Η κακούργα Mary: Σκότωσε 11 από τα 13 παιδιά της και 3 από τους 4 συζύγους της… Ήταν η πρώτη κατά συρροή δολοφόνος της Αγγλίας με το τέλος που της άξιζε

Κοινοποίηση:
yt546565

Στις 24 Μαρτίου 1873, η Mary Ann Cotton καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού επειδή δολοφόνησε τον γιο του τέταρτου συζύγου της, Charles Edward Cotton.

Σε ηλικία 40 ετών ήταν γνωστή ως η πρώτη γυναίκα κατά συρροήν δολοφόνος της Βρετανίας: στο πέρασμά της, “άφησε” πίσω της 21 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων 11 από τα 13 παιδιά της, τρεις από τους τέσσερις συζύγους της, έναν εραστή και τη μητέρα της.

Γεννημένη το 1832 από γονείς εργατικής τάξης, η Mary Ann είχε μία δύσκολη παιδική ηλικία. Ο ανθρακωρύχος πατέρας της έφυγε από τη ζωή σε νεαρή ηλικία, όταν η ίδια ήταν εννέα ετών, αναγκάζοντας τη Mary Ann να εισέλθει στον εργατικό βίο και να στηρίξει την οικογένειά της. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε το 1843 έναν άντρα που ονομαζόταν George Stott. Η έφηβη κοπέλα δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιώσει αρμονικά με τον νέο πατριό της.

Ως νεαρή γυναίκα, η Mary Ann εργάστηκε εργασία ως δασκάλα, νοσοκόμα και σύντομα αναζήτησε έναν σύζυγο. Αυτό επετεύχθη το 1852 όταν παντρεύτηκε τον William Mowbry – έναν εργάτη όπως ο πατέρας της. Λίγο αργότερα, πολλά από τα αγαπημένα πρόσωπα της Mary Ann άρχισαν να πεθαίνουν υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Ενώ ζούσε στο Plymouth του Denver, αυτή και ο William απέκτησαν πέντε παιδιά – τέσσερα από τα οποία πέθαναν από τύφο. Στη συνέχεια, το ζευγάρι μετακόμισε στη Βορειοανατολική Αγγλία όπου έχασαν τρία ακόμη παιδιά. Αργότερα, η Mary Ann προσπάθησε να θυμηθεί πόσα παιδιά είχε (και πόσα έχασε) κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου της ζωής της. Η οικογένεια εργαζόταν σκληρά για να βγάλει τα προς το ζην. Ο William βρήκε απασχόληση ως εργοδηγός στο South Hetton Colliery και αργότερα ως πυροσβέστης σε ένα ατμόπλοιο. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1865, υπέκυψε σε εντερική διαταραχή ακριβώς όπως τα παιδιά του, πριν από εκείνον.

Η χήρα, πλέον, Mary Ann έμεινε με ένα παιδί και μία ασφαλιστική αποζημίωση £35 για τον χαμό του William, που ισοδυναμούσε με μισθό μισού έτους. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πρώτου της συζύγου παντρεύτηκε τον George Ward. Πέθανε μέσα σε δεκατρείς μήνες από τον γάμο τους από μία χρόνια ασθένεια που χαρακτηριζόταν από παράλυση και εντερικά προβλήματα. Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε έδωσε αργότερα στοιχεία ότι ο Ward ήταν πολύ άρρωστος, αλλά τον εξέπληξε το γεγονός ότι ο θάνατός του ήταν τόσο ξαφνικός. Και πάλι, η Mary Ann έλαβε χρηματική αποζημίωση για τον αποθανόντα σύζυγό της. Ο επόμενος σύζυγός της ήταν ο James Robinson, του οποίου η πρώην σύζυγος είχε πεθάνει και τον άφησε με ένα βρέφος.

Το Νοέμβριο του 1866 προσέλαβε τη Mary Ann ως οικονόμο, μόνο για να δει το μικρό του παιδί να πεθαίνει λίγο αργότερα. Συντετριμμένος πλέον, στράφηκε στη Mary Ann για παρηγοριά και μετά από λίγο έγιναν ζευγάρι. Το νέο αυτό ειδύλλιο διακόπηκε όταν η μητέρα της αρρώστησε. Η Mary Ann ταξίδεψε για να την φροντίσει. Εντός εννέα ημερών από την άφιξή της όμως η μητέρα της κατέληξε, παρά το γεγονός ότι η ηλικιωμένη γυναίκα φαινόταν να βρίσκεται σε φάση ανάρρωσης. Η Mary Ann επέστρεψε στον James με την κόρη της, ένα παιδί που ζούσε όλο αυτό το διάστημα με τη μητέρα της. Μέχρι τα τέλη Απριλίου 1867, αυτή η κόρη, καθώς και δύο από τα άλλα παιδιά του James, ήταν νεκρά. Παρά τη συγκλονιστική αυτή λίστα θανάτων, ο James παντρεύτηκε τη Mary Ann εκείνο το καλοκαίρι. Το πρώτο τους παιδί – μία κόρη – γεννήθηκε τον Νοέμβριο. Αρρώστησε και είχε πεθάνει μέχρι τον Μάρτιο. Το δεύτερο παιδί τους, ο George, γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1869.

