Η ιστορία της Μίεζας: Από τον Αριστοτέλη στον Μ. Αλέξανδρο – Ξεκινούν νέες ανασκαφές

Κοινοποίηση:
mieza-theater

Τον Οκτώβριο του 2024, αναμένονται να ξεκινήσουν οι συστηματικές ανασκαφές στο αρχαίο Γυμνάσιο της Μίεζας, που βρίσκεται στην Ημαθία. Η έναρξη αυτών των εργασιών προγραμματίστηκε μετά την υπογραφή της Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτιστικής Ανάπτυξης από την Υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και τον Δήμαρχο Νάουσας, Νίκο Κουτσογιάννη, στις 7 Αυγούστου.

 

Η κύρια επιδίωξη αυτής της σύμβασης είναι η διερεύνηση και ανάδειξη του αρχαίου Γυμνασίου, ενός χώρου όπου δύο εμβληματικές προσωπικότητες της αρχαιότητας συνυπήρξαν: ο φιλόσοφος Αριστοτέλης και ο στρατηλάτης Αλέξανδρος. Ο Αριστοτέλης, ως δάσκαλος του Αλεξάνδρου, διαμόρφωσε τη σκέψη του μαθητή του, ο οποίος αργότερα επηρέασε καθοριστικά την ιστορία του κόσμου μέσω της εξάπλωσης του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή και της ίδρυσης της ελληνιστικής Οικουμένης.

Οι ανασκαφές, που κατ’ αρχάς έχουν ορίζοντα τριετίας, στοχεύουν να αναδείξουν πλήρως την οργάνωση του Γυμνασίου καθώς και των επιμέρους στοιχείων του. Επιστημονική υπεύθυνη της ανασκαφής είναι η Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων, Δρ. Αγγελική Κοτταρίδη.

Επιπλέον, σύντομα αναμένεται να ολοκληρωθούν και οι μελέτες για την αναβάθμιση των υποδομών στο Αρχαίο Θέατρο, που είναι τμήμα του Γυμνασίου, χώρος στον οποίο πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις με αθρόα συμμετοχή του κοινού.

«Όραμα και στόχος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας όπως και της τοπικής κοινωνίας, είναι το θέατρο να αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης εκδηλώσεων, συμβάλλοντας καθοριστικά στην παιδεία και την ψυχαγωγία των πολιτών», αναφέρει η Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας Δρ. Γεωργία Στρατούλη στη «ΜτΚ» και προσθέτει πως «είναι απαραίτητη η δημιουργία των κατάλληλων υποδομών για την εξυπηρέτηση του κοινού και των καλλιτεχνών».

Σε δήλωσή του στη «ΜτΚ» ο δήμαρχος κ. Κουτσογιάννης τονίζει πως «αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα και προσωπικής εργασίας καθώς ως δημοτική αρχή ξεκινήσαμε τη διαδικασία από το 2016 με την κ. Κοτταρίδη. Πρόκειται για μια πολύ θετική εξέλιξη, δεδομένου ότι στον τόπο μας απαντάται η μοναδική συνύπαρξη των δυο σπουδαιότερων προσωπικοτήτων της αρχαιότητας που συνδιαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο. Εκτιμούμε πως η ανασκαφική δραστηριότητα, έχοντας την εξαιρετική τύχη να διεξάγεται από την κ. Κοτταρίδη, θα οδηγήσει στην ανάδειξη ενός νέου μνημείου που θα φέρει πολλαπλάσια οφέλη στην ευρύτερη περιοχή, λειτουργώντας συμπληρωματικά με τους αρχαιολογικούς χώρους των Αιγών, της Πέλλας αλλά και του Δίον. Ως δήμος κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να διασφαλίσουμε αυτή τη θετική εξέλιξη και θα συνεχίσουμε ούτως ώστε να δώσουμε προοπτική στον τόπο».

Το έργο χρηματοδοτείται από το ΥΠΠΟ και τον Δήμο της Ηρωικής Πόλης Νάουσας.

 

Ο αρχαιολογικός χώρος της Μίεζας και η σημασία του
Ο αρχαιολογικός χώρος της Μίεζας αναπτύσσεται στους πρόποδες του Βερμίου, σε μια κατάφυτη περιοχή του μακεδονικού κάμπου, ανατολικά της σύγχρονης πόλης της Νάουσας.

Η πόλη της Μίεζας ανήκε στην αρχαία Βοττιαία, την περιοχή που εκτεινόταν μεταξύ του Αλιάκμονα και του Αξιού ποταμού. Σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, οι δύο κόρες του βασιλιά της περιοχής Βέρη έδωσαν τα ονόματά τους στις δύο σημαντικές πόλεις της Ημαθίας, Βέροια και Μίεζα, ενώ από τον γιο του Όλγανο ονομάστηκε το ποτάμι, που πιθανόν ταυτίζεται με τη σημερινή Αράπιτσα.

Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τη Μίεζα ως μία από τις πόλεις της «ἐρατεινής ‘Ημαθίας». Η ταύτισή της προτάθηκε με πειστικό τρόπο από τον αρχαιολόγο Φώτη Πέτσα, ο οποίος συνδύασε τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων με τις τοπογραφικές παρατηρήσεις και τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας.

Ξένοι περιηγητές στα μέσα ήδη του 19ου αι. κάνουν λόγο για τις αρχαιότητες της περιοχής. Η πρώτη ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Δανό αρχιτέκτονα K. F. Kinch, o οποίος ερεύνησε τον μακεδονικό τάφο που φέρει το όνομά του, κατά τα έτη 1887-1892. Οι σωστικές ανασκαφικές έρευνες απέκτησαν συστηματικότερο χαρακτήρα από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα και εντατικοποιήθηκαν από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων στις αρχές του 21ου αι.

 

Η ανθρώπινη παρουσία τεκμηριώνεται ανασκαφικά ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η οργάνωση της Μίεζας σε αστικό κέντρο οφείλεται, πιθανότατα, στον Φίλιππο Β΄, τον 4ο αι. π.Χ. Από τότε και έως την κατάκτηση του μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., ξεκινά μια ιδιαίτερη περίοδος ακμής για την αρχαία πόλη, η οποία αναδεικνύεται σε μια από τις σημαντικότερες της περιοχής. Από αυτήν κατάγεται και ο τριήραρχος του Μ. Αλεξάνδρου Πευκέστας.

Στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. οικοδομείται, εκτός των τειχών, το Γυμνάσιο της πόλης, το οποίο καταλαμβάνει έκταση 35 στρεμμάτων. Το κτίριο παρουσιάζει κατασκευαστικές ομοιότητες με το ανάκτορο των Αιγών και μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμη οικοδομικό πρόγραμμα του Φιλίππου Β΄, σύμφωνα με την Επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων Δρ Αγγελική Κοτταρίδη. Κατά τα έτη 343 – 340 π.Χ. ο Αριστοτέλης δίδαξε εδώ στον Αλέξανδρο και τους βασιλικούς παίδες, την αφρόκρεμα του βασιλείου, προετοιμάζοντας τους μελλοντικούς ηγέτες.

Πολύ κοντά στο Γυμνάσιο και σε οργανική σχέση με αυτό βρίσκεται το θέατρο της πόλης, του οποίου η κατασκευή τοποθετείται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια. Σήμερα είναι ορατή η ρωμαϊκή κυρίως φάση του μνημείου. Το θέατρο αποτελούσε τοπόσημο για τη ζωή των αρχαίων κατοίκων.

Η σημασία και η οικονομική ανάπτυξη της Μίεζας προβάλλεται επίσης και στα ταφικά μνημεία των ελληνιστικών χρόνων. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι οι επτά μακεδονικοί τάφοι, τρεις από τους οποίους, ο τάφος της Κρίσεως, των Ανθεμίων και των Λύσωνος και Καλλικλέους, φέρουν πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο. Συγκαταλέγονται στα σπουδαιότερα ταφικά κτίσματα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής και αποτελούν βασικές πηγές πληροφόρησης για την χαμένη, σήμερα, αρχαία ελληνική ζωγραφική. Στο πλαίσιο της περαιτέρω ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Μίεζας, η Εφορεία Αρχαιοτήτων προσβλέπει σύνδεση των ταφικών μνημείων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις υπόλοιπες αρχαιολογικές νησίδες της αρχαίας πόλης.

Δυτικά της αρχαίας πόλης, στη θέση Ισβόρια, σε ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, έχει εντοπιστεί ένα ιερό των Νυμφών, όπου και αρχαίο λατομείο μαρμάρου.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η πόλη συνεχίζει αυτόνομα τη ζωή της, όπως δείχνει η λειτουργία του θεάτρου έως και τον 4ο αι. μ.Χ., οι ρωμαϊκές επαύλεις με εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα και τα έργα πλαστικής, όπως η προτομή του Όλγανου του 2ου αι. μ.Χ., που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βέροιας.Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή η ζωή επικεντρώνεται πιθανότατα στην περιοχή της ακρόπολης της αρχαίας πόλης, στη θέση Τσιφλίκι. Στην περιοχή έχουν εντοπιστεί αρχαιότητες από την αρχαϊκή, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή έως και την παλαιοχριστιανική εποχή, όπως λουτρά με ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα κτιρίων, καθώς και δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Στη θέση αυτή πρέπει να τοποθετηθεί ο πυρήνας της διαχρονικής κατοίκησης.

Όπως τονίζει η κ. Στρατούλη, μέλημα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας αποτελεί η ανάδειξη των εμβληματικών μνημείων της Μίεζας, ώστε, μετά τις Αιγές και τη Βέροια, να καταλάβει τον χώρο που της αναλογεί στον αρχαιολογικό χάρτη του μακεδονικού βασιλείου. Άλλωστε, η συντήρηση και ανάδειξη του πλούσιου αρχαιολογικού αποθέματος της περιοχής αποτελεί μοχλό ανάπτυξης για την Περιφερειακή Ενότητα Ημαθίας, αλλά και ευρύτερα για την Κεντρική Μακεδονία.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

Leave a Response