Η καραντίνα έχει αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμπτωμάτων του μετατραυματικού στρες, της σύγχυσης και του θυμού, σύμφωνα με ερευνητές του King’s College London.
Ως μέσο για τον έλεγχο της τρέχουσας έκρηξης του COVID-19, πολλές χώρες ζήτησαν από τους πολίτες να απομονωθούν στο σπίτι ή σε κάποια ειδική μονάδα καραντίνας. Οι βρετανοί πολιτικοί και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δήλωσαν ότι οι αποφάσεις απομόνωσης πρέπει να βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία για τον ίδιο τον ιό, αλλά και τις πιθανές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της καραντίνας.
Χρηματοδοτούμενη από τους φορείς National Institute for Health Research (NIHR) και Health Protection Research Unit (HPRU) in Emergency Preparedness and Response, η νέα μελέτη ανασκοπεί τις έρευνες σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις προηγούμενων επιδημιών. Οι ερευνητές ανέλυσαν 24 μελέτες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε 10 χώρες και περιλάμβαναν άτομα με σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (SARS), Ebola, γρίπη H1N1 και αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (MERS).
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet, διαπιστώνει ότι αυτές οι ψυχολογικές επιπτώσεις μπορεί να είναι μακροχρόνιες. Υπό το πρίσμα αυτό, οι ερευνητές της μελέτης παρέχουν βασικά μηνύματα σχετικά με τον μετριασμό των επιπτώσεων, ιδίως όσον αφορά την παροχή πληροφοριών και τη διάρκεια της καραντίνας.
Η μελέτη έδειξε ένα ευρύ φάσμα ψυχολογικών επιπτώσεων από την καραντίνα, συμπεριλαμβανομένων των συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες, κατάθλιψης, θυμού και φόβου και της κατάχρησης ουσιών. Ορισμένα από αυτά, ιδιαίτερα τα συμπτώματα μετατραυματικού στρες, αποδείχθηκαν μακροχρόνια. Τα άτομα με ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών και οι επαγγελματίες υγείας υπέστησαν τις μεγαλύτερες ψυχολογικές επιπτώσεις λόγω της καραντίνας, σύμφωνα με την έρευνα.
Η επικεφαλής συγγραφέας Dr. Samantha Brooks (Institute of Psychiatry, Psychology & Neuroscience (IoPPN), King’s College London) δήλωσε: “Η καραντίνα είναι μια απομονωτική και συχνά τρομακτική εμπειρία και η μελέτη μας διαπίστωσε ότι έχει αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις. Το εύρημα ότι τα αποτελέσματα εξακολουθούν να εντοπίζονται μήνες ή χρόνια μετά – αν και από μικρό αριθμό μελετών – προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία και δείχνει ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καραντίνας για τον περιορισμό αυτών των ψυχολογικών επιπτώσεων. Οι επαγγελματίες υγείας αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή από τους διευθυντές και τους συναδέλφους τους και τα άτομα με προϋπάρχουσα κακή ψυχική υγεία χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη κατά τη διάρκεια της καραντίνας».
Η έρευνα διερεύνησε τους στρεσογόνους παράγοντες που συνέβαλαν στο επίπεδο των ψυχολογικών επιπτώσεων που σημειώθηκαν από την καραντίνα, με σκοπό την ανάπτυξη συστάσεων για ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων. Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι μεγαλύτερες σε χρονική διάρκεια καραντίνες συνδέονταν με φτωχότερη ψυχική υγεία. Άλλοι παράγοντες που επηρέασαν ήταν η έλλειψη βασικών προμηθειών όπως τα τρόφιμα καθώς και η κακή ενημέρωση των αρχών δημόσιας υγείας σχετικά με τους σκοπούς της καραντίνας και των κατευθυντήριων οδηγιών για τις δράσεις που έπρεπε να ληφθούν. Όσον αφορά την περίοδο μετά την απομόνωση, οι οικονομικές απώλειες λόγω ανικανότητας προς εργασία και το στίγμα γύρω από την ίδια την ασθένεια συνδέονταν επίσης με προβλήματα ψυχικής υγείας.
Ο συνεργαζόμενος ερευνητής, καθηγητής Neil Greenberg από το IoPPN δήλωσε: “Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε καραντίνα αντιμετωπίζουν ήδη υψηλό επίπεδο φόβου σχετικά με τη μόλυνση τους και την πιθανότητα μόλυνσης άλλων. Όταν βρίσκονται σε καραντίνα είναι συχνά επιρρεπείς σε καταστροφικές ερμηνείες των γεγονότων και η απουσία σωστής και συγκεκριμένης ενημέρωσης επιδεινώνει την κατάσταση. Η έρευνά μας έδειξε ότι είναι σημαντικό τα άτομα που βρίσκονται σε καραντίνα να έχουν πρόσβαση σε ενημερωμένες και ακριβείς πληροφορίες που γνωστοποιούν με σαφήνεια και συνέπεια τους λόγους της καραντίνας και τυχόν αλλαγές στο σχέδιο απομόνωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διάρκεια της. Η περίοδος απομόνωσης θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και η διάρκεια δεν θα πρέπει να αλλάζει (παρα μόνο σε ακραίες συνθήκες), καθώς αυτές οι αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία».
Καμία προηγούμενη έρευνα δεν έχει συγκρίνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις της υποχρεωτικής έναντι της εκούσιας καραντίνας, αλλά οι μελέτες υποδεικνύουν ότι όταν τονίζεται η αλτρουιστική πλευρά της καραντίνας, από την άποψη της διατήρησης της ασφάλειας των άλλων ανθρώπων, μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα το άγχος και η απογοήτευση.
Ο καθηγητής Sir Simon Wessely από το IoPPN και διευθυντής του NIHR HPRU δήλωσε: “Οι επαγγελματίες στο χώρο τηε υγείας που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της καραντίνας θα πρέπει να θυμούνται ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι στην ίδια κατάσταση και μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες ακόμη και με το ίδιο πλάνο καραντίνας. Εάν η εμπειρία της καραντίνας είναι αρνητική, τα αποτελέσματα της μελέτης μας δείχνουν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ψυχική υγεία”.
“Όλοι αναγνωρίζουν πια τις πιθανές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες του COVID-19. Αυτό που υπογραμμίζει η έρευνα είναι οι πιθανές ανεπιθύμητες συνέπειες των προσπαθειών για τον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού. Πρέπει να είναι εν γνώση μας και να θεσπίσουμε μέτρα για τη μείωση τους. Η επικοινωνία και η διαφάνεια αποτελούν το κλειδί και η εθελοντική καραντίνα, ως αλτρουιστική πράξη για την προστασία των άλλων, θα συνδέεται πάντοτε με λιγότερο σοβαρές συνέπειες από την επιβαλλόμενη καραντίνα.