«Η μητέρα μου ήταν ο αριθμός 89 – Το φέρετρο ήταν τυλιγμένο με μαύρο πλαστικό». Συγκλονίζουν τα όσα περιγράφει ο Μιχάλης Κρέστας, που έχασε την 59χρονη μητέρα του από κορωνοϊό, πριν λίγες μέρες, στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Ο ίδιος περιγράφει την αρχή της νόσου, την εισαγωγή της μητέρας του στη ΜΕΘ, αλλά και τη στιγμή που έμαθε την είδηση του θανάτου της. Ο γιος της 59χρονης δεν παρεβρέθη στην κηδεία της, όμως περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις σκηνές που διαδραματίστηκαν, ενώ καταλήγει εκφράζοντας την αισιοδοξία του για τη μείωση των κρουσμάτων στην Ελλάδα, αλλά μη μπορώντας να κρύψει το δικό του πόνο για το χαμό του αγαπημένου του προσώπου.
Αναλυτικά το κείμενο του Μιχάλη Κρέστα:
«Η μητέρα μου, στα 59 της χρόνια, έγινε ο αριθμός 89. Ή 88, δεν είμαι σίγουρος, έφυγαν άλλοι δύο μαζί της την ίδια μέρα. Σε μια πανδημία οι νεκροί αποκτούν αριθμούς. Σε αντίθεση με μία μαζική καταστροφή ή τραγωδία που οι ζωές μας χάνονται στιγμιαία, παράλληλα, εδώ ο αριθμός σού ανήκει, είναι αναμφισβήτητος. Αριθμός 89, λοιπόν.
Η μαμά το πάλεψε όσο μπορούσε. Ένα βηχαλάκι στο σπίτι, λίγος πυρετός. Την επομένη βγήκε θετική στον ιό. Εντάξει, θα το παλέψουμε. Ύστερα δύσπνοια, πεσμένο οξυγόνο. Νοσηλεία στον Ευαγγελισμό για αποφυγή κάθε ρίσκου. Ένα σύντομο τηλεφώνημα να δω τι κάνει, 40 δευτερόλεπτα, το θυμάμαι γιατί μετάνιωσα που της το έκλεισα στα γρήγορα. Αλλά έβηχε και δεν έκανε καλό να βγάζει τη μάσκα οξυγόνου για να μου μιλήσει. Λίγες μέρες μετά έστειλε το τελευταίο της μήνυμα στο WhatsApp: «Θα με βάλουν σε καταστολή γιατί τα επίπεδα οξυγόνου δεν είναι επαρκή. ΜΕΘ». Ίσως το ήξερε τότε.
Ήμουν αισιόδοξος. Άκουγα ιστορίες για 70χρονους που έβγαιναν «καθαροί». Διάβασα επιστημονικά άρθρα που παρουσίαζαν τις πιθανότητες με το μέρος της. Πέρασαν οι πρώτες μέρες όμως και η λοίμωξη δεν έφευγε, το οξυγόνο δεν ανέβαινε. Καθησύχαζα τους ανάστατους συγγενείς, γιαγιά και πεθερά, ότι είναι αναμενόμενο και ότι ο ιός θα «κάνει τον κύκλο του». Έμενα ψύχραιμος για εκείνες και κρυφά για μένα.
Τη δέκατη μέρα τα ξημερώματα, με ξυπνάει το κινητό γύρω στις 5:30 ώρα Λονδίνου, αναγνώριση κλήσης το σταθερό στην Αθήνα. Θυμάμαι φορές που έχω σηκώσει το τηλέφωνο σαν κεραυνός, με τη προσμονή και το άγχος καλών νέων, όπως όταν πήρα την πρώτη μου δουλειά. Αυτή τη φορά το σηκώνω και πάλι αμέσως, όμως χωρίς καμία προσμονή ή άγχος. Ξέρω τι θα ακούσω και απλώς πρέπει να το ακούσω. Αριθμός 89, λοιπόν.
Η κηδεία γίνεται άμεσα, το επόμενο πρωί. Λόγω του ιού το σώμα δεν επιτρέπεται να διατηρηθεί σε ψυγείο για περισσότερες μέρες. Η μισή οικογένεια βρίσκεται εκτός Ελλάδας οπότε δεν είμαστε εκεί. Συνδεόμαστε με βιντεοκλήση, καλώς ή κακώς. Δέκα άτομα στην αυλή της εκκλησίας σε απόσταση 4-5 μέτρων ο καθένας, η νεκροφόρα με ανοιχτό το πορτ-μπαγκάζ και ο παπάς μόνος μέσα στην εκκλησία ψέλνει τα δικά του. Έπειτα, πέντε απρόσωποι άντρες οδηγούν στον τάφο και κατεβάζουν το φέρετρο που είναι τυλιγμένο με μαύρο πλαστικό. Είναι ντυμένοι στις λευκές στολές, καλυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω, και φορούν μπλε γάντια. Σαν σε μετα-αποκαλυπτική ταινία. Άχαρο θέαμα, μας πονάει.
Σήμερα διαβάζω ότι η Ελλάδα υποχώρησε στον παγκόσμιο χάρτη κρουσμάτων. Χαίρομαι, με κάνει περήφανο και αισιόδοξο. Αλλά μετά σκέφτομαι τον αριθμό 89 και δεν με νοιάζει πια τίποτα. Η μητέρα μου ήταν ο αριθμός 89. Την αγαπούσα πολύ».