Η περιπετειώδης ζωή της εντυπωσιακής Ολιβέρα ή Όλια, όπως είναι το χαϊδευτικό της, Τσίρκοβιτς μοιάζει να είναι βγαλμένη μέσα από ένα μυθιστόρημα.
Υπήρξε μια από τις καλύτερες μπασκετμπολίστριες στην Ευρώπη, διεθνής με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας, η ομάδα της ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, μάγεψε και τα ελληνικά παρκέ παίζοντας στο Παγκράτι και τον Παναθηναϊκό για να βρεθεί, τελικά, μπλεγμένη στα πλοκάμια της παρανομίας με μια από τις πιο διαβόητες συμμορίες, τους «Ροζ Πάνθηρες». Ο Αντώνης Σρόιτερ, για την εκπομπή ΑΥΤΟΨΙΑ, ταξίδεψε μέχρι το Βελιγράδι για να τη συναντήσει αφού της έχει απαγορευθεί η είσοδος στην Ελλάδα και η πανύψηλη Ολια ξετύλιξε το μυθιστορηματικό κουβάρι της ζωής της, της νόμιμης και της παράνομης. Μιας ζωής για την οποία όπως είπε εμφατικά στην έναρξη της εκπομπής «Δεν μετανιώνω. Αυτή είναι η ζωή μου και αυτό με έκανε αυτό που είμαι σήμερα».
Το ξεκίνημα της μπασκετικής της καριέρας φάνταζε ιδανικό. Τα χρόνια εκείνα η Γιουγκοσλαβία έβγαζε όλα τα ταλέντα του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η Όλια Τσίρκοβιτς με ύψος 1,92 ήταν ένα από τα μεγάλα αστέρια παίζοντας για την πρωταθλήτρια Ευρώπης Τουζλα. Όμως, το ξέσπασμα του πολέμου το 1991 την έφερε στην Ελλάδα για να αγωνιστεί με τα χρώματα του Παγκρατίου. Όπως θυμάται «Ο Θεός και όλα τα αστέρια ήθελαν να μείνω Ελλάδα. Ότι έκανα έβαζα καλάθι, έπεφτα και έβαζα καλάθι».
Όμως, όταν ο έρωτας της χτύπησε την πόρτα μετά από τρία χρόνια ίσως, λέει, άρχισε από εκεί η ιστορία της παρανομίας. Αλλά κέρδισε το βραβείο της ζωής της καθώς γεννήθηκε ο γιος της, Νικολα, στο Μέγας Αλέξανδρος το 1996. Όπως είπε, ο Σέρβος άντρας της έκανε τις παρανομίες του πίσω στην πατρίδα τους και μοίραζε τα λεφτά, γεγονός που την εντυπωσίασε.
«- Σου άλλαξε κάτι στο μυαλό;
-Μου άνοιξε μια πόρτα όπου γνώρισα άλλους ανθρώπους, παράνομους και δεν ήταν όπως έλεγε ο μπαμπάς μου «Είναι κακοί, είναι κλέφτες». Εγώ γνώρισα ανθρώπους σαν παιδιά. Πολύ ανοιχτοί, σαν παιδιά τα κάνουνε.
-Αντί να τρομάξεις από αυτούς γοητεύτηκες;
-Ακριβώς. Αυτό είναι λίγο περίεργο. Μια μπασκετμπολίστρια που είχα τα πάντα άρχισα λίγο να νιώθω συμπάθεια.»
Ο πόλεμος στην Σερβία, εξηγεί πως έχει αλλάξει και τους ανθρώπους αλλά και τον τρόπο ζωής τους. «Είναι νόμιμο να ανοίξεις ένα σπίτι και να έχεις Κλέμενς ρούχα, χρυσό, ό,τι να ‘ναι. Οι Σέρβοι πήγαιναν στην Ευρώπη και έφερναν κλεμμένα επώνυμα ρούχα και τέτοια και λέω «γιατί όχι;» Να αγοράζω εγώ φτηνά και να τα πουλάω νόμιμα. Ήταν νόμιμο γιατί είχαμε εμπάργκο και η Σερβία μας άφηνε να κάνουμε τα πάντα..» Με τις γνωριμίες που είχε, ό,τι της έφερναν το πουλούσε αμέσως. Τόσο γρήγορα που άρχισε να χρηματοδοτεί ομάδες να κλέβουν σε όλη την Ευρώπη και μα ξεπουλά. «Ήμουν σίγουρη ότι δεν είμαι παράνομη. Ήμουν περήφανη πόσο έξυπνη είμαι και πόσο γρήγορα βγάζω τα λεφτά» λέει τώρα η Όλια.
