Εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα νέας μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό Lancet Neurology. Η μελέτη έδειξε ότι οι ασθενείς που έπαθαν βαρύ εγκεφαλικό με εγκαταστημένη βλάβη και υποβλήθηκαν σε θρομβεκτομή, είχαν 1,5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης και σχεδόν 4 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι εντελώς αυτόνομοι στις καθημερινές δραστηριότητες.
Το εγκεφαλικό συμβαίνει όταν η ροή αίματος στον εγκέφαλο διακόπτεται, συνήθως από έναν θρόμβο αίματος, προκαλώντας σοβαρή βλάβη. Χωρίς την παροχή αίματος τα εγκεφαλικά κύτταρα σταδιακά νεκρώνονται και εμφανίζεται αναπηρία ανάλογα με την περιοχή του εγκεφάλου που προσβάλλεται. Η θρομβεκτομή είναι μια επέμβαση κατά την οποία οι γιατροί αφαιρούν τον θρόμβο από το αιμοφόρο αγγείο, αποκαθιστώντας τη ροή αίματος στον εγκέφαλο. Ο ακτινολόγος γιατρός τοποθετεί ένα λεπτό καθετήρα στην αρτηρία του ασθενούς, συνήθως μέσα από τη βουβωνική χώρα, και τον προωθεί μέχρι τα αγγεία του εγκεφάλου, όπου βρίσκεται ο θρόμβος. Στη συνέχεια, είτε με την τοποθέτηση ενός μεταλλικού πλέγματος (stent) είτε μέσω αναρρόφησης, ο θρόμβος απομακρύνεται μηχανικά από το αγγείο. Αυτό αποκαθιστά τη φυσιολογική ροή του αίματος στον εγκέφαλο και μειώνει σημαντικά τη βλάβη στον ιστό του εγκεφάλου, που σε διαφορετική περίπτωση θα προκαλούσε μακροχρόνιες, συχνά σοβαρές, βλάβες στον ασθενή.
Η μεγάλη μελέτη φέρει την ονομασία TENSION και πήραν μέρος 253 ασθενείς από 40 νοσοκομεία της Ευρώπης και ένα του Καναδά. Οι ασθενείς χωρίστηκαν με τυχαίο τρόπο σε δύο ομάδες: περίπου οι μισοί υποβλήθηκαν σε θρομβεκτομή και οι υπόλοιποι έλαβαν την καθιερωμένη ιατρική φροντίδα. Όλοι τους παρακολουθήθηκαν έως και 12 μήνες μετά την επέμβαση και οι ερευνητές βρήκαν ότι οι ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε θρομβεκτομή είχαν:
- 1,5 φορά μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης (55% έναντι 38%)
- δύο φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εκτελούν καθημερινές δραστηριότητες με βοήθεια (34% έναντι 17%)
- σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι εντελώς ανεξάρτητοι (22% έναντι 6%).
Ανάμεσα στους συγγραφείς της μελέτης είναι και ο Έλληνας καθηγητής Ακτινολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Παναγιώτης Παπαναγιώτου, ο οποίος διενεργεί την επέμβαση αυτή στο κέντρο εγκεφαλικών, που έχει δημιουργηθεί από τη συνεργασία των νοσοκομείων Αλεξάνδρα, Αρεταίειο και Αιγινήτειο. Όπως αναφέρει ο κ. Παπαναγιώτου, «η θρομβεκτομή έχει μακροχρόνια οφέλη, ακόμη και για ασθενείς με εγκατεστημένη βλάβη, που αντιμετωπίστηκαν έως και 12 ώρες μετά την έναρξη του εγκεφαλικού. Σε αυτή την κατηγορία ασθενών δεν είχαμε σημαντικές ελπίδες για καλή έκβαση, και συνήθως δεν προχωρούσαμε σε επέμβαση. Τώρα, όχι μόνο αυξήθηκε η επιβίωση, αλλά έχουμε και έναν στους τρεις να έχει ικανοποιητικό για το μέγεθος της βλάβης αποτέλεσμα, δηλαδή να εκτελεί καθημερινές δραστηριότητες με μικρή βοήθεια, και ακόμη έναν στους τέσσερις ή πέντε να είναι πλήρως ανεξάρτητος μετά από έναν χρόνο. Επιπλέον, η ποιότητα ζωής, η οποία επίσης εξετάστηκε στη μελέτη, ήταν καλύτερη με τη θρομβεκτομή».
Από την άλλη, «σε περιπτώσεις ασθενών, στους οποίους η επέμβαση γίνεται πιο γρήγορα και δεν έχει εγκατασταθεί η βλάβη, τα αποτελέσματα είναι ακόμα καλύτερα, με έως και 50% των ασθενών να είναι ανεξάρτητοι, δηλαδή να μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους» προσθέτει ο καθηγητής Παπαναγιώτου.
Νοσοκομεία του δημόσιου συστήματος υγείας στην Αττική, όπως το Αρεταίειο, ο Ερυθρός Σταυρός, το «Γεννηματάς», ο Ευαγγελισμός, το Αττικό και το 251 Στρατιωτικό Νοσοκομείο διενεργούν θρομβεκτομές, καθώς και νοσοκομεία στη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, την Πάτρα και το Ηράκλειο, τα οποία συμπληρώνονται από ιδιωτικά νοσοκομεία. «Καθώς πρόκειται για επείγουσες θεραπείες που συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή, πρέπει να επενδύσουμε στον συντονισμό των γιατρών και των νοσοκομείων που διενεργούν την επέμβαση για να βελτιώσουμε τα αποτελέσματα των ασθενών μας», καταλήγει ο καθηγητής Παπαναγιώτου, ο οποίος είναι και πρόεδρος της επιτροπής του ΚΕΣΥ για τα Κέντρα Θρομβεκτομών.