«Αστίατρος. Υγειονομικός έλεγχος καθαριότητος και ψεκασμός ακαθάρτων χώρων. Όβερ. Έλα παιδί». Το είπε ο Θανάσης Βέγγος. Το άκουσε ο Τάκης Μηλιάδης (χωρίς να φαντάζεται τι θα επακολουθήσει). Το παιδί ήταν ο Γιάννης Σπαρίδης. Κλεισμένα 68, αλλά… παιδί. Κάπως έτσι άρχισαν όλα…
«Θανάσης Βέγγος ΘΒ Ταινίες Γέλιου», ήταν το όνομα της εταιρείας κινηματογραφικών παραγωγών που ίδρυσε εν έτει 1964 ο «καλός μας άνθρωπος».
Το φιλμ «Βοήθεια! Ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000» ήταν το τρίτο κατά σειρά μετά το «Είναι ένας τρελός-τρελός-τρελός Βέγγος» του 1965 σε σκηνοθεσία Πάνου Γλυκοφρύδη και το «Ο Παπατρέχας» του 1966 σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού.
Παράλληλα, ήταν το πρώτο σε σκηνοθεσία του αξέχαστου ηθοποιού, ο οποίος έκανε και την παραγωγή, ενώ το σενάριο γράφτηκε από τους Νίκο Τσιφόρο-Ναπολέοντα Ελευθερίου.
Βασίστηκε στο θέμα της διεθνούς κατασκοπείας του Ψυχρού Πολέμου και στον πρωτοεμφανιζόμενο τότε «Τζέιμς Μποντ». Εξάλλου αυτό ήταν το όνομα της σχολής μυστικών ιδιωτικών πρακτόρων, στην οποία εκπαιδεύεται ο Θανάσης Βέγγος και οι υπόλοιποι με τις χαρακτηριστικές φάτσες που έπαιζαν συχνά στις ταινίες της εταιρείας του. Σε ρόλο καθηγητή ο φοβερός Ζαννίνο.
-Κάνε ποντίκι.
-Τι να κάνω;
-Είπα, κάνε ποντίκι!
Ο Βέγγος έχει αποτύχει οικτρά στις δύο πρώτες αποστολές και έχει πάρει ένα μεγαλοπρεπέστατο «μηδέν» για βαθμό. Δεν πτοείται όμως. Υποστηρίζει ότι τα πάντα είναι κομμένα και ραμμένα για να λάμψει στην τρίτη, προκειμένου να λάβει «επτά. Να σχηματιστεί δηλαδή το 007 που παραπέμπει στον Τζέιμς Μποντ. Αλίμονο…
Πρέπει να βρει ένα μυστικό έγγραφο που είναι κρυμμένο μέσα σε μια τούρτα στο ζαχαροπλαστείο «Μαύρη Σαντιγί». Υποδύεται, λοιπόν, τον αστίατρο. Και στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε… αστείατρο. Γιατρικό κανονικό αυτή η σκηνή για την πεσμένη ψυχολογία. Πραγματικά, τέτοια φάση δεν ξανάγινε ποτέ στον ελληνικό κινηματογράφο.
-Μην με κοιτάς καθόλου ε;
-Σε κοιτάω; Θέλω να δω ως πού θα φτάσει η αναισθησία σου;
-Ε, μέχρι πού θα φτάσει; Θα τις φάω όλες και θα φύγω.
-Α, να χαθείς.
-Κάνε δουλειά σου.
Αφού έχει ήδη καταστρέψει μερικές τούρτες, ο Βέγγος βρίσκει το μυστικό έγγραφο, αλλά το χρησιμοποιεί για να σκουπιστεί. Αμέσως μετά ρίχνει την πρώτη ρουκέτα. Ή μάλλον βόμβα γιατί στην ταινία ονομάζεται Αθανάσιος Βόμπας. Τη δέχεται η συνοδός του Δημήτρη Σημηριώτη, ο οποίος τα παίρνει στο κρανίο. Δεν υπάρχει επιστροφή.
-Κύριε αστίατρε;
-Ορίστε (και όρισε η τούρτα).
Η επόμενη ήρθε… πλαγιομετωπικά, υπό την αφιέρωση «Επί τη ονομαστική σας εορτή». Ο Μηλιάδης διαπιστώνει το μέγεθος της καταστροφής. Είναι, όμως, πολύ νωρίς ακόμα. Ο Σημηριώτης απαντά πισώπλατα και ο Βέγγος γίνεται ένα με τις τούρτες που ερευνούσε προηγουμένως.
-Σ’ άρεσε;
-Πώς καλή ήτανε. Πρόσεχε τώρα κι εμένα, ε; Όχι, δεν είναι πόζα αυτή. Πιο ψηλά το κεφάλι, πιο καμάρι. Έτσι μπράβο. Ακίνητος. Έφυγα! Να!
Τι να λέμε τώρα; Για ποιο σενάριο μιλάμε; Ο έλεγχος χάνεται. Ο Μηλιάδης αποφασίζει να πέσει ηρωικά, συμμετέχοντας στη μάχη. Το ζαχαροπλαστείο αποτελεί παρελθόν.
-Εσείς τι θέλετε:
-Θα ήθελα μια τούρτα για το σπίτι μου.
-Δεν πειράζει, θα τη φάτε εδώ μαζί μας.
Τρία χρόνια μετά την ταινία και την κορυφαία αυτή σκηνή, ο Θανάσης Βέγγος είχε παραχωρήσει μια συνέντευξη στον Γιώργο Κοντογιάννη για χάρη του περιοδικού «Ψυχαγωγία».
Τον είχε ρωτήσει ο δημοσιογράφος για τις επαγγελματικές προτιμήσεις του και ο «καλός μας άνθρωπος» είχε απαντήσει: «Εκατό φορές τον κινηματογράφο. Πανηγύρι, καλέ μου φίλε. Ξέρεις τι γίνεται στο γύρισμα; Ωραία ιστορία».
Ένα τέτοιο πανηγύρι στήθηκε στο ζαχαροπλαστείο «Μαύρη Σαντιγί». Όσες φορές κι αν παρακολουθήσει κανείς αυτή τη σκηνή, το γέλιο είναι δεδομένο. Ένας ήταν ο Θανάσης Βέγγος. Ούτε ξαναβγήκε ούτε θα ξαναβγεί άλλος σαν εκείνον.