Όμως, ο έρωτας και πάλι θα την οδηγήσει σε ένα ακόμη λάθος. Έχοντας χωρίσει από τον πατέρα του παιδιού της θα ερωτευτεί ένα μέλος της συμμορίας και θα ακολουθήσει σε ένα «χτύπημα» στην Ελλάδα.
Το κοσμηματοπωλείο στη Χερσόνησο της Κρήτης ήταν ιδανικό να συνδυαστεί με διακοπές. Μένει μακριά από το σημείο κλοπής αλλά επιστρέφει με τον νέο της έρωτα στο Ρέθυμνο για να μην προκαλέσει υποψίες. Ένας ξεχασμένος λοστός κάτω από το κάθισμα και ένας έλεγχος από τους αστυνομικούς θα την οδηγήσει στην πρώτη της καταδίκη. 6 χρόνια ποινή φυλάκισης. «Και η Όλια ξυπνάει σαν πριγκίπισσα. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται.» Τα πρωτοσέλιδα της εποχής έγραφαν για την αμαζόνα μπασκετμπολίστρια και τρόμαξε. «Παίρνω τον γιο μου και του λέω: Νικόλα, ο άνθρωπος που πήγα για κάτι δουλειές κάτι έκανε και έμπλεξα. Είμαι στη φυλακή. Μοιάζει με ξενοδοχείο που ξεκουράζεσαι όλη μέρα, που έχουμε φαγητό και είναι ωραία». Ο γιος τότε ήταν 10 ετών. Η συμμορία ακόμη δεν είχε αποκτήσει το όνομα «Ροζ Πάνθηρες».
Μετά από 2,5-3 χρόνια αποφυλακίζεται αλλά η ίδια, λέει, ήταν αγριεμένη που από ένα λάθος μπήκε φυλακή. Ντρεπόταν να επιστρέψει στο μπάσκετ και να προπονεί, είχε στιγματιστεί. Έτσι, επιστρέφοντας στην Σερβία επέστρεψε και πιο βαθιά στην παρανομία. Τότε αρχίζει και η ιστορία για τους «Ροζ Πάνθηρες». Όμως, όπως λέει η Όλια Τσίρκοβιτς, δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα έχει διαβάσει η κοινή γνώμη. Δεν υπήρχε ένας αρχηγός και μια οργάνωση. Ήταν πολλές και διαφορετικές ομάδες. «Στην Γαλλία η αστυνομία δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Γίνεται κάτι τέτοιο που είναι απλή κλοπή, δεν είναι ληστεία. Δεν κινδύνευε κανεις. Δεν μπορεις να ακούσεις μεγάλη ποινή. Ο μοναδικός τρόπος ήταν να την βγάλουν εγκληματική οργάνωση. Αν έχεις εγκληματική οργάνωση παίρνεις 5-10 χρόνια. Ήταν πολύ έξυπνο αυτό που έκανε η αστυνομία της Γαλλίας».
Ο δικός της ρόλος στην οργάνωση ήταν, ισχυρίζεται, περισσότερο υποστηρικτικός. Να ενοικιάζει τα σπίτια ή τα αυτοκίνητα. Όμως ένα ακόμη λάθος και ο πάντα παρών έρωτας θα οδηγήσει και πάλι σε αδιέξοδο.
«-Που στράβωσε αυτή η δουλειά;
– Δεν στράβωσε. Αυτός είναι ένας δρόμος μονόδρομος που σε πάει στη φυλακή. Η παρανομία είναι φυλακή και οποιος ονειρευεται κάτι άλλο είναι άπειρος.»
