Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα και τη νικηφόρα πορεία της επανάστασης στην Ελλάδα, ο κίνδυνος να χαθούν εδάφη για την Οθωμανική αυτοκρατορία, να δημιουργηθεί ανεξάρτητο κράτος στα δυτικά και να πάρει φωτιά ολόκληρη η Βαλκανική είναι πλέον ορατός για τον Σουλτάνο. Τον Μάρτη του 1823 ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ζητά από τον ημιαυτόνομο πασά της Αιγύπτου, τον Μοχάμετ Αλι, να αναλάβει την καταστολή της ελληνικής επανάστασης με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κρήτης και το πασαλίκι της Συρίας.
Στην αρχή ο Μαχμούτ ζητά από τον Μοχάμετ Αλι να καταστείλει την κρητική εξέγερση. Την άνοιξη του 1823 μια μοίρα του αιγυπτιακού στόλου και μερικά συντάγματα αποβιβάζονται στα Χανιά. Γρήγορα καταστέλλουν την εξέγερση και αμέσως ανταμείβεται με το πασαλίκι της Κρήτης και της Κύπρου.
Στις 16 Γενάρη 1824 ένα φιρμάνι του σουλτάνου αποκαλεί τον Μοχάμετ Αλι «εξολοθρευτή των Απίστων» και του αναθέτει να «ειρηνεύσει» την Ελλάδα για λογαριασμό της Πύλης.
Ο πασάς της Αιγύπτου, σε αντίθεση με την Πύλη, διαθέτει σύγχρονο στρατό εκπαιδευμένο και οργανωμένο στα ευρωπαϊκά πρότυπα, με πολλούς Γάλλους, Ιταλούς και Γερμανούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς να υπηρετούν στο στρατό και το ναυτικό του. Ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της μοναρχίας στη Γαλλία, καταδιωκόμενοι, κυρίως , καρμπονάροι και αντιμοναρχικοί επαναστάτες βρήκαν καταφύγιο στον Αίγυπτο.
Στις 17 Ιούλη 1824, ο Ιμπραήμ, θετός γιός του Μοχάμετ Αλι, με επιτελάρχη τον Γάλλο συνταγματάρχη Σεβ, ο οποίος ονομάζεται πλέον Σουλεϊμάν πασάς, αποπλέει από την Αλεξάνδρεια με 51 πολεμικά πλοία, εκατόν σαράντα έξι μεταγωγικά, 18.000 άνδρες (24 τάγματα πεζικού – 10 πυροβολαρχίες) και 800 άλογα (15 ίλες ιππικού). Μετά από επιχειρήσεις, σε συντονισμό με τον τουρκικό στόλο, στα νησιά του Αιγαίου, Κάσος, Ψαρά, Κρήτη κλπ, αποβιβάζεται στις 12 Φλεβάρη 1825, στη Μεθώνη. Η επιχείρηση κατάληψης της Πελοποννήσου είχε αρχίσει.
Τραγική ειρωνεία είναι ότι στρατευμένοι κάτω από τις σημαίες της πιο σκοτεινής μοναρχίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντιμοναρχικοί δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες, ρίχτηκαν στη μάχη για να καταπνίξουν τη τελευταία εστία που είχε απομείνει από την φωτιά που είχε ανάψει ο διαφωτισμός στην Ευρώπη.
Το τουρκοαιγυπτιακό σχέδιο για να πετύχει, παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Μοριά, απαιτούσε την οργάνωση επιδρομών και επιθέσεων στη Ρούμελη στις πόλεις και περιοχές που κατείχαν οι επαναστατημένοι Ελληνες. Βασικοί στόχοι η Αθήνα, ανατολικά, και το Μεσολόγγι δυτικά.
