Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαρχής είχε τα χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης διάστασης – σύγκρουσης, η οποία ξεφεύγει από τα πεδία των μαχών και αγγίζει τις συνολικές ανακατατάξεις ισχύος σε πλανητική κλίμακα. Μια σύγκρουση, για την οποία οι «Μεγάλες Δυνάμεις» προετοιμάζονταν από καιρό.
Η Ρωσία ανήγγειλε και προετοίμασε την εισβολή για αρκετούς μήνες, ενώ και το ΝΑΤΟ προετοιμαζόταν για την σύγκρουση αυτή εδώ και μια δεκαετία, ενισχύοντας την περικυκλωτική κίνησή του γύρω από την Ρωσία και δυναμώνοντας την παρουσία του στην Ανατολική Ευρώπη.
Το δυτικό στρατόπεδο επιδιώκει να εμφανιστεί ως ενωμένο απέναντι στον «δικτάτορα Πούτιν» κι αν αυτό είναι εύκολο και ανώδυνο σε επίπεδο ρητορικής ή «δηλώσεων στήριξης» προς τον Ζελένσκι, τον «ηρωικό ουκρανικό λαό» και τους «δυστυχείς πρόσφυγες», τα πράγματα δυσκολεύουν όταν πάει να πάρει πιο απτό χαρακτήρα. Οι επιβληθείσες οικονομικές κυρώσεις περιορίζουν τα περιθώρια κινήσεων της Ρωσίας, ταυτόχρονα όμως απειλούν σοβαρά την ίδια την βιωσιμότητα (ενεργειακή, οικονομική, επισιτιστική) της Ευρώπης. Παράλληλα, το ευρασιατικό βάθος της Ρωσίας, και οι εναλλακτικές αγορές (ο άλλος μισός πλανήτης), στις οποίες μπορεί να στηριχτεί, απειλούν να ανατρέψουν τα θεμέλια (τραπεζικό σύστημα, δολάριο) της, υπό δυτική ηγεμονία, παγκοσμιοποίησης.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ έχουν κάθε λόγο να υποδαυλίσουν και να παρατείνουν έναν πόλεμο που διεξάγεται μακριά από το έδαφός τους, προκαλεί φθορά σε έναν από τους δύο βασικούς διεθνείς αντιπάλους, και περιορίζει τις όποιες φυγόκεντρες για το ευρασιατικό σχέδιο τάσεις στην Ευρώπη, νεκρανασταίνοντας την ΝΑΤΟϊκή πολεμική μηχανή (στο ευρωπαϊκό μάλιστα έδαφος). Την ίδια στιγμή, κρατούν το βλέμμα τους στραμμένο και προς την Κίνα, που αποτελεί τον έτερο βασικό αντίπαλο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Η διεθνοποίηση της σύγκρουσης στην Ουκρανία περιπλέκει κατά πολύ τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε πλανητική κλίμακα: α) Τοποθετεί στο επίκεντρο των εξελίξεων την αντιπαράθεση των τριών μεγαλοκρατικών δυνάμεων και τους άξονες που αυτές συγκροτούν. β) Μετατρέπει την Ευρώπη σε θέατρο του εν εξελίξει πολέμου, ενώ την καθιστά και de facto αδύναμο κρίκο των οικονομικών επιπτώσεων. γ) Αναδεικνύει περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία ή το Ισραήλ, σε ρόλο διαμεσολαβητή, αναβαθμίζοντας το γεωπολιτικό τους κεφάλαιο ακόμα κι όταν κινούνται στην κόψη του ξυραφιού. δ) Αναδιατάσσει τις συμμαχίες στον άλλο μισό πλανήτη (Νότος και Ανατολή), για τον οποίο λίγα γνωρίζουμε στην Ευρώπη, απειλώντας τα κεκτημένα της Δύσης. ε) Ανατινάζει την Ουκρανία, η οποία ανεξαρτήτως έκβασης θυσιάζεται στον βωμό της πλανητικής αναδιάταξης, ενώ βάζει φωτιά σε όλη την υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη. Η παρουσία των προέδρων των γειτονικών χωρών της Ουκρανίας στο Κίεβο, φοβούμενων πως έρχεται η σειρά τους, καθώς και οι καταγγελίες των Ουκρανών για την πρόθεση της Ουγγαρίας να προσαρτήσει -επί τη ευκαιρία του πολέμου- ουκρανικά εδάφη, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Τα Έθνη και οι Λαοί της Ευρώπης δεν έχουν τίποτα το θετικό να αποκομίσουν από τις παραπάνω εξελίξεις. Αντιθέτως, έχουν κοινό συμφέρον να αγωνιστούν για την δημιουργία εναλλακτικών κατευθύνσεων και λύσεων, ενάντια στους ευρωατλαντικούς και ευρασιατικούς μονόδρομους ΗΠΑ-Ρωσίας. Ειδικά η Ελλάδα, έχει ζωτική ανάγκη να μην μετατραπεί σε αναλώσιμο πειραματόζωο, σε χώρα – χώρο διεξαγωγής ενός παγκόσμιου (ψυχρού ή θερμού) πολέμου.
Η ουσιαστική Εθνική Ανεξαρτησία της Χώρας περνά μέσα από την ενεργητική – ευεργετική στάση ουδετερότητας απέναντι στα επεκτατικά σχέδια των μεγαλοκρατικών δυνάμεων. Για μια ακόμη φορά, επισημαίνουμε πως το σύνθημα «ούτε ΗΠΑ – ούτε Ρωσία, Εθνική Ανεξαρτησία» δεν είναι μόνο διαχρονικό, αλλά σήμερα περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.
Γιώργος Μάστορας