Με τον ίδιο άντρα, όπως την προηγούμενη φορά, θα βρεθεί στην Ελλάδα για μια ληστεία. Ο ίδιος με έναν ακόμη θα βρεθούν στην Καλλιθέα για ένα χτύπημα αλλά μια άλλη ληστεία σημειώνεται μπροστά τους, εξιστορεί η Όλια, και θα βρεθούν στο στόχαστρο των αστυνομικών. Ο φίλος της θα πυροβολήσει και θα πυροβοληθεί. «40 μέρες ήταν σε κώμα. Δεν ξέρω πως έζησε αυτός ο άνθρωπος. Όλοι φύγανε αλλά εγώ έμεινα. Είπαμε αυτό το έργο που έχουμε αισθήματα, να ονειρεύομαι, δεν μπορούσα να τον αφήσω».
Προφυλακίζεται στον Κορυδαλλο αλλά από την αρχή, λέει, ήταν αποφασισμένη να αποδράσει. Το σχέδιο ξεδιπλώνεται γύρω από το τάλαντο της στη ζωγραφική.
Εκεί θα γνωρίσει και την κόρη του Άκη Τσοχατζόπουλου, Αρετή.
«-Διαβάζω ότι ο άνθρωπος που άθελά του σε βοήθησε να αποδράσεις ήταν η Αρετή Τσοχατζόπουλου. Τι εννοώ. Ότι είπε ότι εκείνη είναι μια καλλιτέχνιδα που ζωγραφίζει τέλεια και αφήστε την κοπέλα να ζωγραφίσει τη φυλακή.
-Με καλή έννοια ναι μπορεί. Ένιωσα λίγο τύψεις γιατί αυτή με εντελώς καλή έννοια, δεν μπορούσε ένας κρατούμενος, ούτε η Αρετή να προτείνει στους εργαζόμενους κάτι».
Η ευκαιρία ήρθε όταν η αρχιφύλακας της πρότεινε να ζωγραφίσει το δωμάτιο της διευθύντριας που έλειπε. Χρυσή ευκαιρία, λέει η ίδια. 15 μέτρα από την πόρτα του Κορυδαλλού, 15 μέτρα από την ελευθερία. Έχει συνεννοηθεί να έρθει ένας συνεργός, δήθεν ότι φέρνει χρώματα για την κρατούμενη-ζωγράφο. Και όταν άνοιξε η πόρτα μπήκε σε εφαρμογή το υπόλοιπο σχέδιο.
«-Ποτε δεν είχαμε πειράξει κόσμο. Απλά οι γυναίκες είναι περίεργες με το φόβο. Αρχίζουν να φωνάζουν, να ουρλιάζουν… του είπα να την χτυπήσει να μην ουρλιάζει.
-Την σωφρονιστική υπάλληλο;
-Την αρχιφύλακα. Του είπα αν κάνω έτσι με το κεφάλι χτύπησέ την και την χτύπησε και αυτή έπεσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει, η ίδια είπε Βόμβα…ήμουν πολύ χαλαρή, βγήκα έξω με ωραία ρούχα, περπάτημα, ο άλλος με κρατούσε σαν να πάμε για βραδινό»
Ωστόσο, θυμάται πως αντί να ανέβει στη μεγάλη κυβισμού μηχανή ανέβηκε σε ένα παπάκι. «Πηγαίναμε σαν πληγωμένο σαλιγκάρι» λέει γελώντας. «Με το παπάκι σε δυο λεπτα ήμουν σε ένα σπίτι νοικιασμένο. Τελείωσε η υπόθεση, τέλος. Απόδραση τέλος»
Μετά από 10 ημέρες Βελιγράδι αλλά η παρανομία είναι πάντα μονόδρομος για την ίδια. «Εκεί καταλαβαίνεις ποσο άρρωστος είσαι. Έχεις χάσει την μπάλα» ομολογεί πλέον η Όλια Τσίρκοβιτς. Σε λίγους μήνες μια ληστεία θα την φέρει πάλι στην Ελλάδα. Μια ληστεία σε κοσμηματοπωλείο στην Αργυρουπολη, μια υποψία για το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο που είχαν και η επιστροφή στην φυλακή ήρθε χωρίς περιθώρια νέας απόδρασης.
