Οι Γερμανοί ζούσαν από τα συσσίτια και έκαναν τα μάρκα ταπετσαρίες.
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία ήταν μια ευημερούσα χώρα, με νόμισμα βασισμένο στην αξία του χρυσού, βιομηχανική ανάπτυξη και ηγετική θέση παγκοσμίως στην οπτική, τη χημεία και τη μηχανική.
Το 1914 το γερμανικό μάρκο, η βρετανική λίρα, το γαλλικό φράγκο και η ιταλική λιρέτα είχαν περίπου ίση αξία και μια ισοτιμία κοντά στο πέντε προς ένα με το δολάριο.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όμως, η οικονομία της είχε εξαντληθεί και έπρεπε να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις στους νικητές. Ωστόσο δεν είχε τα χρήματα και ο λαός καταδικάστηκε σε φτώχεια, ενώ η οικονομία δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί. Το χρέος δεν ήταν βιώσιμο και ο πληθωρισμός οδήγησε σε τραγωδίες τον γερμανικό λαό.
Το 1923, στην πιο πυρετώδη στιγμή του γερμανικού υπερπληθωρισμού, η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν ένα δολλάριο προς ένα τρισεκατομμύριο μάρκα. Ένα καρότσι γεμάτο χρήματα δεν αρκούσε για να αγοράσει κανείς ούτε μια εφημερίδα. Οι περισσότεροι Γερμανοί παρασύρθηκαν από τον οικονομικό ανεμοστρόβιλο, καθώς το νόμισμα είχε χάσει κάθε αξία.
Ο υπερπληθωρισμός στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης διήρκεσε τρία χρόνια, από τον Ιούνιο του 1921 έως τον Ιανουάριο του 1924. Από τον Αύγουστο του 1921 η Γερμανία άρχισε να αγοράζει ξένο νόμισμα σε οποιοδήποτε ισοτιμία με συνέπεια τη ραγδαία μείωσης της αξίας του μάρκου.
Όσο έπεφτε η αξία του νομίσματος τόσα περισσότερα μάρκα χρειαζόταν η Επιτροπή Αποζημιώσεων για να αγοράσει συνάλλαγμα. Το πρώτο εξάμηνο του 1922 το μάρκο σταθεροποιήθηκε σε ισοτιμία 322 μάρκα προς ένα δολάριο.
Οργανώθηκαν διεθνή συνέδρια για το θέμα όπως αυτό τον Ιούνιο του 1922 από τον επικεφαλής της επενδυτικής τράπεζας JP Morgan, Jr. Κάθε φορά που δεν βρισκόταν λύση, ο πληθωρισμός ξέσπαγε και μετατρεπόταν σε υπερπληθωρισμό κι έτσι τον Δεκέμβριο του 1922 η ισοτιμία είχε διαμορφωθεί σε 800 μάρκα ανά δολάριο.
Ο κόσμος έσπρωχνε στις ουρές στα μπακάλικα, καθώς όταν έμπαινε στο μαγαζί, η τιμή ανέβαινε μέχρι και πέντε φορές, ώσπου να φτάσει στο ταμείο.
Περιουσίες χάθηκαν και τα συσσίτια άρχισαν να συντηρούν χιλιάδες, μέχρι πρότινος περήφανους, Γερμανούς.
Ο δείκτης για το κόστος ζωής ήταν 41 μονάδες τον Ιούνιο του 1922 και 685 το Δεκέμβριο, αυξήθηκε δηλαδή πάνω από 15 φορές. Στα τέλη του 1923, ένα λίτρο γάλα κόστιζε 26 δισ. μάρκα και ένα καρβέλι ψωμί 105 δισεκατομμύρια.
Πέρα από τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο, οι γιατροί στη διάρκεια των τριών ετών του υπερπληθωρισμού είχαν διαγνώσει και μια εγκεφαλική διαταραχή που συνδέθηκε με την οικονομική κρίση.
Πολλοί άνθρωποι που έπρεπε να κάνουν περίπλοκους υπολογισμούς προσθέτοντας αναρίθμητα μηδενικά πάθαιναν κάτι σαν ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο το οποίο ονομάστηκε έτσι το εγκεφαλικού του μηδενός ή της κρυπτογράφησης.
Λογικό αν σκεφτεί κάποιος ότι μέχρι να πιει ένας άνθρωπος τον καφέ του η τιμή του καφέ είχε διπλασιαστεί!
Όσα υπέφερε τότε ο γερμανικός λαός εξηγούν, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους και τη δυσπιστία που έχει η χώρα απέναντι σε χαλαρές νομισματικές πολιτικές, με δεδομένες και τις επιπτώσεις που είχε η οικονομική ύφεση του μεσοπολέμου στην άνοδο του ναζισμού, καθώς η συντετριμμένη μεσαία τάξη έγινε δεκτική στην ακροδεξιά προπαγάνδα.
Στις 16 Νοεμβρίου του 1923 η Ράιχμπανκ εξέδωσε το νέο μάρκο με ισοτιμία 1 προς 1 τρισεκατομμύριο μάρκα και 4,2 νέα μάρκα προς 1 δολάριο.
Ήταν η ίδια χρονιά που ένας άγνωστος, γραφικός βετεράνος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, με λίγους αλλά φανατικούς υποστηρικτές, προσπάθησε να ανατρέψει τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, ξεκινώντας από μια μπυραρία του Μονάχου. Συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή. Το όνομά του ήταν Αδόλφος Χίτλερ.