Ο James άρχισε να υποψιάζεται τη σύζυγό του. Όταν διαπίστωσε ότι εξανάγκαζε τα θετά παιδιά της να ενεχυριάζουν οικιακά αντικείμενα για μετρητά, την έδιωξε – διατηρώντας την επιμέλεια του νεαρού George και πιθανότατα σώζοντας τη ζωή του αγοριού, καθώς και τη δική του. Το τελευταίο άτομο που έπεσε θύμα της θανατηφόρας παγίδας της Mary Ann ήταν ο Frederick Cotton. Σε αυτήν την οικογένεια, η Mary Ann κατάφερε να σκοτώσει όχι μόνο τον Frederick, αλλά και την αδελφή του, το παιδί της Mary Ann με τον Frederick και το παιδί του Frederick από έναν προηγούμενο γάμο, τον νέο Charles Edward Cotton. Ο εραστής της, ονόματι Joseph Nattrass πέθανε, επίσης, από ασθένεια που σχετίζεται με το στομάχι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Μόνο μετά το θάνατο του νεαρού Charles, άρχισαν να υποψιάζονται την Mary Ann- μετά από 20 χρόνια μυστηριωδών θανάτων και πιθανών δολοφονιών. Ένας υπάλληλος της ενορίας την ρώτησε αν σχεδίαζε να παντρευτεί τον John Quick-Manning, έναν άνδρα με τον οποίο είχε ξεκινήσει μία σχέση. Σύμφωνα με πληροφορίες, απάντησε: «Μπορεί να συμβεί, αλλά το αγόρι (ο γιος του) είναι στη μέση. Ίσως αυτό να μην έχει σημασία καθώς δεν θα με ενοχλεί για πολύ.»

Το αρσενικό ήταν το όπλο της Mary Ann. Το δηλητήριο μπορούσε να παρασχεθεί σε ανυποψίαστα θύματα και ήταν, ως επί το πλείστον, εύκολα προσβάσιμο τον 19ο αιώνα. Παρ ‘όλα αυτά, τίθεται το εξής ερώτημα: Πώς μπορούσαν τόσοι πολλοί θάνατοι να παραμείνουν ανεξιχνίαστοι για τόσο μεγάλο διάστημα; Τα υψηλά ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας, η στοιχειώδης τήρηση αρχείων και η χαμηλή ποιότητα διατροφής των φτωχών εργαζομένων βοήθησαν την Mary Ann Cotton να διαφύγει της δικαιοσύνης. Χωρίς αμφιβολία, η Mary Ann κέρδισε, επίσης, τη συμπάθεια ως πονεμένη μητέρα και χήρα. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσε να κρυφτεί πίσω από το μαύρο πέπλο της θλίψης για πάντα. Τον Μάρτιο του 1873, η Mary Ann Cotton εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου Durham. Καταδικάστηκε επίσημα για τη δολοφονία του Charles Edward Cotton. Η κοινή γνώμη την καταδίκασε για πολύ περισσότερους θανάτους.

Σε γράμματά της μέσα στη φυλακή επέμενε για την αθωότητά της: “Ελπίζω ότι δεν θα με κρίνετε λανθασμένα, όπως έχει συμβεί με τον θάνατο του Charles Edward Cotton, για τον οποίο δεν είμαι ένοχη. Αυτοί που διαβάζουν τα στοιχεία τα οποία είναι εναντίον μου μπορεί να νομίζουν ότι είμαι (ένοχη) αλλά πρέπει να σας πω ότι δεν είμαι ένοχη είμαι θύμα πλάνης”. Η δίκη της κράτησε τρεις ημέρες, κατά τις οποίες η Μαίρη καταδικάστηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού, ενώπιον 50 ατόμων. Η εκτέλεση της δεν εξελίχθηκε ομαλά. Το κενό κάτω από την πόρτα της πλατφόρμας ήταν πολύ μικρο, πράγμα που σήμαινε ότι ο λαιμός της δεν έσπασε ποτέ. Η Mary Ann έκανε σπασμωδικές κινήσεις και στριφογύριζε μέχρι που πέθανε από ασφυξία. Η τελευταία της επιθυμία – ένα φλιτζάνι τσάι. Το κείμενο έστειλε η αναγνώστριά μας Μαυρογιώργη Φωτεινή Στις 24 Μαρτίου 1873, η Mary Ann Cotton καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού επειδή δολοφόνησε τον γιο του τέταρτου συζύγου της, Charles Edward Cotton.

