφιμα και να μη βάζουν βενζίνη οι Έλληνες από την Τουρκία κλπ.).

Περαιτέρω, επενδύσεις όταν μειώνονται οι αποταμιεύσεις (-5,6% το 2024 έναντι +15,6% στην Ευρωζώνη) και δεν υπάρχει βιώσιμος τραπεζικός δανεισμός για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (από το 2019 έως το 2023 ο καθαρός τραπεζικός δανεισμός έχει υποχωρήσει κατά 2%, πάνω από 87% οδηγείται στο δημόσιο και τα επιτόκια χορηγήσεων είναι στα ύψη), είναι αδύνατον να διενεργηθούν – πόσο μάλλον όταν το δημόσιο είναι δυσλειτουργικό λόγω γραφειοκρατίας (είμαστε στη θέση 150 στον κρατισμό, σε 165 χώρες, στη 113η   στις οικονομικές ελευθερίες) και η δικαιοσύνη εξαιρετικά αργή.

Όσον αφορά τα κεφάλαια του Ταμείου Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, όπου έχουν ήδη εισπραχθεί 18,1 δις € και απομένουν άλλα τόσα, ένα ελάχιστο μόνο μέρος τους έχει διοχετευθεί στην οικονομία, κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις – κάτω του 25% κατά την ΤτΕ.

Την ίδια στιγμή, επιβαρύνεται σε μεγάλο βαθμό το κόστος λειτουργίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οπότε η ανταγωνιστικότητα τους, με την επίκληση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής που δεν συνοδεύεται ως όφειλε από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών – με τα POS, με τη σύνδεση τους με τις ταμειακές μηχανές, με το κόστος των λογιστών που προκαλείται από τις ελεγκτικές εργασίες, με τις οποίες τους επιβαρύνει η ΑΑΔΕ, ακόμη και αναδρομικώς, με τα νέα τεκμήρια κερδοφορίας κοκ.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, αυξήθηκε ξανά στο 3,2% τον Οκτώβριο στην Ελλάδα – ενώ μόλις 2% στην Ευρωζώνη». Σημαίνει ότι, πρόκειται για πληθωρισμό των καρτέλ που λυμαίνονται τη χώρα, με τη βοήθεια της κυβέρνησης – αφού οι τιμές αυξάνονται, παρά τη μειωμένη ζήτηση λόγω φτωχοποίησης των Ελλήνων, μεταξύ άλλων εξαιτίας της υπερφορολόγησης. Σημαίνει επίσης ότι, η άνοδος των τιμών θα εξανεμίσει τους μισθούς και τις συντάξεις – οπότε θα γονατίσει τις μικρομεσαίες εισοδηματικές τάξεις. Τέλος σημαίνει ότι, μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, λόγω της διευρυνόμενης διαφοράς με την Ευρωζώνη – οπότε πως θα μειωθούν ξανά οι εξαγωγές, θα αυξηθούν οι εισαγωγές και θα εκτοξευθεί το εμπορικό μας έλλειμμα.

Σε σχέση με την ανεργία, στην αρχή του 2024, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι απασχολούμενοι κατά την ΕΛΣΤΑΤ ήταν 4.233.000 και οι άνεργοι 530.900 – οπότε το εργατικό δυναμικό ήταν 4.763.900 (=το σύνολο και των δύο), ενώ το ποσοστό ανεργίας υπολογιζόταν στο 11,1%. Τον Αύγουστο τώρα του 2024, το ποσοστό ανεργίας παρουσιάζει μια θεαματική μείωση σε 9,5% – με τους ανέργους να υπολογίζονται στις 444.000 ή 86.900 λιγότερους. Όμως, οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν μόλις κατά 19.000 και όχι κατά 86.900, στους 4.252.000 – οπότε το εργατικό δυναμικό ήταν 4.696.000 ή 67.900 λιγότερο από τον Ιανουάριο.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι, η μείωση της ανεργίας δεν οφείλεται στην ικανότητα της Ελλάδας να δημιουργεί απασχόληση και παραγωγικότητα – αλλά στην τεχνητή μείωση του ποσοστού ανεργίας, μέσω της μείωσης του εργατικού δυναμικού. Με απλά λόγια, ενώ το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε μόλις κατά 0,2%, η ανεργία μειώθηκε κατά 1,6% – τεκμηριώνοντας πως η μέτρηση της είναι πλασματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στο εργατικό δυναμικό δε, περιλαμβάνονται οι 200.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι – οι οποίοι δεν δημιουργούν νέα απασχόληση, αλλά απλά διατηρούν τις θέσεις εργασίας που ήδη είχαν, προς όφελος του δημοσίου λόγω των εισφορών (συχνά και των επιχειρήσεων, αφού συνήθως εργάζονται με χαμηλότερους μισθούς, εις βάρος βέβαια των νέων μας).