Το Μεσολόγγι βρίσκονταν στα χέρια των Ελλήνων από την κήρυξη της επανάστασής του, στις 20 Μάη 1821. Πρώτη φορά το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε για δυο μήνες, τον Νοέμβρη του 1822, όταν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Ρεσίτ Μεχμέτ, γνωστός ως Κιουταχής, επιτέθηκαν στη πόλη και την πολιόρκησαν μέχρι που αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν άπρακτοι στις 31 Δεκέμβρη 1822.
Στις 15 Απρίλη 1825 ο Κιουταχής Ξεκινάει από τα Γιάννενα με 20.000 Αρβανίτες και στις 17 Απρίλη κύκλωσε το Μεσολόγγι. Η πολιορκία είχε ξεκινήσει.
Από τη στεριά το Μεσολόγγι προστατευόταν από ένα χωματότοιχο και από τέσσερις προμαχώνες. Οι Μεσολογγίτες, μετά την πρώτη πολιορκία, με την καθοδήγηση του μηχανικού Κοκκίνη, είχαν ενισχύσει καλά τα αμυντικά χαρακώματα. Πίσω από την τάφρο και το χαράκωμα της πρώτης γραμμής, άνοιξαν μια δεύτερη τάφρο κι ακόμα ένα χαράκωμα. Επίσης ήταν οχυρωμένα και τα νησάκια της λιμνοθάλασσας που σχηματίζεται μπροστά από την πόλη.
Υπήρχαν και 48 κανόνια στο κάστρο, 2 όλμοι, 2 βομβιβόλοι και 4.000 πολεμιστές που ενισχύονταν από τους πολίτες. Υπήρχαν ακόμα και 12.000 γυναικόπαιδα μέσα στο Μεσολόγγι.
Ο Κιουταχής ξεκίνησε μαζικές επιθέσεις και βομβαρδισμούς, επιχείρησε και στενό αποκλεισμό από τη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Μιαούλης με τον ελληνικό στόλο μπόρεσε αρκετές φορές και έσπασε τον αποκλεισμό και τροφοδότησε τους ηρωικούς υπερασπιστές του Μεσολογγίου με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι πολιορκούμενοι κατάφεραν και οργάνωσαν αντεπιθέσεις , όπως εκείνη στις 24 Ιούλη 1825, ύστερα από συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς της ανατολικής Ρούμελης – κυρίως με τον Καραϊσκάκη – βγήκαν από το κάστρο και χτύπησαν το τουρκικό στρατόπεδο, ενώ ο Καραϊσκάκης χτυπούσε από την έξω μεριά αναγκάζοντας τον Κιουταχή που έχασε πολύ στρατό να τραβηχτεί στο διάσελλο του Ζυγού και να περάσει στην άμυνα.
Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ που πήρε νέες ενισχύσεις και νέες υποσχέσεις από τον Σουλτάνο, περνά από το Ρίο στη Στερεά με 10.000 στρατό. Ετσι από τις 25 Δεκέμβρη ενώνεται με το στρατό του Κιουταχή και ξαναρχίζουν οι επιθέσεις.
Η πείνα
Από τις αρχές του 1826 η άμυνα των Μεσολογγιτών άρχισε να κλονίζεται. Ο αποκλεισμός εντάθηκε, η πείνα άρχισε να γίνεται πιεστική. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά, οι τραυματίες έμεναν δίχως φάρμακα. Στις 7 Γενάρη ο Ανδρέας Μιαούλης έσπασε τον αποκλεισμό κι έφερε τρόφιμα, πυρομαχικά και φάρμακα. Τον ξανάσπασε μερικές φορές ακόμα μέχρι τα μέσα του Γενάρη.
Στις 25 Φλεβάρη πέφτει στα χέρια των πολιορκητών το νησάκι Βασιλάδι. Η πείνα έγινε αφόρητη, άρχισε να θερίζει του πολιορκημένους.
Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει:
«Από τα μέσα του Φλεβάρη σε πολλά σπίτια έλειψε το ψωμί. Μια Μεσολογγίτισσα, Βαρβαρένα τη λέγανε, που γιατροπόρευε τον άρρωστο αδερφό μου Μήτρο, τέλειωσε την τροφή της και μυστικά, μαζί με δυο άλλε φαμελιές, σφάξανε ένα γαϊδουράκι και το φάγανε. Τους πέτυχα την ώρα που το τρώγανε. Τους ρώτησα που βρήκατε το κρέας και τρόμαξε η ψυχή μου άμα άκουσα πως είτανε γαϊδούρι,
Μια συντροφιά αγωνιστές από τα Κράβαρα είχανε ένα σκύλο και κρυφά τονε σφάξανε και τον μαγείρεψαν. Μαθεύτηκε κι αυτό.
Μέρα τη μέρα αβγάτιζε η πείνα κ’ έπεσε η πρόληψη να μην τρώνε ακάθαρτα κι άρχισαν πια ολοφάνερα να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, ακόμα και να τα πουλάνε μια λίρα την οκά – και ποιος να πρωτοπάρει! Τρεις μέρες περάσανε και πάνε κι αυτά τα ζά.»
Ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» περιγράφει:
«Ο συνεργάτης του Κου Γ. Μεσθενέα, τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν και έβαλεν τον ψυχογιόν του Στουρνάρη και εσκότωσεν άλλην μία. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους και εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν. Ο Αγιομαυρίτης ιατρός εμαγείρευσεν τον σκύλον του… Οι στρατιώτες πλέον αυθαδίασαν και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάτα εύρισκαν εις τον δρόμον. Αλογα δεν είχαν μείνει… Αρχίσαμε, περί τας 15 Μαρτίου ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θάλασσας, το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα… Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν…»
Η έξοδος
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πολιορκημένοι απελπίστηκαν. Οι παπάδες δεν άδειαζαν να πηγαινοέρχονται στα νεκροταφεία και οι νεκροθάφτες να σκάβουν.
Στις 31 Μάρτη, σε μυστική σύσκεψη, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν την έξοδο. Την αυγή, στις 9 Απρίλη, μαζεύτηκαν στο σπίτι του Τζαβέλα για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες και να βρουν τρόπο να ειδοποιήσουν τον κόσμο χωρίς να τους πάρουν είδηση οι εχθροί. Στη σύσκεψη πήραν μέρος οι ανώτεροι αξιωματικοί, τα κεφάλια του τόπου και ο αρχιερέας Ρωγών Ιωσήφ.
Υστερα από μια ώρα διαβουλεύσεων αποφάσισαν:
να σκοτώσουν καθένα που είτε από δειλία είτε από φιλοζωία θα μπορούσε να τους προδώσει
να εκτελέσουν όλους τους αιχμαλώτους, Τούρκους και χριστιανούς και όποιον είχε ο καθένας κοντά του και τον υποψιαζόταν.
Οι αποφάσεις εκτελέστηκαν αμέσως. Υστερα συζήτησαν για τις οικογένειές τους και τα μικρά παιδιά που σίγουρα θα κλαίγανε την ώρα της εξόδου και θα έβαζαν σε κίνδυνο όλη την επιχείρηση. Ομόφωνα πήραν την σκληρή απόφαση:
«Αποφάσισαν όλοι να σκοτώσουμε όλες τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά, δίχως να χαριστούμε σε κανέναν, για να μη φανερωθούμε από τις φωνές τους και δε μείνει ούτε ψυχή ζωντανός, κι ούτε, έτσι, να πέσουν σκλάβοι στα χέρια του εχθρού. Μα όπως θα λιγοψυχούσε κάθε πατέρας κι αδερφός, συμφώνησαν να σφάξει ο ένας τ’ αλλουνού τη φαμελιά».
Τότε σηκώθηκε συγκινημένος ο Αρχιερέας Ρωγών Ιωσήφ και είπε:
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι αρχιερεύς! Αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον να θυσιάσετε εμένα! Και σας αφήνω την κατάρα του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων – και το αίμα των αθώων να πέσει στα κεφάλια σας!»
Με τις κατάρες και τα λόγια του το ξανασκέφτηκαν και αποφάσισαν να ποτίσουν αφιόνι τα μικρά παιδιά ώστε να ζαλιστούν και να κοιμηθούν βαριά.
Για τους πολύ γέροντες, του πληγωμένους και τους αρρώστους, 600 περίπου άτομα, αποφάσισαν να παραμείνουν στην πόλη, να οχυρωθούν στα πιο γερά σπίτια και να δώσουν τη μάχη μέχρι τέλους, αφού δεν είχαν καμιά πιθανότητα να επιζήσουν.
Η έξοδος ορίστηκε για το βράδυ του Σαββάτου προς Κυριακή των Βαΐων, 10 Απρίλη 1826, δύο ώρες μετά τη δύση του ήλιου. 3.000 περίπου μαχητές και 6.000 γυναικόπαιδα χωρισμένοι σε τρία σώματα με αρχηγούς τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Δημήτρη Μακρή βγήκαν από το κάστρο. Τους ακολουθούσαν οι γυναίκες που φόρεσαν αντρικά ρούχα και κρατούσαν το όπλο στο χέρι, μαζί με τα παιδιά και τους γέροντες.
Ξεχύθηκαν οι απελπισμένοι ελεύθεροι πολιορκημένοι να περάσουν μέσα από τις τουρκοαιγυπτιακές γραμμές. Θερίστηκαν αλλά και σκόρπισαν το θάνατο ανοίγοντας δρόμο με τα σπαθιά τους. Μια κολώνα από τις τρεις, εκείνη με τα περισσότερα γυναικόπαιδα, δεν τα κατάφερε. Κάποιος φώναξε «Πίσω! Πίσω!» δημιουργήθηκε σύγχυση, έσπασε το σώμα στα δυο και οι περισσότεροι γύρισαν πίσω στη πόλη.
Από τους 3.000 μαχητές, 1.700 έπεσαν νεκροί. Μόλις 1.300 σώθηκαν. Από τους αμάχους, 5.000 σκοτώθηκαν μέσα στη νύχτα. Πέρασαν μόνο 13 γυναίκες μαζί με 3 – 4 παιδιά.
Άλλα 6.000 γυναικόπαιδα στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης και της Αλεξάνδρειας.
Οι Τούρκοι μπήκαν στο Μεσολόγγι. Οδομαχίες και πόλεμος σπίτι με σπίτι. Οι πολιορκημένοι έβαζαν φωτιά στο μπαρούτι, όταν δεν μπορούν ν’ αμυνθούν άλλο. Σκοτώνονταν, παίρνοντας μαζί τους όσους περισσότερους από τους εχθρούς μπορούσαν.
Ο Χρίστος Καψάλης, πρόκριτος και μπαρουτοκαπνισμένος μαχητής και στις δυο πολιορκίες, οχυρώθηκε στο σπίτι που είχε μετατρέψει σε μπαρουταποθήκη. Πολέμησε παλικαρίσια αλλά οι Τούρκοι ήταν αμέτρητοι. Όταν τελικά μπήκαν μέσα, οι κλεισμένοι καταλαβαίνουν πως έφτασε η ύστατη στιγμή. Ο Καψάλης με αναμμένο δαδί πλησιάζει τα μπαρουτοβάρελα, βάζει φωτιά κι ανατινάχτηκε στον αέρα, παίρνοντας μαζί του κι όσους από τους εχθρούς είχαν πλησιάσει.
Το πρωί, κάθε αντίσταση είχε καμφθεί. Το Μεσολόγγι είχε πέσει. Ύψωσαν την τουρκική σημαία στις 11 Απρίλη του 1826.
Σαν ξημέρωσε η 13 του Απρίλη είκοσι σπίτια μείνανε όλα κι όλα όρθια στο Μεσολόγγι. Στις πλατείες στα χαντάκια, στα στενοσόκακα χιλιάδες οι σκοτωμένοι και στη λιμνοθάλασσα πλέουν αμέτρητα κουφάρια.
Ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ βγάζουν το τελευταίο τους μπουγιουρντί: να μαζευτούν όλα τα κουφάρια, να σκαφτούν οι τάφοι, να ξεθάψουν τους νεκρούς, να κάνουν σωρούς για να τα κάψουν. Προηγουμένως όμως βάζουν ανθρώπους να κόβουν και να μαζεύουν τα αφτιά των νεκρών, τα αρμαθιάζουν και τα παστώνουν με αλάτι μέσα σε βαρέλια για να στείλουν πεσκέσι στον Σουλτάνο κι απόδειξη για το πόσο μεγάλη ήταν η εξολόθρευση των γκιαούρηδων που πήγαν να χαλάσουν το δοβλέτι. Μάζεψαν έτσι τρεις χιλιάδες ζευγάρια αυτιά.
Μπαίνουν τέλος στο Μεσολόγγι ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ, συνοδευόμενοι από τους ξένους αξιωματικούς και από τους Πρόξενους στην Πάτρα της Αγγλίας, ο Φίλιπ Τζέιμ Γκρην, και της Αυστρίας, ο αβάς Δον Μικαρέλι, που έτρεξαν, μόλις μάθανε ότι έπεσε το Μεσολόγγι, να συγχαρούν τους πασάδες.
«Αυτό στάθηκε το τέλος του Μεσολογγίου», σημειώνει ο Φωτιάδης. «Μήτε τα τόσα ασκέρια, μήτε οι τόσες αρμάδες, μήτε οι τόσες τέχνες των Ευρωπαίων, μήτε η αρρώστια μπόρεσαν να γονατίσουν τους υπερασπιστές του. Τους λύγισε η πείνα, που κανείς αντρειωμένος δεν τη νίκησε ποτέ. Μα ούτε και τότε παραδόθηκαν. Προτίμησαν να μείνουν λεύτεροι».
Η νίκη αυτή στο Μεσολόγγι και η κατάληψη της Αθήνας που ακολούθησε, έμοιασε να σημαίνει το τέλος της εξέγερσης. Αντίθετα όμως αυτή η σφαγή ταρακούνησε τους λαούς του κόσμου και σήμανε την αρχή της τελικής επικράτησης της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ηρωικό Μεσολόγγι έμεινε κάτω από την τουρκική κυριαρχία για τρία ακόμη χρόνια. Στις, 2 Μάη του 1829 υπογράφεται συνθήκη με την οποία η πόλη παραδόθηκε στο νέο ελληνικό κράτος. Από τις 10 Μάη 1829 οι Μεσολογγίτες επιστρέφουν στην έρημη πόλη. Τα ιερά του χώματα, ελεύθερα πια, ξαναγεμίζουν ζωή.
Συγκλονιστική η περιγραφή των γεγονότων. Σκέφτηκαν να θυσιάσουν και τα παιδιά τους. Ευτυχώς που τους απέτρεψε ο αρχιερέας. Οργάνωσαν την έξοδο για να γλυτώσουν από τη πείνα και σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους. Δόξα τω Θεώ, δεν έφαγαν εκτός από τα ζώα και τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους άντρες τους, όπως έγινε πριν την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους όπου γυναίκες έφαγαν τα παιδιά τους. Ο Θεός τους είχε πει, μέσω των προφητών, να παραδοθούν, ότι δεν ήταν μαζί τους κι αυτοί δεν υπάκουσαν. Επέτρεψε και τη βεβήλωση του Ναού του Σολομώντα -ο μόνος αληθινός οίκος του Θεού στη γη- με την μεταφορά των ιερών σκευών στη Βαβυλώνα.