Σε ηλικία 40 ετών ήταν γνωστή ως η πρώτη γυναίκα κατά συρροήν δολοφόνος της Βρετανίας: στο πέρασμά της, “άφησε” πίσω της 21 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων 11 από τα 13 παιδιά της, τρεις από τους τέσσερις συζύγους της, έναν εραστή και τη μητέρα της. Γεννημένη το 1832 από γονείς εργατικής τάξης, η Mary Ann είχε μία δύσκολη παιδική ηλικία. Ο ανθρακωρύχος πατέρας της έφυγε από τη ζωή σε νεαρή ηλικία, όταν η ίδια ήταν εννέα ετών, αναγκάζοντας τη Mary Ann να εισέλθει στον εργατικό βίο και να στηρίξει την οικογένειά της. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε το 1843 έναν άντρα που ονομαζόταν George Stott. Η έφηβη κοπέλα δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιώσει αρμονικά με τον νέο πατριό της. Ως νεαρή γυναίκα, η Mary Ann εργάστηκε εργασία ως δασκάλα, νοσοκόμα και σύντομα αναζήτησε έναν σύζυγο. Αυτό επετεύχθη το 1852 όταν παντρεύτηκε τον William Mowbry – έναν εργάτη όπως ο πατέρας της. Λίγο αργότερα, πολλά από τα αγαπημένα πρόσωπα της Mary Ann άρχισαν να πεθαίνουν υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Ενώ ζούσε στο Plymouth του Denver, αυτή και ο William απέκτησαν πέντε παιδιά – τέσσερα από τα οποία πέθαναν από τύφο. Στη συνέχεια, το ζευγάρι μετακόμισε στη Βορειοανατολική Αγγλία όπου έχασαν τρία ακόμη παιδιά. Αργότερα, η Mary Ann προσπάθησε να θυμηθεί πόσα παιδιά είχε (και πόσα έχασε) κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου της ζωής της. Η οικογένεια εργαζόταν σκληρά για να βγάλει τα προς το ζην.

Ο William βρήκε απασχόληση ως εργοδηγός στο South Hetton Colliery και αργότερα ως πυροσβέστης σε ένα ατμόπλοιο. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1865, υπέκυψε σε εντερική διαταραχή ακριβώς όπως τα παιδιά του, πριν από εκείνον. Η χήρα, πλέον, Mary Ann έμεινε με ένα παιδί και μία ασφαλιστική αποζημίωση £35 για τον χαμό του William, που ισοδυναμούσε με μισθό μισού έτους. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πρώτου της συζύγου παντρεύτηκε τον George Ward. Πέθανε μέσα σε δεκατρείς μήνες από τον γάμο τους από μία χρόνια ασθένεια που χαρακτηριζόταν από παράλυση και εντερικά προβλήματα. Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε έδωσε αργότερα στοιχεία ότι ο Ward ήταν πολύ άρρωστος, αλλά τον εξέπληξε το γεγονός ότι ο θάνατός του ήταν τόσο ξαφνικός. Και πάλι, η Mary Ann έλαβε χρηματική αποζημίωση για τον αποθανόντα σύζυγό της.

Ο επόμενος σύζυγός της ήταν ο James Robinson, του οποίου η πρώην σύζυγος είχε πεθάνει και τον άφησε με ένα βρέφος. Το Νοέμβριο του 1866 προσέλαβε τη Mary Ann ως οικονόμο, μόνο για να δει το μικρό του παιδί να πεθαίνει λίγο αργότερα. Συντετριμμένος πλέον, στράφηκε στη Mary Ann για παρηγοριά και μετά από λίγο έγιναν ζευγάρι. Το νέο αυτό ειδύλλιο διακόπηκε όταν η μητέρα της αρρώστησε. Η Mary Ann ταξίδεψε για να την φροντίσει.
Εντός εννέα ημερών από την άφιξή της όμως η μητέρα της κατέληξε, παρά το γεγονός ότι η ηλικιωμένη γυναίκα φαινόταν να βρίσκεται σε φάση ανάρρωσης. Η Mary Ann επέστρεψε στον James με την κόρη της, ένα παιδί που ζούσε όλο αυτό το διάστημα με τη μητέρα της. Μέχρι τα τέλη Απριλίου 1867, αυτή η κόρη, καθώς και δύο από τα άλλα παιδιά του James, ήταν νεκρά. Παρά τη συγκλονιστική αυτή λίστα θανάτων, ο James παντρεύτηκε τη Mary Ann εκείνο το καλοκαίρι. Το πρώτο τους παιδί – μία κόρη – γεννήθηκε τον Νοέμβριο. Αρρώστησε και είχε πεθάνει μέχρι τον Μάρτιο.

Το δεύτερο παιδί τους, ο George, γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1869. Ο James άρχισε να υποψιάζεται τη σύζυγό του. Όταν διαπίστωσε ότι εξανάγκαζε τα θετά παιδιά της να ενεχυριάζουν οικιακά αντικείμενα για μετρητά, την έδιωξε – διατηρώντας την επιμέλεια του νεαρού George και πιθανότατα σώζοντας τη ζωή του αγοριού, καθώς και τη δική του. Το τελευταίο άτομο που έπεσε θύμα της θανατηφόρας παγίδας της Mary Ann…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: