Είναι η ταινία – έμβλημα του ερωτικού κινηματογράφου. Αυτή που όρισε το είδος στα πρώτα βήματά του και έκαμψε τις αναστολές των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο, παίρνοντας τη θέση της στην ιστορία ως σημείο αναφοράς.
Σε κάποιες χώρες οι αναστολές αυτές ήταν αρκετά ισχυρές και για να πέσει το «κάστρο» χρειάστηκε να περάσει χρόνος.
Η εξερχόμενη από τον επταετή Ελλάδα ήταν μία από αυτές. Η γυναίκα που έκανε οικείο στη μεγάλη οθόνη το γυμvό γυναικείο σώμα και διαπαιδαγώγησε ερωτικά γενιές και γενιές αρσενικών και θηλυκών, ήταν κατά την έλευση της «persona non grata» στη χώρα μας. Όχι φυσικά από το κοινό, αυτό τη λάτρεψε. Αλλά από τους νόμους, που σε πρώτη φάση τη θεώρησαν… άσεμνη και υπερβολικά π ροκλητική.
Η θρυλική «Εμμαvουέλα» δεν ήταν αρχικώς αποδεκτή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Τα κατάλοιπα της δικτατορίας ήταν ακόμη ορατά και η συμβατότητα ή μη με τα «χρηστά ήθη» για οτιδήποτε τολμηρό ήταν κάτι που έπρεπε να ελεγχθεί. Έτσι κι έγινε.
Η γαλλικής παραγωγής ταινία– πρόδρομος ενός είδους που δεν υπήρχε έως τότε, έκανε πρεμιέρα στις 26 Ιουνίου του 1974, στους γαλλικούς κινηματογράφους. Σχεδόν ένα μήνα δηλαδή προτού αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα, στην οποία έφτασε με μικρή καθυστέρηση.
Οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής κάλυψαν το θέμα αναμεταδίδοντας τις αντιδράσεις από όλες στις χώρες στις οποίες είχε παιχθεί η ταινία.
Στην Ελλάδα, η «Εμμαvουέλα» προβλήθηκε αρχικά στο Όπερα της Ακαδημίας, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Χαρακτηριστικές ήταν οι αναφορές των ζευγαριών που «πήγαιναν να δουν μαζί το ποvηρό φιλμ», ενώ η αθρόα προσέλευση αντικατόπτριζε μια κοινωνία που έβραζε διεκδικώντας μαζί με όλα τα άλλα και απαγκίστρωση από τα δεσμά του πουριτανισμού.
Η προβολή της ταινίας κράτησε όμως για λίγες ημέρες. Στις 17 Απριλίου του 1975, το δημοκρατικό πλέον πολίτευμα της χώρας, αποφάσισε να την απαγορεύσει και όπως είθισται να συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η απόσυρσή της από τις αίθουσες της προσέδωσε θρυλική διάσταση.
Για να προκύψει αυτή η απόφαση χρειάστηκε να παρακολουθήσουν σε ιδιωτική προβολή το έργο ο πρόεδρος, ο εισαγγελέας και οι σύνεδροι του δικαστηρίου, που δίκαζε την υπόθεση της! «Προκειμένου να μορφώσουν ανέτως προσωπική άποψη επί του θέματος», ανέφερε ο Τύπος.
Κατά τη διάρκεια της δίκης καθηγητές Πανεπιστημίου κατέθεσαν ότι η ταινία «τιτρώσκει βαναύσεως την κοινώς παραδεδειγμένη παρ’ ημίν ηθικήν» και «διεγείρει τον σε$ουαλικό Ίμερο». Στη μυθολογία ο Ίμερος ήταν μια θεότητα που αντιπροσώπευε τη σφοδρή ερωτική επιθυμία. Με λίγα λόγια η ταινία απαγορεύτηκε με το νομικό επιχείρημα ότι προκαλούσε ερωτικό πόθο…
Στο Λονδίνο η ταινία είχε χαρακτηριστεί αυστηρώς ακατάλληλη και προβλήθηκε με πολλές σκηνές κομμένες.
Στις ΗΠΑ, ήταν η πρώτη φορά για την Columbia Pictures που διένειμε ταινία «αυστηρά ακατάλληλη για ανηλίκους», δείχνοντας το δρόμο και στα άλλα μεγάλα στούντιο. Η εταιρεία το αποφάσισε κατόπιν στατιστικών στοιχείων που έδειξαν ότι στη Γαλλία ήταν δημοφιλέστατη μεταξύ και του γυναικείου κοινού.
Στην έδρα παραγωγής του το φιλμ πραγματικά σάρωσε. Επί 13 συναπτά έτη παιζόταν σε κινηματογράφο στο Champs-Elysses του Παρισιού, με την ένδειξη «ακατάλληλη για ανηλίκους».
Δίχασε ακόμη και τις φεμινιστικές οργανώσεις. Η μία πλευρά υποστήριζε ότι η καυτή ηρωίδα παρουσιαζόταν ως αντικείμενο ανδρικών φαντασιώσεων και η αντίθετη ότι συμβόλιζε τη γυναικεία δύναμη και απελευθέρωση.
Όπως και να’ χει, η Ολλανδέζα Σίλβια Κριστέλ, που μεταπήδησε από το μόντελινγκ στον κινηματογράφο, αναδείχτηκε παγκοσμίως σε σύμβολο του σ$ξ, παραδίδοντας επί σειρά ετών μαθήματα ερωτισμού στη μεγάλη οθόνη. Με τις παράπλευρες… συνέπειες της μύησης εκατομμυρίων εφήβων στην αυτοϊκανοποίηση. Από το 1974 έως το 1993 πρωταγωνίστησε σε τέσσερις ακόμη συνέχειες της «Εμμαvουέλας», αλλά και ως μοιραία γυναίκα στον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι».
Εν τέλει ο δρόμος για την προβολή της ταινίας στην Ελλάδα άνοιξε περίπου ένα χρόνο μετά τη λογοκρισία της. Οι συνθήκες στη μεταδιδακτορική εποχή είχαν ωριμάσει, άλλωστε φρόντισε να καλλιεργήσει το έδαφος ένα οικουμενικό κίνημα, που θα έμενε στην ιστορία ως «παιδιά των λουλουδιών».
Προβλήθηκε βέβαια με αρκετές σκηνές κομμένες και με την ένδειξη «αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους», ακολουθώντας πιστά τη βρετανική συνταγή. Η ταινία έτυχε μαζικής απήχησης στο ελληνικό κοινό, σε πολλές περιπτώσεις δε και… βροντερής.
Λέγεται ότι η πρώτη φορά που ακούστηκε η (αποδιδόμενη για χάρη του Κώστα Γκουσγκούνη) προσφώνηση «Άξιος! Άξιος!» ήταν στον κινηματογράφο «Νιρβάνα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας προς τιμήν του ερωτικού συντρόφου της ηρωίδας.
Για τα sequel της παραγωγής βέβαια δεν χρειάστηκε να ακολουθηθούν στην Ελλάδα αντίστοιχες διαδικασίες. Η πρώτη ταινία απενοχοποίησε το soft πορvό, θέτοντας εντός νόμου τον κινηματογράφο της «κλειδαρότρυπας». Είχε εξελιχθεί άλλωστε τέτοιο brand.
Η Εμμαvουέλα έγινε τέτοιο brand που παρήγαγε (κάλπικες βέβαια) ιστορίες τόσο παράλληλα, όσο ακόμα και μετά την απόσυρση της πρώτης «ιέρειας», Σίλβια Κριστέλ.
Δεκάδες Εμμαvουέλες για κάθε… γούστο ξεπήδησαν κατά τόπους και χρόνους, καμία όμως δεν ήταν δυνατό να αντιπαρατεθεί με την αυθεντικότητα της ερωτικής «επαναστάτριας», που ήρθε κάποτε κι έδεσε, αποκτώντας μυθικές διαστάσεις, στην Ελλάδα.
μουφα, σημερα δε βλεπεται αυτο το πραγμα