Πέντε χρόνια θα μείνει μέσα αυτή τη φορά. Και για να επιβιώσει πρέπει να γίνει σκληρή «Είναι περίεργο. Πρέπει να παγώσεις τα συναισθήματα. Γίνεται αυτόματα. Στην αρχή έβλεπα κοπέλες να κόβουν φλέβες. Με πείραζε. Μετά καταλαβαίνεις πως δεν θα επιβιώσεις, γίνεσαι λίγο σκληρός. Θυμάμαι μόνο χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν ξέρεις πως παγώσεις, δεν καταλαβαίνεις».
«-Για πες μου για την ημέρα της αποφυλάκισης.
-Κατάλαβα πως πάγωσα όταν ήρθα στο αεροδρόμιο στο Βελιγράδι. Και βλέπω το παλικάρι μου. Όλη τη ζωή μου προτεραιότητα ήταν ο γιος μου. Όταν τον βλέπω τρέμουν τα χείλια του, έτοιμος να κλάψει και δεν καλεί εύκολα. Τον αγκαλιάζω, με αγκαλιάζει και δεν νιώθω τίποτα. Το κάνω γιατί πρέπει να το κάνω, να μην τον προσβάλλω.»
Ωστόσο, ένα περιστατικό είναι που θα την σημαδέψει και θα την κάνει να γυρίσει όλη αυτή τη ζωή της παρανομίας που έζησε για δύο δεκαετίες.
«-Δεν ξαναβρήκες την ίδια συμμορία;
-Το έκανα. Βγαίνεις και έχεις να διαλέξεις έναν δρόμο. Δεξιά και αριστερά. Αριστερά είναι οι νορμαλ άνθρωποι. Σε φοβίζει αυτός ο δρόμος 3 φορές παραπάνω από τον παράνομο. Πιστεύεις ότι στον παράνομο δρόμο ξέρεις που πατάς. Και έγινε ένα περιστατικό σε μια πολύ επικίνδυνη χώρα που πιστεύω ότι ο Θεός έκλεισε τα μάτια παντού για να με σώσει. Τρόμαξα το παιδί μου γιατί ήταν στο τηλέφωνο και κατάλαβε πως κάτι μου συμβαίνει. Γυρίζω σπίτι και για πρώτη φορά είδα στα μάτια του γιου μου την αμφιβολία. Η εικόνα είδωλο που είχε για μένα κατέρρευσε. Δεν με άλλαξε κανένα δικαστήριο, κανένας αστυνομικός. Με άλλαξε ο γιος μου και αυτό το βλέμμα που είδα.»
Πλέον η Όλια Τσίρκοβιτς ζει μια νέα απαλλαγμένη από τα βάρη του παρελθόντος ζωή. Έχει γράψει δύο βιβλία και άλλο ένα που μόλις εκδόθηκε. Η αυτοβιογραφία της. Το πρώτο πούλησε πάνω από 50.000 αντίτυπα. Κάνει κοινωφελές έργο πηγαίνοντας στις φυλακές της χώρας της και παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής και ζωγραφιζει τις φυλακές. Ακόμη σχεδιάζει τσάντες με δικές της ζωγραφιές. Όμως, θα ήθελε, όπως λέει, να αρθεί το απαγορευτικό εισόδου για τη χώρα μας και να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά και στην Ελλάδα, «χωρίς παρανομίες» συμπληρώνει γελώντας. Και να πιει επιτέλους έναν καφέ στο αγαπημένο της Παγκράτι.
Βέβαια, είναι και η πρόταση που της έχει γίνει για ταινία.
«-Χόλιγουντ;
-Χόλιγουντ.
-Ποια ηθοποιό θα ήθελες να σε ερμηνεύσει;
-Ούμα Θέρμαν. Απλά την γουστάρω. Θράσος έχει, δεν ξέρω».