Τέλος, τον Ιούλιο του 2024 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα στις ηλικίες 15-64 ετών ήταν μόλις στο 62% – όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 70,1% και των χωρών της Ευρώπης στο 71%. Η κυβέρνηση παρουσιάζει εδώ επίσης σταθερά μία στρεβλή, πλασματική εικόνα, τοποθετώντας υψηλότερα το ποσοστό απασχόλησης – όπως άλλωστε για πολλούς άλλους οικονομικούς δείκτες. Όπου και να κοιτάξεις δηλαδή, διαπιστώνεις «απάτες» και Greek statistics – μία κοροϊδία των Ελλήνων, άνευ προηγουμένου.

Συμπερασματικά λοιπόν, η Ελλάδα συνεχίζει να κινείται σε έναν κατηφορικό φαύλο κύκλο που δεν επιτρέπει τη μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη της – ενώ η σημερινή είναι ευκαιριακή, οφειλόμενη κυρίως στον τουρισμό που έχει φτάσει στα όρια του, αφού το «μαζικό μοντέλο» του είναι χρεοκοπημένο (εκτός του ότι εισάγει το 75% των αναγκών του αυξάνοντας το εμπορικό μας έλλειμμα και δεν είναι συνδεδεμένος με την εγχώρια παραγωγή).

Όσον αφορά τώρα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο οκτάμηνο, το έλλειμμα του διαμορφώθηκε στα 7,3 δις €. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου που ξεπέρασε τα 20 δις € – με μείωση των εξαγωγών αγαθών σε τρέχουσες τιμές κατά 2,4% (-4,2% σε σταθερές τιμές) και αύξηση των εισαγωγών κατά 1,9% (+2,9% σε σταθερές).

Σημαίνει μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας – από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί πείνας στην Ελλάδα. Το χειρότερο, για δεύτερο συνεχόμενο μήνα τον Αύγουστο μειώθηκαν τα τουριστικά έσοδα (ταξιδιωτικές εισπράξεις) – γεγονός που σημαίνει ότι, ο τουρισμός πλέον υποχωρεί και σε ονομαστικές τιμές (=με τον πληθωρισμό, σωρευτικά 20% από το 2020).

Επίλογος

Κλείνοντας με το δημόσιο χρέος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης (=κράτος και φορείς του δημοσίου), μετά την αναθεώρηση αυξήθηκε στα 369 δις € (γράφημα), από 356,6 δις € προηγουμένως – ενώ επειδή αναθεωρήθηκε τεχνητά το ΑΕΠ στα 225 δις € από 220 δις € πριν, διαμορφώθηκε στο 163,9% του ΑΕΠ.

Το χρέος όμως του κεντρικού κράτους εκτοξεύθηκε στα 420 δις € περίπου – ή στα 186,6% του αναθεωρημένου και πληθωριστικού ΑΕΠ. Εν προκειμένω, ένα χρέος που υπό ειδικές συνθήκες μπορεί να εξυπηρετείται, όπως της Ελλάδας, με αντάλλαγμα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τους πλειστηριασμούς της ιδιωτικής (άρα την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας), είναι μεν εξυπηρετίσιμο, αλλά όχι βιώσιμο – όπου βιώσιμο είναι αυτό που επιτρέπει τη βιώσιμη ανάπτυξη, δηλαδή να αποδίδει η επένδυση ενός ευρώ περισσότερο από 1 ευρώ, όταν στην Ελλάδα πολύ λιγότερο.

Ας μην ξεχνάμε δε ότι, δεν εξυπηρετούμε τα 420 δις € χρέος, αλλά μόνο τα 311 δις € περίπου – δηλαδή όχι τα 96 δις € του EFSF, ούτε τους τόκους των 12,5 δις € έως σήμερα, τα οποία θα εξυπηρετούνται μετά το 2032, συν τα υπόλοιπα 12,5 δις € των τόκων, συν τα όποια ελλείμματα έως τότε.

πηγή: analyst.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

Leave a Response